Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischοδηγία altgriechisch ὁδηγία ὁδηγός
θυμάμαι θυμούμαι mittelgriechisch altgriechisch ἐνθυμέομαι, -οῦμαι
έλεγχος (λόγιο) altgriechisch ἔλεγχος & Lehnbedeutung από τη französisch contrôle[1]
αίμα altgriechisch αἷμα
χάρη altgriechisch χάρις
φωνή altgriechisch φωνή proto-indogermanisch *bʰoh₂neh₂ *bʰeh₂- (μιλώ, φημί)
ποσότητα altgriechisch ποσότης
παρελθόν altgriechisch παρελθόν, Maskulinum von παρελθών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος πάρειμι / παρέρχομαι παρά + εἶμι / ἔρχομαι
φόρμα italienisch forma lateinisch forma ετρουσκικά *morma altgriechisch μορφή (αντιδάνειο)
τοξότης altgriechisch τοξότης
παραγγελία altgriechisch παραγγελία παραγγέλλω παρά + αγγέλλω
θεραπεία altgriechisch θεραπεία (υπηρεσία, γιατρειά, ιατρική αγωγή)[1]
ομιλία altgriechisch ὁμιλία ὅμιλος ὁμοῦ + -ιλος
μήκος altgriechisch μῆκος
κριτήριο altgriechisch κριτήριον
παίρνω mittelgriechisch παίρνω επαίρνω altgriechisch ἐπαίρω ἐπί + αἴρω
λίμνη altgriechisch λίμνη indoeuropäisch (Wurzel) *(s)leim-
κεφάλι altgriechisch κεφαλή
μυαλό mittelgriechisch μυαλόν μυαλός Koine-Griechisch μυαλός altgriechisch Βλακας
εισιτήριο altgriechisch εἰσιτήριον, Maskulinum von εἰσιτήριος εἴσειμι εἰς + εἶμι ((Lehnbedeutung) deutsch Εintrittsgeld)
δώρο altgriechisch δῶρον δίδωμι
ποδήλατο substantiviertes Neutrum des Adjektivs ποδήλατος (ποδήλατο όχημα) altgriechisch ποδ- ( πούς) + -ήλατο ( ελαύνω: προχωρώ)
φέρνω altgriechisch φέρω
ομοσπονδία ομόσπονδος + -ία altgriechisch ὁμόσπονδος ὁμοῦ + σπονδή Wort verwendet ab 1836.
μητέρα altgriechisch μήτηρ (μέσω της αιτιατικής τὴν μητέρα) proto-griechisch *mā́tēr proto-indogermanisch *méh₂tēr (μητέρα)
ήχος altgriechisch ἦχος
δείχνω mittelgriechisch δείχνω altgriechisch δεικνύω / δείκνυμι
άμυνα altgriechisch ἄμυνα
πράξη von altgriechisch πρᾶξις
λιμάνι türkisch liman mittelgriechisch λιμένι(ν) (αντιδάνειο) Koine-Griechisch λιμένιον altgriechisch λιμήν
ίδρυμα altgriechisch ἵδρυμα
εκπομπή (λόγιο) altgriechisch ἐκπομπή (αποστολή προς τα έξω) ἐκπέμπω πέμπω, (Lehnbedeutung) französisch émission [1]
γνωρίζω altgriechisch γνωρίζω
τροπή altgriechisch
σύμβαση (λόγιο) altgriechisch σύμβασις (συμβάδιση, συμφωνία). Για τις κοινωνικές συμβάσεις, (Lehnbedeutung) französisch conventions, Mehrzahl von convention.[1]
δέρμα altgriechisch δέρμα δέρω
κλίμα altgriechisch κλίμα
δυναμικό Maskulinum von δυναμικός Koine-Griechisch δυναμικός altgriechisch δύναμις δύναμαι ((Lehnübersetzung) französisch potentiel)
ζώνη altgriechisch ζώνη ζώννυμι
ενίσχυση Koine-Griechisch ἐνίσχυσις altgriechisch ἐνισχύω ἐν + ἰσχύω ἰσχύς
δίκη altgriechisch δίκη proto-indogermanisch *deyḱ-
τύχη altgriechisch τύχη
πόλεμος altgriechisch πόλεμος και πτόλεμος ιαπετ. ρίζα πελ- και πολ- συγγενές με το παλέω και πάλλω
οικία altgriechisch οἰκία οἶκος
οδός altgriechisch ὁδός proto-indogermanisch *sodos *sed- (κάθομαι / sedeo)
ηχείο spätgriechisch ἠχεῖον altgriechisch ἦχος Η σημερινή σημασία αποδίδει την englisch resonator
γεια mittelgriechisch γεια Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγιεία ὑγιής
στόμα altgriechisch στόμα proto-indogermanisch *stomn̥ / *stomen- (στόμα)
ήττα altgriechisch ἧττα
εύρεση altgriechisch εὕρεσις εὑρίσκω
διαδρομή altgriechisch διαδρομή
σύνδεσμος altgriechisch σύνδεσμος συνδέω σύν + δέω
ολυμπιάδα altgriechisch Ὀλυμπιάς, Femininum von Ὀλύμπιος Ὄλυμπος
γεωργία altgriechisch γεωργία γεωργός γῆ + ἔργον
αυτόχειρας altgriechisch αὐτόχειρ αὐτός (=ο ίδιος) + χείρ
απόγευμα mittelgriechisch ἀπόγευμα (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἀπόγευμα altgriechisch ἀπογεύω ἀπό + γεύω
συμβαίνει altgriechisch συμβαίνει
ιδέα altgriechisch ἰδέα
επτά altgriechisch ἑπτά
εμπόριο altgriechisch ἐμπόριον (ἐν + πορεία)
δήμαρχος altgriechisch δήμαρχος δῆμος + ἄρχω
ακούω altgriechisch ἀκούω
ακολουθώ Katharevousa ἀκολουθῶ altgriechisch ἀκολουθέω-ῶ ἀκόλουθος α αθροιστικό + κέλευθος (οδός, πορεία)
κύπελλο altgriechisch κύπελλον (στο (3) και (4) (Lehnbedeutung) (γαλλικά) coupe)
δάνειο altgriechisch δάνειον δάνος δαίω proto-indogermanisch *da- (διαιρώ, χωρίζω)
αφορμή altgriechisch ἀφορμή ἀπό + ὁρμή
νομοθεσία altgriechisch νομοθεσία νομοθέτης
πτώση altgriechisch πτῶσις πίπτω
πεδίο altgriechisch πεδίον πέδον
παράθεση Koine-Griechisch παράθεσις altgriechisch παρατίθημι παρά + τίθημι (5. (Lehnbedeutung) französisch apposition)
κρασί mittelgriechisch κρασίν altgriechisch κρᾶσις (οίνου), (: ανακάτεμα)
ανάλογα altgriechisch ἀναλόγως ( altgriechisch ἀνάλογος ) + -α
ακτή altgriechisch
σημαία altgriechisch σημαία
πώς altgriechisch πῶς
ξύλο altgriechisch ξύλον
κεφάλαιο (λόγιο) altgriechisch κεφάλαιον κεφαλαίος κεφαλή[1]
κατοικία Koine-Griechisch κατοικία altgriechisch κατοικία (τρόπος διαμονής)
δέκτης altgriechisch δέκτης δέχομαι
αίτημα altgriechisch αἴτημα αἰτέω
φύση altgriechisch φύσις φύω - φύομαι (φυτρώνω, βλασταίνω)
έδρα (λόγιο) altgriechisch ἕδρα ἔδος / ἕζομαι proto-griechisch *heďďomai proto-indogermanisch *séd-ye- *sed-
χαρτί altgriechisch χάρτης
προκήρυξη Koine-Griechisch προκήρυξις altgriechisch προκηρύσσω / προκηρύττω κηρύσσω / κηρύττω
μνήμα altgriechisch μνῆμα
δίκαιο altgriechisch δίκαιον
ταυτότητα altgriechisch ταυτότης
στομάχι Koine-Griechisch στομάχιον altgriechisch στόμαχος στόμα proto-indogermanisch *stomn̥ / *stomen- (στόμα)
μονός altgriechisch μόνος (μεταφορά του τονισμού κατά τα απλός, διπλός κλπ)
επιτέλους συμφυρμός των φράσεων von altgriechisch ἐπί τέλος + διά τέλους, (Lehnübersetzung) französisch enfin
διαγωνισμός Koine-Griechisch διαγωνισμός altgriechisch διαγωνίζομαι διά + ἀγωνίζομαι ἀγών ἄγω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eǵ- (ἄγω)
αλλάζω altgriechisch ἀλλάσσω
μπάνιο italienisch bagno lateinisch balneum balineum altgriechisch βαλανεῖον (αντιδάνειο)
έπειτα altgriechisch ἔπειτα
ελεύθερος altgriechisch ἐλεύθερος[1]
σχήμα altgriechisch σχῆμα ἔχω (σε κάποιες σημασίες (Lehnübersetzung) französisch forme ή (Lehnübersetzung) deutsch Format)
δρόμος altgriechisch δρόμος proto-indogermanisch *drem- (τρέχω)
απασχόληση Koine-Griechisch ἀπασχόλησις ἀπασχολέω ἀπό + altgriechisch ἀσχολέω ἀ- + σχολή indoeuropäisch (Wurzel) *seǵhe- / *sǵhē- (κρατώ, έχω, κατέχω)
αντικείμενο altgriechisch ἀντικείμενον, ουδέτερο της μετοχής του ρήματος ἀντίκειμαι ἀντί + κεῖμαι
μηχανική altgriechisch μηχανικός
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.