Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αγριορίγανη

αγριορίγανη Koine-Griechisch ἀγριορίγανος (Maskulinum)[1] altgriechisch } ἀγριο- + ὀρίγανος (Femininum) / ὀρίγανον (Neutrum) [• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


αγριότης

αγριότης altgriechisch ἀγριότης ἄγριος


αγριότητα

αγριότητα altgriechisch ἀγριότης


αγριόφωνος

αγριόφωνος altgriechisch ἀγριόφωνος ἄγριος + φωνή


αγριόχηνα

αγριόχηνα αγριο- + χήνα altgriechisch χήν proto-indogermanisch *ǵʰh₂éns (χήνα)


αγροίκος

αγροίκος altgriechisch ἄγροικος / ἀγροῖκος ἀγρός + οἰκέω


αγρονόμος

αγρονόμος altgriechisch ἀγρονόμος ἀγρός - νέμω


αγρός

αγρός von altgriechisch ἀγρός, η οποία μπορεί να προέρχεται von ρήμα ἄγω (: οδηγώ), με την έννοια ότι οδηγούσαν τα ποίμνια στους ἀγρούς, δηλαδή στα χωράφια που δεν καλλιεργούνταν για κάποιο διάστημα ή από τη Λατινική ager (γεν.agri)


αγροφύλακας

αγροφύλακας : λόγια λέξη altgriechisch ἀγροφύλαξ


αγρύπνια

αγρύπνια (αναδρομικός σχηματισμός) αγρυπν(ώ) + -ια. (Επίσης δείτε, αγρυπνία και την altgriechisch ἀγρυπνία)


αγρυπνία

αγρυπνία (λόγιο) altgriechisch ἀγρυπνία (αγρύπνια)[1]


άγρυπνος

άγρυπνος altgriechisch ἅγρυπνος ἀγρέω + ὕπνος


άγρωστη

άγρωστη altgriechisch ἄγρωστις


αγρωστοειδή

αγρωστοειδή άγρωστη + -οειδή altgriechisch ἄγρωστις ((Lehnübersetzung) französisch graminées)


αγυρτεία

αγυρτεία altgriechisch ἀγυρτεία


αγύρτης

αγύρτης altgriechisch ἀγύρτης ἀγείρω


αγχίνοια

αγχίνοια altgriechisch ἀγχίνοια


αγχιστεία

αγχιστεία altgriechisch ἀγχιστεία ἀγχιστεύω ἄγχω


αγχόνη

αγχόνη altgriechisch ἀγχόνη


άγχος

άγχος altgriechisch ἄγχος


άγω

άγω (λόγιο) altgriechisch ἄγω[1] proto-indogermanisch *h₂eǵ- (άγω)


αγώγι

αγώγι mittelgriechisch ἀγώγιον, ἀγώγι altgriechisch ἀγώγιον ἄγω.[1] siehe auch mittelgriechisch λέξη ἀγωγιάζω.


αγωγιάτης

αγωγιάτης mittelgriechisch ἀγωγιάτης[1] ἀγώγι, ἀγώγιον altgriechisch ἀγώγιον ἄγω. Συγχρονικά αναλύεται σε αγώγ(ι) + -ιάτης.


αγωγός

αγωγός (λόγιο) altgriechisch ἀγωγός ἄγω [1]


αγώι

αγώι mittelgriechisch ἀγώγιον, ἀγώγι με αποβολή του [ʝ] altgriechisch ἀγώγιον ἄγω.[1] siehe auch mittelgriechisch λέξη ἀγωγιάζω.


αγών

αγών altgriechisch ἀγών


αγώνας

αγώνας altgriechisch ἀγών


αγωνία

αγωνία altgriechisch ἀγωνία ἀγών ἄγω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eǵ- (ἄγω)


αγώνισμα

αγώνισμα altgriechisch ἀγώνισμα ἀγωνίζομαι


αγωνιστής

αγωνιστής altgriechisch ἀγωνιστής ἀγωνίζομαι


αγωνιώ

αγωνιώ altgriechisch ἀγωνιάω, -ῶ


αγωνοδίκης

αγωνοδίκης altgriechisch ἀγωνοδίκης ἀγών + -δίκης


αγωνοθεσία

αγωνοθεσία Koine-Griechisch ἀγωνοθεσία altgriechisch ἀγωνοθέτης


αγωνοθέτης

αγωνοθέτης altgriechisch ἀγωνοθέτης (ο ιδρυτής αγώνα") ἀγών + τίθημι


αδαημοσύνη

αδαημοσύνη altgriechisch ἀδαημοσύνη ἀδαής


αδαμάντινος

αδαμάντινος altgriechisch ἀδαμάντινος ἀδάμας


αδειάζω

αδειάζω mittelgriechisch ἀδειάζω altgriechisch ἄδει(α) + -άζω


άδειος

άδειος altgriechisch ἄδειος


αδελφή

αδελφή von αθροιστικό ἀ και το altgriechisch δελφύς= μήτρα


αδελφικότητα

αδελφικότητα altgriechisch ἀδελφικότης


αδελφοκτόνος

αδελφοκτόνος altgriechisch ἀδελφοκτόνος (αδελφός + κτείνω)


αδελφός

αδελφός altgriechisch ἀδελφός ἀ- (αθροιστικό) + *δέλφος / δελφύς (μήτρα)


αδελφοσύνη

αδελφοσύνη altgriechisch ἀδελφοσύνη


αδελφότητα

αδελφότητα altgriechisch ἀδελφότης


αδένας

αδένας altgriechisch ἀδήν


αδερφή

αδερφή mittelgriechisch ἀδερφή ἀδερφ(ός) + -ή[1] altgriechisch ἀδελφός. siehe auch αδελφή


αδερφός

αδερφός mittelgriechisch ἀδερφός altgriechisch ἀδελφός


άδηλος

άδηλος altgriechisch ἄδηλος (Από το α (το στερητικό) και το δήλος = φανερός)


αδημονία

αδημονία Koine-Griechisch ἀδημονία altgriechisch ἀδημονῶ ἀδήμων


αδημονώ

αδημονώ (λόγιο) altgriechisch ἀδημονῶ, (ἀδημονέω) ἀδήμων


αδηφαγία

αδηφαγία (λόγιο) altgriechisch ἀδηφαγία ἄδην + -φαγία


αδηφάγος

αδηφάγος altgriechisch ἀδηφάγος ἅδην + φαγεῖν


αδιάθετος

αδιάθετος altgriechisch ἀδιάθετος.


αδιάλλακτος

αδιάλλακτος altgriechisch ἀδιάλλακτος α- στερητικό + altgriechisch διαλλάττω (διά + ἀλλαγή)


αδιαφάνεια

αδιαφάνεια altgriechisch ἀδιαφάνεια


αδιαφορία

αδιαφορία altgriechisch ἀδιαφορία


αδιαχώριστος

αδιαχώριστος altgriechisch ἀδιαχώριστος


αδιέξοδος

αδιέξοδος altgriechisch ἀδιέξοδος


αδίκημα

αδίκημα altgriechisch ἀδίκημα ἀδικῶ


αδικία

αδικία altgriechisch ἀδικία ἄδικος ἀ- στερητικό + δίκη


αδικοπραγία

αδικοπραγία altgriechisch ἀδικοπραγέω


άδικος

άδικος altgriechisch ἄδικος ἀ- στερητικό + δίκη


αδικώ

αδικώ altgriechisch ἀδικέω, -ῶ


αδίστακτος

αδίστακτος altgriechisch ἀδίστακτος α- + διστάζω


αδόκιμος

αδόκιμος altgriechisch ἀδόκιμος


αδολεσχία

αδολεσχία altgriechisch ἀδολεσχία ἀδολέσχης ( *ἀ-ϝαδο (ἡδύς) + λέσχη)


άδολος

άδολος altgriechisch ἄδολος ἀ- στερητικό + δόλος


αδράνεια

αδράνεια Koine-Griechisch ἀδράνεια altgriechisch ἀδρανής


αδρανής

αδρανής altgriechisch ἀδρανής α- (στερητικό) + δραίνω δράω


αδρανώ

αδρανώ, λόγια λέξη altgriechisch ἀδρανέω, -ῶ


αδράχνω

αδράχνω mittelgriechisch δράχνω με ανάπτυξη προτακτικού α- Koine-Griechisch δράσσω με βάση το συνοπτικό θέμα δραξ-[1] altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ


αδράχτι

αδράχτι mittelgriechisch αδράχτι Koine-Griechisch ἀδράκτιον, υποκοριστικό του ἄδρακτος altgriechisch ἄτρακτος


Αδριανός

Αδριανός altgriechisch Ἁδριανός


αδρός

αδρός altgriechisch ἁδρός


αδύναμος

αδύναμος altgriechisch ἀδύναμος α- + δύναμις


αδυνατώ

αδυνατώ σύγχρονη μονοτονική γραφή του: ἀδυνατῶ altgriechisch ἀδυνατῶ (ἀδυνατόω ή ἀδυνατέω)


άδυτο

άδυτο altgriechisch ἄδυτον, substantiviertes Neutrum des Adjektivs ἄδυτος


αεί

αεί altgriechisch ἀεί / αἰεί proto-griechisch *aiweí proto-indogermanisch *h₂eyu- *h₂ey- (ζωή, ζωτική δύναμη)


αειπάρθενος

αειπάρθενος (λόγιο) altgriechisch ἀειπάρθενος. Για την Παναγία, von ελληνιστική εποχή. Αναλύεται σε αει- + παρθένος.[1]


αέναα

αέναα αέναος + -α altgriechisch ἀέναος νάω


αενάως

αενάως altgriechisch ἀενάως ἀέναος νάω


αέρας

αέρας mittelgriechisch ἀέρας altgriechisch ἀήρ, αιτιατική τόν ἀέρα


αεργία

αεργία altgriechisch ἀεργία ἀ- + ἔργον


αερίζω

αερίζω altgriechisch ἀερίζω


αέριος

αέριος altgriechisch ἀέριος


αεροβασία

αεροβασία altgriechisch ἀεροβάτης


αεροβάτης

αεροβάτης altgriechisch ἀεροβάτης ἀήρ + βαίνω


αεροβατώ

αεροβατώ altgriechisch ἀεροβατῶ ἀήρ + βαίνω


αεροδρόμιο

αεροδρόμιο (entlehnt aus) französisch aérodrome aéro- + -drome altgriechisch ἀήρ + δρόμος (αερο- + -δρόμιο)[1]


αεροζόλ

αεροζόλ (entlehnt aus) englisch aerosol altgriechisch αήρ + sol solution (διάλυμα)


αεροθερμαντήρας

αεροθερμαντήρας αερο- + θερμαντήρας ( Koine-Griechisch θερμαντήρ altgriechisch θερμαντός θερμαίνω θερμός ( θέρω) proto-indogermanisch *gʷʰer-mo-[1] *gʷʰer-: θερμός, ζεστός) (Lehnübersetzung) englisch air heater


αεροθερμόμετρο

αεροθερμόμετρο αερο- + θερμόμετρο (entlehnt aus) französisch thermomètre altgriechisch θερμός + μέτρον


αερολιμένας

αερολιμένας αερο- + λιμένας Katharevousa ἀερολιμήν ( altgriechisch ἀήρ, ἀέρ(ος) + -ο- + λιμήν) Lehnübersetzung von englisch airport


αερολογία

αερολογία αερολόγος + -ία altgriechisch ἀήρ + λέγω


αεροναύτης

αεροναύτης (entlehnt aus) französisch aéronaute altgriechisch ἀήρ + ναύτης


αεροπλανάκι

αεροπλανάκι αεροπλάνο + υποκοριστικό επίθημα -άκι (entlehnt aus) französisch aéroplane aéro- ( altgriechisch ἀήρ) + -plane ( planer lateinisch planus proto-indogermanisch *pleh₂-)


αερόπλανο

αερόπλανο (entlehnt aus) französisch aéroplane aéro- ( altgriechisch ἀήρ) + -plane ( planer lateinisch planus proto-indogermanisch *pleh₂-)


αεροπόρος

αεροπόρος, λόγια λέξη altgriechisch ἀεροπόρος, -ος, -ον, "που διανύει μια πορεία στον αέρα", αερο-


αερόφωνο

αερόφωνο (entlehnt aus) englisch aerophone altgriechisch ἀήρθε + φωνή


αέτωμα

αέτωμα altgriechisch ἀέτωμα ἀετός



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback