κεφάλι altgriechisch κεφαλή
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Οι τραυματισμοί που προκύπτουν από παρόμοια ατυχήματα είναι πολύ σοβαροί, διότι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, πλήττεται το κεφάλι των παιδιών. | Die bei solchen Unfällen entstehenden Verletzungen sind sehr schwerwiegend, da sie in den meisten Fällen den Kopf des Kindes betreffen. Übersetzung bestätigt |
I. Κατάψυξη και αποθεματοποίηση ολόκληρων προϊόντων χωρίς εντόσθια αλλά με το κεφάλι ή τεμαχισμένων | I. Einfrieren und Lagerung von Erzeugnissen, ganz, ausgenommen, mit Kopf oder zerteilt Übersetzung bestätigt |
Αλάτισμα ή/και ξήρανση και αποθεματοποίηση ολόκληρων προϊόντων χωρίς εντόσθια αλλά με το κεφάλι ή τεμαχισμένων ή τεμαχισμένων σε φιλέτα | Salzen und/oder Trocknen und Lagerung von Erzeugnissen, ganz, ausgenommen, mit Kopf, filetiert oder zerteilt Übersetzung bestätigt |
Μπορεί επίσης να χορηγηθεί ενίσχυση για μισά σφάγια τα οποία παρουσιάζονται ως τεμάχια «Wiltshire», δηλ. χωρίς κεφάλι, μάγουλο, λαιμό, πόδια, ουρά, περινεφρικό λίπος, νεφρό, φιλέτο, πλάτη (σπάλα), στέρνο, σπονδυλική στήλη, λαγόνιο κόκαλο και διάφραγμα. | Die Beihilfe kann auch für halbe Schlachtkörper mit dem „Wiltshire-Schnitt“, d. h. ohne Kopf, Backe, Fettbacke, Pfoten, Schwanz, Flomen, Niere, Filet, Schulterblatt, Brustbein, Wirbelsäule, Hüftknochen und Zwerchfell, gewährt werden. Übersetzung bestätigt |
Το κεφάλι, εκτός από τα μάγουλα, δεν τεμαχίζεται. | Der Kopf, mit Ausnahme der Wange, wird nicht zerlegt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
η κεφαλή |
η γκλάβα |
Ähnliche Wörter |
---|
κεφαλιά |
κεφαλικός |
κεφάλιο |
κεφαλιάτικον |
κεφάλι καζάνι |
Deutsche Synonyme |
---|
Kopf |
Caput |
Rübe |
Denkzentrum |
Schädel |
Denkapparat |
Haupt |
Birne |
Dez |
Nischel |
κεφάλι το [kefádiv] : 1α. το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος, που συνδέεται με το κυρίως σώμα με το λαιμό και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος και τα περισσότερα αισθητήρια όργανα, καθώς και το αντίστοιχο τμήμα του σώματος των ζώων: Έχει μεγάλο / μικρό / στρογγυλό / μακρό στενο κεφάλι. Kρατούσε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια, ως εκδήλωση θλίψης ή περίσκεψης. Kούνησε το κεφάλι του με νόημα / περίλυπος. Mου έκανε νόημα με το κεφάλι. Mε μια σπαθιά τού πήρε το κεφάλι. Έκανε βουτιά με το κεφάλι. Έχει ένα κεφάλι σαν πεπόνι. Πονάει το κεφάλι μου. Έχω βαρύ κεφάλι, έχω πονοκέφαλο. Mη στέκεσαι πάνω από το κεφάλι μου! Είναι ένα κεφάλι ψηλότερη από τον άντρα της. κεφάλι αλόγου / βοδιού. ΦΡ και εκφράσεις μου ανέβηκε το αίμα* στο κεφάλι. λείψε* απ΄ το κεφάλι μου. με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να ντρέπομαι. έχω κπ. πάνω από το κεφάλι μου, ως επιτηρητή ή ελεγκτή. βαράω / χτυπώ το κεφάλι μου (στον τοίχο), μετανιώνω πικρά για κτ. που έκανα ή για κτ. που παρέλειψα να κάνω. δε σηκώνω* κεφάλι. σηκώνω* κεφάλι. δεν μπορώ να σηκώσω* κεφάλι. σκύβω* το κεφάλι. κάνω κεφάλι, έρχομαι στο κέφι από ποτό. μέσα τα κεφάλια!, για επάνοδο σε μία δυσάρεστη κατάσταση ύστερα από μια σύντομη ανάπαυλα. σπάω το κεφάλι κάποιου, τον δέρνω, συνήθ. ως απειλή: Θα σου σπάσω το κεφάλι. γυρίζει* το κεφάλι μου. πονάει* κεφάλι κόβει κεφάλι. || η γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση κεφαλιού: Σπουδή κεφαλιού. κεφάλι κούρου. β. το επάνω και πίσω τμήμα του κεφαλιού, σε αντιδιαστολή προς το πρόσωπο: Xτύπησε στο κεφάλι. Nα πλύνεις και το κεφάλι σου, τα μαλλιά σου. Mε ξύνει / με τρώει το κεφάλι μου. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.