Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



άζυμος

άζυμος altgriechisch ἄζυμος


αηδία

αηδία altgriechisch ἀηδία


αήρ

αήρ altgriechisch ἀήρ


αθάνατος

αθάνατος altgriechisch ἀθάνατος ἀ- στερητικό + θάνατος


άθαφτος

άθαφτος mittelgriechisch ἄθαφτος altgriechisch ἄθαπτος με τροπή [pt] > [ft][1]


αθεΐα

αθεΐα Koine-Griechisch ἀθεΐα ἄθεος ἀ- + altgriechisch θεός


αθεϊσμός

αθεϊσμός (entlehnt aus) französisch athéisme athée altgriechisch ἄθεος ἄ-, α- + θεός


αθέλητος

αθέλητος altgriechisch ἀθέλητος α- + θέλω


άθεος

άθεος altgriechisch ἄθεος


αθέρα

αθέρα αθέρας altgriechisch ἀθήρ


αθέρας

αθέρας altgriechisch ἀθήρ


αθέτωση

αθέτωση Katharevousa αθέτωσις englisch athetosis ελληνογενής neulateinisch altgriechisch ἄθετ(ος) + -ωσις > -ωση[1]


Αθήναι

Αθήναι altgriechisch Ἀθῆναι


αθήρωμα

αθήρωμα Koine-Griechisch ἀθήρωμα ἀθήρα / ἀθήρη altgriechisch ἀθάρη ((Lehnbedeutung) neulateinisch atheroma (ίδια σημασία) lateinisch atheroma Koine-Griechisch ἀθήρωμα)


αθιβολή

αθιβολή mittelgriechisch ἀθιβολή Koine-Griechisch ἀμφιβολή altgriechisch ἀμφιβάλλω ἀμφί + βάλλω


αθιβόλι

αθιβόλι mittelgriechisch ἀνθοβόλιν Koine-Griechisch ἀντίβολον altgriechisch ἀντιβάλλω βάλλω


αθίγγανος

αθίγγανος Koine-Griechisch ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) ἀ- + altgriechisch θιγγάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)


άθλημα

άθλημα altgriechisch ἄθλημα


άθληση

άθληση Koine-Griechisch ἄθλησις altgriechisch ἀθλέω / ἀθλῶ ἆθλον


αθλητής

αθλητής altgriechisch ἀθλητής ἀθλέω ἆθλον *ἄϝεθλον proto-indogermanisch *h₂weh₁- + *-dʰlom


αθλητισμός

αθλητισμός (entlehnt aus) französisch athlétisme altgriechisch ἀθλητής


άθλιος

άθλιος altgriechisch ἄθλιος


άθλο

άθλο altgriechisch ἆθλον


αθλοθέτης

αθλοθέτης altgriechisch ἀθλοθέτης (ο ιδρυτής ή ο κριτής αγώνα) ἆθλον + τίθημι


άθλος

άθλος altgriechisch ἆθλος


αθροίζω

αθροίζω (Lehnbedeutung) englisch sum (altgriechisch ἀθροίζω: συγκεντρώνω, μαζεύω)


αθυμία

αθυμία altgriechisch ἀθυμία


αθυμώ

αθυμώ altgriechisch ἀθυμῶ


άθυρμα

άθυρμα altgriechisch ἄθυρμα ἀθύρω + -μα


Άθως

Άθως altgriechisch Ἄθως


άι

άι (μόριο) altgriechisch ἄγε, Imperativ des Verbs ἄγω


Αίας

Αίας altgriechisch Αἴας


αιγιαλός

αιγιαλός altgriechisch αἰγιαλός αἶξ (πληθυντικός: αἶγες = κύματα) + ἅλς (Genitiv:ἁλός, θάλασσα)


αιγίδα

αιγίδα altgriechisch αἰγίς (ασπίδα από αιγόδερμα)


Αίγισθος

Αίγισθος (λόγιο) altgriechisch Αἴγισθος.


Αιγόκερως

Αιγόκερως altgriechisch αἴξ (Genitiv: αἰγός) + κέρας (Genitiv: κέρασος > κέρως)


αιδημοσύνη

αιδημοσύνη Koine-Griechisch αἰδημοσύνη altgriechisch αἰδήμων αἰδώς


αιδοίο

αιδοίο altgriechisch αἰδοῖον αἰδοῖος αἰδώς (αιδώς)


αιδοιολειχία

αιδοιολειχία αιδοιολείκτης αιδοι- ( αιδοίο) + altgriechisch λείχω (: γλείφω) + -ία


αιδώς

αιδώς λόγιος διαχρονικός δανεισμός von altgriechisch αἰδώς


αιθάλη

αιθάλη altgriechisch αἰθάλη αἴθω + -άλη


αιθέρας

αιθέρας altgriechisch αἰθήρ αἴθω indoeuropäisch (Wurzel) *aidʰ- (φλέγω) ((Lehnbedeutung) französisch éther)


αιθεροβάμονας

αιθεροβάμονας αιθεροβάμων altgriechisch αἰθεροβάμων αἰθήρ + -βάμων (βαίνω)


αιθεροβάμων

αιθεροβάμων altgriechisch αἰθεροβάμων αἰθήρ + -βάμων (βαίνω)


αιθήρ

αιθήρ altgriechisch αἰθήρ


αίθουσα

αίθουσα altgriechisch αἴθουσα στοά (στεγασμένος ανοικτός χώρος, εξωτερικά του σπιτιού, που άναβαν τη φωτιά) θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος αἴθω (καίω) ως ουσ.


αιθριάζω

αιθριάζω altgriechisch αἰθριάζω αἴθριος


αίθριος

αίθριος altgriechisch αἴθριος πιθανόν αἴθω (καίω) ή αἴθρη / αἴθρα


αιθύλιο

αιθύλιο altgriechisch αἰθήρ + ὕλη (Lehnübersetzung από τη französisch éthyle)


αίλουρος

αίλουρος altgriechisch αἴλουρος


αίμα

αίμα altgriechisch αἷμα


αιμασιά

αιμασιά altgriechisch αἱμασιά αἱμός proto-indogermanisch *seh₂ip- (φράκτης)


αιματέμεση

αιματέμεση (entlehnt aus) französisch hématemèse altgriechisch αἷμα + ἔμεσις


αιματουρία

αιματουρία (entlehnt aus) französisch hématurie altgriechisch αἷμα + οὖρον


αιμάτωμα

αιμάτωμα altgriechisch αἱμάτωμα


αιμάτωση

αιμάτωση altgriechisch αἱμάτωσις αἱματόω-ῶ


Αιμιλία

Αιμιλία altgriechisch Αἰμιλία lateinisch Aemilia


Αιμίλιος

Αιμίλιος altgriechisch Αἰμίλιος lateinisch Aemilius aemulus (ζηλότυπος, ανταγωνιστής)


αιμοδιψία

αιμοδιψία αιμοδιψής + -ία Koine-Griechisch αἱμόδιψος altgriechisch αἷμα + δίψα


αιμόλυση

αιμόλυση französisch hémolyse altgriechisch αἷμα + λύσις


αιμόπτυση

αιμόπτυση altgriechisch αἱμόπτυσις


αιμορραγία

αιμορραγία altgriechisch αἱμορραγία αἱμορραγῶ αἷμα + ῥήγνυμι (-ρραγία)


αιμορροΐδα

αιμορροΐδα altgriechisch αἱμορροΐς


αιμορροώ

αιμορροώ altgriechisch αἱμορροῶ


αιμωδία

αιμωδία altgriechisch αἱμωδία αἱμωδέω/αἱμωδῶ αἷμα[1] + ὀδούς/ὀδών


Αινείας

Αινείας altgriechisch Αἰνείας


αίνιγμα

αίνιγμα altgriechisch αἴνιγμα αἰνίσσομαι


αίνος

αίνος altgriechisch αἶνος


αινώ

αινώ altgriechisch αἰνέω


αίρεση

αίρεση altgriechisch αἵρεσις von αἱρέω -ῶ= λαμβάνω, κυριεύω


αιρετικός

αιρετικός mittelgriechisch αἱρετικός (ίδια σημασία) altgriechisch αἱρετικός αἱρέω


αίρω

αίρω altgriechisch αἴρω ("σηκώνω")


αίσθημα

αίσθημα altgriechisch αἴσθημα αἰσθάνομαι


αίσθησις

αίσθησις altgriechisch αἴσθησις indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)


αισθητής

αισθητής altgriechisch αἰσθητής ((Lehnbedeutung) französisch esthète)


αισθητική

αισθητική altgriechisch αἰσθητικός αἴσθησις


αίσχος

αίσχος altgriechisch αἶσχος


αισχροκερδώ

αισχροκερδώ altgriechisch αἰσχροκερδέω, -ῶ αἰσχρός + κέρδος


αισχρολογία

αισχρολογία altgriechisch αἰσχρολογία αἰσχρός + λόγος


αισχύνομαι

αισχύνομαι altgriechisch αἰσχύνομαι


αίτημα

αίτημα altgriechisch αἴτημα αἰτέω


αίτηση

αίτηση altgriechisch αἴτησις


αιτιατό

αιτιατό altgriechisch αἰτιατόν αἰτιατός


αιτιατός

αιτιατός altgriechisch αἰτιατός


αίτιο

αίτιο altgriechisch αἴτιον


αιτιολόγηση

αιτιολόγηση altgriechisch αἰτιολόγησις


αιτιολογία

αιτιολογία altgriechisch αἰτιολογία


αίτιος

αίτιος (λόγιο) altgriechisch αἴτιος αἰτέω, -ῶ


αιτιώμαι

αιτιώμαι altgriechisch αἰτιῶμαι αἰτιάομαι


αϊτός

αϊτός ἀετός in Katharevousa altgriechisch ἀετός και αἰετός και, δωρική, αἰητός)


αιτούμαι

αιτούμαι altgriechisch αἰτέομαι - αἰτοῦμαι


αιτούσα

αιτούσα altgriechisch αἰτοῦσα αἰτῶ


αιτώ

αιτώ αἰτῶ in Katharevousa altgriechisch αἰτέω - αἰτῶ


αιτών

αιτών altgriechisch αἰτῶν αἰτῶ


αίφνης

αίφνης altgriechisch αἴφνης


αιφνίδιος

αιφνίδιος altgriechisch αἰφνίδιος αἴφνης


αιχμαλωσία

αιχμαλωσία Koine-Griechisch αἰχμαλωσία altgriechisch αἰχμάλωτος


αιχμαλώτιση

αιχμαλώτιση αἰχμαλώτισις altgriechisch αιχμαλωτίζω


αιχμάλωτος

αιχμάλωτος altgriechisch αἰχμάλωτος αἰχμή + ἁλίσκομαι + -τος


αιχμή

αιχμή altgriechisch αἰχμή



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback