Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischάβακας altgriechisch ἄβαξ
αβάκιο altgriechisch ἀβάκιον Diminutiv von ἄβαξ (άβακας)
άβατο Koine-Griechisch ἄβατον, Maskulinum von ἄβατος ἀ- + altgriechisch βαίνω
αβάφτιστος altgriechisch ἀβάπτιστος ἀ- + βαπτίζω + -τος
αβγατίζω mittelgriechisch ἀβγατίζω ἐβγατίζω *ἐβγατ(ός) Koine-Griechisch ἐκβατός «που εκπληρώνεται» (με αντιμετάθεση φθόγγων) altgriechisch ἐκβαίνω[1]
αβγό mittelgriechisch αβγό(ν) / αυγό(ν) altgriechisch ᾠόν ᾠϝόν proto-griechisch *ōyyón proto-indogermanisch *h₂ōwyóm (αβγό) *h₂éwis (πουλί) (από τη συνεκφορά: τὰ ᾠά > ταωά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγά > αβγό (δείτε και αφτί)
αβγοτάραχο mittelgriechisch αβγοτάραχον / αβγοτάριχον αβγό + altgriechisch τάριχος (ψάρι καπνιστό)
αβδέλλα altgriechisch ἀβδέλλα α- από τη συμπροφορά με αόριστο άρθρο (μια βδέλλα /miavðεla/) και ανασυλλαβισμό /mia avðεla/[1]
αβδηρίτης altgriechisch Ἀβδηρίτης Ἄβδηρα
αβδηριτισμός altgriechisch Ἀβδηρίτης
αβελτηρία altgriechisch ἀβελτερία ἀβέλτερος στερητικό α- + βέλτερος (altgriechisch βελτίων), αυτός που δεν μπορεί να βελτιωθεί
άβουλα mittelgriechisch ἄβουλα (άθελα, χωρίς τη θέληση κάποιου) altgriechisch ἀβούλως α στερητικό και βουλή
αβούλευτος Koine-Griechisch ἀβούλευτος altgriechisch βουλεύομαι, Passiv von βουλεύω βουλή βούλομαι proto-indogermanisch *gʷel-
αβουλία altgriechisch ἀβουλία
αβρότητα altgriechisch ἁβρότης ἁβρός (: λεπτός, τρυφερός)
άβυσσος altgriechisch ἄβυσσος[1] ἄβυσσος (επίθετο) ἀ- (ά- στερητικό) + βυσσός (βυθός)
αγαθό altgriechisch ἀγαθόν[1], substantiviertes Neutrum des Adjektivs: αγαθός, ἀγαθός
αγαθοεργία altgriechisch ἀγαθοεργία → siehe: ἀγαθός, ἔργον και -ία
αγαθοποιία altgriechisch ἀγαθοποιία ἀγαθός + -ποιία
αγαλακτία altgriechisch ἀγαλακτία γάλα
αγαλλίαση Koine-Griechisch ἀγαλλίασις ἀγαλλιάω / ἀγαλλιῶ altgriechisch ἀγάλλω
άγαλμα altgriechisch ἄγαλμα ἀγάλλομαι - ἀγάλλω (δοξάζομαι - δοξάζω)
αγαλματίας altgriechisch ἀγαλματίας ἄγαλμα
αγαλματοποιός altgriechisch ἀγαλματοποιός
άγαμος altgriechisch ἄγαμος
άγαν altgriechisch ἄγαν
αγανάκτηση (λόγιο) altgriechisch ἀγανάκτη(σις) + -ση. siehe auch αγανάχτηση
αγανακτώ altgriechisch ἀγανακτέω / ἀγανακτῶ ἄγαν + ἔχω
αγαναχτώ altgriechisch ἀγανακτῶ
άγανο altgriechisch ἄκανος, με επίδραση von ἄγανον (ξύλον)
αγαπίζω mittelgriechisch ἀγαπίζω altgriechisch ἀγαπάω-ῶ
αγαπώ altgriechisch ἀγαπῶ συνηρημένου τύπου του ἀγαπάω, άγνωστης ετυμολογίας. siehe auch αγαπάω.
αγγαρεύω Koine-Griechisch ἀγγαρεύω altgriechisch ἄγγαρος persisch akkadisch
αγγείο altgriechisch ἀγγεῖον
αγγέλλω altgriechisch ἀγγέλλω *αγγελ-jω
άγγελμα altgriechisch ἄγγελμα ἀγγέλλω
αγέλη altgriechisch ἀγέλη ἄγω ινδοευρωπαϊκά: *ag-
αγεληδόν altgriechisch ἀγεληδόν ἀγέλη + -ηδόν
αγένεια altgriechisch ἀγένεια ἀγενής
αγέρωχος altgriechisch ἀγέρωχος
άγημα altgriechisch ἄγημα
αγιάζω Koine-Griechisch ἁγιάζω altgriechisch ἁγίζω
αγίασμα altgriechisch ἁγίασμα ἁγιάζω
Άγις altgriechisch Ἆγις
αγκάλη (λόγιο) altgriechisch ἀγκάλη. siehe auch αγκαλιά
αγκαλιά mittelgriechisch ἀγκαλιά altgriechisch ἀγκάλη
αγκάλιασμα αγκαλιάζω αγκαλιά altgriechisch ἀγκάλη
αγκινάρα mittelgriechisch ἀγκινάρα Koine-Griechisch κινάρα altgriechisch κυνάρα
αγκίστρι mittelgriechisch ἀγκίστριν Koine-Griechisch ἀγκίστριον altgriechisch ἄγκιστρον
άγκιστρο altgriechisch ἄγκιστρον
αγκίστρωση altgriechisch ἀγκίστρωσις
αγκλέουρας altgriechisch ἑλλέβορος
αγκλίτσα slawisch кључ / ključ[1] (kʎûːtʃ: κλειδί, γάντζος) Υπάρχει και η άποψη *αγκυλίτσα altgriechisch ἀγκύλος[2][3] πρωτοslawisch *ključь proto-indogermanisch *kleh₂us
αγκομαχώ mittelgriechisch ἀγκομαχῶ altgriechisch ἀγκώνω + -μαχῶ μάχομαι
αγκουρέτο italienisch ancoretta, υποκοριστικό του ancora lateinisch ancora altgriechisch ἄγκυρα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *ang-
αγκούσα mittelgriechisch αβέβαιης ετυμολογίας. möglicherweise von venezianisch angossa, welches etymologisiert von lateinisch angustia (= τά στενά, η στενοχωρία, αι πύλαι). Nach Γ. Χατζιδάκι ist das Wort altgriechisch και αποτελεί παραφθορά του τύπου ογκούσα, μετοχής του ρήματος ογκούμαι (= συσσωρεύομαι, εξογκώνομαι).
αγκύλη altgriechisch ἀγκύλη ἀγκύλος
αγκύλωμα altgriechisch ἀγκύλωμα
αγκυλώνω mittelgriechisch altgriechisch ἀγκυλόω, -ῶ
αγκύλωση altgriechisch ἀγκύλωσις ἀγκυλῶ
αγκυλωτός altgriechisch ἀγκυλωτός ἀγκυλῶ
αγκυροβολώ altgriechisch ἀγκυροβολέω ἄγκυρα + βάλλω
αγκωνάρι mittelgriechisch ἀγκωνάριν altgriechisch ἀγκών
αγκώνας altgriechisch ἀγκών
Αγλαΐα altgriechisch Ἀγλαΐα ἀγλαός (λαμπερός)
αγλαΐζω altgriechisch ἀγλαΐζω
αγλάισμα altgriechisch ἀγλάϊσμα ἀγλαός ("θαυμάσιος, λαμπρός")
αγλέουρας ( *αλέουρος *αλέβουρος *ελέβουρος) altgriechisch ἑλλέβορος[1]
αγλωσσία altgriechisch ἀγλωσσία ἀ- στερητικό + -γλωσσία ( γλῶσσα )
αγνάντια altgriechisch «τὰ ἐναντία» (τα απέναντι) > τα ενάντια > τ' αγνάντια [1]
αγνεία altgriechisch ἁγνεία ἁγνεύω
άγνοια altgriechisch ἄγνοια
αγνός altgriechisch ἁγνός
αγνότητα altgriechisch ἀγνότης
αγνοώ altgriechisch ἀγνοῶ
αγνώμονας altgriechisch ἀγνώμων
αγνωμοσύνη altgriechisch ἀγνωμοσύνη
αγνωστικισμός (entlehnt aus) englisch agnosticism altgriechisch ἄγνωστος[1] (Wort verwendet ab 1888)
άγνωστος altgriechisch ἄγνωστος. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + γνωστός
άγομαι Passiv von άγω, altgriechisch ἄγομαι
αγορά altgriechisch ἀγορά ἀγείρω
αγοράζω altgriechisch ἀγοράζω (συχνάζω στην αγορά) ἀγορά ἀγείρω
αγοραίος altgriechisch ἀγοραῖος ἀγορά ἀγείρω
αγορανόμος altgriechisch ἀγορανόμος, Lehnbedeutung από τη französisch contrôleur de marché ή von (Lehnbedeutung) englisch market inspector.[1] Αναλύεται σε αγορα- + -νόμος
αγόρασμα altgriechisch ἀγόρασμα
αγοραφοβία (entlehnt aus) deutsch Agoraphobie altgriechisch ἀγορά + -φοβία
αγόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀγόρευσις altgriechisch ἀγορεύω ἀγορά
αγορεύω (λόγιο) altgriechisch ἀγορεύω ἀγορά
αγορητής altgriechisch ἀγορητής
αγόρι mittelgriechisch αγόρι(ν) / αγούριν Koine-Griechisch ἄγωρος altgriechisch ἄωρος ἀ- + ὥρα indoeuropäisch (Wurzel) *yōr-ā *yēr / *yeh₁r- (έτος, εποχή)
άγος altgriechisch ἄγος
αγουράδα άγουρος + -άδα altgriechisch ἄωρος ὥρα
αγουρίλα άγουρος + -ίλα altgriechisch ἄωρος ὥρα
άγουρος mittelgriechisch άγουρος altgriechisch ἄωρος
άγουσα altgriechisch ἄγουσα, Femininum von ἄγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄγω
άγρα altgriechisch ἄγρα
αγράμματος altgriechisch ἀγράμματος α στερητικό + γράμμα
άγρευση Koine-Griechisch ἄγρευσις altgriechisch ἀγρεύω
αγρεύω altgriechisch ἀγρεύω
αγριελιά altgriechisch ἀγριελαία
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.