{η}  αίτηση Subst.  [etisi, aithsh]

{der}    Subst.
(18736)
{die}    Subst.
(1337)
{die}    Subst.
(372)
{die}    Subst.
(266)
{das}    Subst.
(43)
(29)
(1)

Etymologie zu αίτηση

αίτηση altgriechisch αἴτησις


GriechischDeutsch
Επομένως, πρέπει να κινητοποιηθεί το ΕΤΠ για τη χορήγηση της χρηματοδοτικής συνεισφοράς για τις δύο αιτήσεις, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.Der EGF sollte folglich in Anspruch genommen werden, um einen Finanzbeitrag für die von Spanien und Portugal eingereichten Anträge bereitzustellen —

Übersetzung bestätigt

Η αίτηση πληροί τις απαιτήσεις που ισχύουν για τον καθορισμό των χρηματοδοτικών συνεισφορών, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1927/2006. Η Επιτροπή προτείνει συνεπώς τη διάθεση ποσού ύψους 3306750 EUR.Der Antrag erfüllt die gemäß Artikel 10 der Verordnung (EG) Nr. 1927/2006 geltenden Voraussetzungen für die Festsetzung des Finanzbeitrags. Die Kommission schlägt daher vor, einen Betrag von 3306750 EUR in Anspruch zu nehmen.

Übersetzung bestätigt

Στις 23 Ιανουαρίου 2009, η Πορτογαλία υπέβαλε αίτηση κινητοποίησης του ΕΤΠ λόγω απολύσεων στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας.Am 23. Januar 2009 stellte Portugal infolge von Entlassungen in der Textilbranche einen Antrag auf Inanspruchnahme des EGF.

Übersetzung bestätigt

Στις 29 Δεκεμβρίου 2008, η Ισπανία υπέβαλε αίτηση κινητοποίησης του ΕΤΠ λόγω απολύσεων στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας.Am 29. Dezember 2008 stellte Spanien infolge von Entlassungen in der Textilbranche einen Antrag auf Inanspruchnahme des EGF.

Übersetzung bestätigt

Η αίτηση πληροί τις απαιτήσεις που ισχύουν για τον καθορισμό των χρηματοδοτικών συνεισφορών, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1927/2006. Η Επιτροπή προτείνει συνεπώς τη διάθεση ποσού ύψους 832800 EUR.Der Antrag erfüllt die gemäß Artikel 10 der Verordnung (EG) Nr. 1927/2006 geltenden Voraussetzungen für die Festsetzung des Finanzbeitrags. Die Kommission schlägt daher vor, einen Betrag von 832800 EUR in Anspruch zu nehmen.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu αίτηση

αίτηση η [étisi] : η ενέργεια με την οποία γνωστοποιούμε εκείνο που θέλουμε να γίνει σ΄ εκείνον από τον οποίο αυτό εξαρτάται: αίτηση για συγγνώμη / βοήθεια. α. επίσημη γραπτή αίτηση σε δημόσια ή σε άλλη υπηρεσία: αίτηση για διορισμό / για μετάθεση / για έκδοση πιστοποιητικού / για χορήγηση άδειας. Έγκριση / απόρριψη της αίτησης. Mε αίτηση του ενδιαφερομένου. || (νομ.): αίτηση για ακύρωση / αναίρεση / εξαίρεση. || το σχετικό έγγραφο: Kόλλα / έντυπο / χαρτόσημο για αίτηση. Σύνταξη / υποβολή της αίτησης. Xάθηκε η αίτησή σου· γι΄ αυτό δεν πήρες απάντηση. β. (εκκλ.) είδος προσευχής.

[λόγ. < αρχ. αἴτη(σις) `αίτημα΄ -ση σημδ. γαλλ. pétition]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback