Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischάβατο Koine-Griechisch ἄβατον, Maskulinum von ἄβατος ἀ- + altgriechisch βαίνω
αβγατίζω mittelgriechisch ἀβγατίζω ἐβγατίζω *ἐβγατ(ός) Koine-Griechisch ἐκβατός «που εκπληρώνεται» (με αντιμετάθεση φθόγγων) altgriechisch ἐκβαίνω[1]
αβεβαιότητα Koine-Griechisch ἀβεβαιότης
αβλεψία Koine-Griechisch ἀβλεψία ἀβλεπτῶ α- + βλέπω. Η αρχική σημασία ήταν «τύφλωση»
αβούλευτος Koine-Griechisch ἀβούλευτος altgriechisch βουλεύομαι, Passiv von βουλεύω βουλή βούλομαι proto-indogermanisch *gʷel-
Αβραάμ Koine-Griechisch Ἀβραάμ hebräisch אברהם (πατέρας πολλών εθνών) όπως μετονομάστηκε ο Αβράμ (אברם) von Θεό (von βιβλίο της Γενέσεως (Κεφάλαιον ιζ'))
αβροχιά Koine-Griechisch ἀβροχία
αγαλλιάζω Koine-Griechisch ἀγαλλιῶ
αγαλλίαση Koine-Griechisch ἀγαλλίασις ἀγαλλιάω / ἀγαλλιῶ altgriechisch ἀγάλλω
αγαλλιώ Koine-Griechisch ἀγαλλιάω-ῶ
αγάλλομαι Koine-Griechisch ἀγάλλομαι
αγαλματοποιία Koine-Griechisch ἀγαλματοποιία ἄγαλμα + -ποιία
αγαμία Koine-Griechisch ἀγαμία
αγαπητός Koine-Griechisch ἀγαπητός
αγγαρεύω Koine-Griechisch ἀγγαρεύω altgriechisch ἄγγαρος persisch akkadisch
αγγελτήριο (λόγια λέξη) Koine-Griechisch ἀγγελτήρ
αγγούρι mittelgriechisch αγγούρι(ν) Koine-Griechisch ἀγγούριον ἄγγουρον arabisch آجُرّ (ʾājurr) aramäisch ???????????????? (*ʾaggor /ʾgwr/) akkadisch ???????????????? (agurru, ukurru) sumerisch al.ùr.(r)a[1]
αγελάδα Koine-Griechisch ή mittelgriechisch ἀγελάς ἀγελαία (που ζει σε αγέλη) βοῦς (βόδι)
αγιάζω Koine-Griechisch ἁγιάζω altgriechisch ἁγίζω
αγιασμός Koine-Griechisch ἁγιασμός ἅγιος
αγιοσύνη Koine-Griechisch ἁγιωσύνη
αγιότητα Koine-Griechisch ἁγιότης ἅγιος
αγκινάρα mittelgriechisch ἀγκινάρα Koine-Griechisch κινάρα altgriechisch κυνάρα
αγκίστρι mittelgriechisch ἀγκίστριν Koine-Griechisch ἀγκίστριον altgriechisch ἄγκιστρον
αγκιστρώνω Koine-Griechisch ἀγκιστρῶ
αγνισμός Koine-Griechisch ἁγνισμός
αγονία Koine-Griechisch ἄγονος
αγόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀγόρευσις altgriechisch ἀγορεύω ἀγορά
αγόρι mittelgriechisch αγόρι(ν) / αγούριν Koine-Griechisch ἄγωρος altgriechisch ἄωρος ἀ- + ὥρα indoeuropäisch (Wurzel) *yōr-ā *yēr / *yeh₁r- (έτος, εποχή)
αγρέλι αγριελιά Koine-Griechisch ἀγριελαία / ἀγριέλαιος
άγρευση Koine-Griechisch ἄγρευσις altgriechisch ἀγρεύω
αγρίλι αγριελιά Koine-Griechisch ἀγριελαία / ἀγριέλαιος
αγριλίδα Koine-Griechisch ἀγριελαία / ἀγριέλαιος
αγριόγατα : άγριος + γάτα Koine-Griechisch ἀγριοκάττα
αγριορίγανη Koine-Griechisch ἀγριορίγανος (Maskulinum)[1] altgriechisch } ἀγριο- + ὀρίγανος (Femininum) / ὀρίγανον (Neutrum) [• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
αγριοσυκιά Koine-Griechisch ἀγριοσυκῆ + -ιά ἄγριος + συκῆ
αγριόχοιρος Koine-Griechisch ἀγριόχοιρος αγριο- (άγριος) + χοίρος
αγροικία Koine-Griechisch ἀγροικία ἀγρός + οἰκία
αγροκήπιο Koine-Griechisch ἀγρός + κήπος + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
αγωνοθεσία Koine-Griechisch ἀγωνοθεσία altgriechisch ἀγωνοθέτης
αδελφοποίηση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀδελφοποίη(σις) + -ση[1]
άδενδρος : α- στερητικό + δέντρο Koine-Griechisch ἄδενδρος
αδέξιος Koine-Griechisch ἀδέξιος ἀ- + δεξιός
αδημονία Koine-Griechisch ἀδημονία altgriechisch ἀδημονῶ ἀδήμων
αδιακρισία Koine-Griechisch ἀδιακρισία
αδιακρίτως (λόγιο) Koine-Griechisch ἀδιακρίτως ἀδιάκριτος (που δεν διακρίνεται).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αδιάκριτος (στη σημασία: που δεν μπορείς να τον ξεχωρίσεις) + -ως. siehe auchν ετυμολογία του αδιάκριτα.
αδιάλυτα αδιάλυτος + -α Koine-Griechisch ἀδιάλυτος ἀ- + διά + λύω
αδιασκέδαστος Koine-Griechisch ἀδιασκέδαστος
αδιαφορώ Koine-Griechisch ἀδιαφορῶ ἀ- (α-) + διά (δια-) + φορ- φέρω
άδοτος (λόγιο) Koine-Griechisch ἄδοτος[1] ἀ- στερητικό + δοτός (παραχωρημένος). Συγχρονικά αναλύεται σε (α-) ά- στερητικό + δοτός
αδούλωτος Koine-Griechisch ἀδούλωτος ἀ- στερητικό + δουλόω, ῶ +κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
αδράνεια Koine-Griechisch ἀδράνεια altgriechisch ἀδρανής
αδράχνω mittelgriechisch δράχνω με ανάπτυξη προτακτικού α- Koine-Griechisch δράσσω με βάση το συνοπτικό θέμα δραξ-[1] altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ
αδράχτι mittelgriechisch αδράχτι Koine-Griechisch ἀδράκτιον, υποκοριστικό του ἄδρακτος altgriechisch ἄτρακτος
αεροθερμαντήρας αερο- + θερμαντήρας ( Koine-Griechisch θερμαντήρ altgriechisch θερμαντός θερμαίνω θερμός ( θέρω) proto-indogermanisch *gʷʰer-mo-[1] *gʷʰer-: θερμός, ζεστός) (Lehnübersetzung) englisch air heater
αθανατίζω Koine-Griechisch ἀθανατίζω
αθάσι mittelgriechisch αθάσι α- (προθεματικό) + Koine-Griechisch θάσιον, Maskulinum von θάσιος Θάσος (von αρχαίο ελληνικό «θάσια κάρυα»[1][2] - αμύγδαλα Θάσου)
αθέατος Koine-Griechisch ἀθέατος
αθεΐα Koine-Griechisch ἀθεΐα ἄθεος ἀ- + altgriechisch θεός
αθέτηση Koine-Griechisch ἀθέτησις
αθετώ Koine-Griechisch ἀθετέω, -ῶ ἄθετος
αθήρωμα Koine-Griechisch ἀθήρωμα ἀθήρα / ἀθήρη altgriechisch ἀθάρη ((Lehnbedeutung) neulateinisch atheroma (ίδια σημασία) lateinisch atheroma Koine-Griechisch ἀθήρωμα)
αθιβολή mittelgriechisch ἀθιβολή Koine-Griechisch ἀμφιβολή altgriechisch ἀμφιβάλλω ἀμφί + βάλλω
αθιβόλι mittelgriechisch ἀνθοβόλιν Koine-Griechisch ἀντίβολον altgriechisch ἀντιβάλλω βάλλω
αθίγγανος Koine-Griechisch ἀθίγγανος (που δεν ακουμπά) ἀ- + altgriechisch θιγγάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeyǵʰ- (ζυμώνω, δίνω μορφή)
άθληση Koine-Griechisch ἄθλησις altgriechisch ἀθλέω / ἀθλῶ ἆθλον
αθλοθεσία Koine-Griechisch ἀθλοθεσία ἆθλον + τίθημι
αίγαγρος (λόγιο) Koine-Griechisch αἴγαγρος, → siehe: αίγα και αγρός
αιγιαλίτιδα Koine-Griechisch αἰγιαλῖτις, Femininum von αἰγιαλίτης
αιγοβοσκός Koine-Griechisch αἰγοβοσκός αίγα + βοσκός
αιδεσιμότατος (λόγιο) Koine-Griechisch αἰδεσιμότατος, υπερθετικός βαθμός του αἰδέσιμος (σεβαστός)[1]
αιδημοσύνη Koine-Griechisch αἰδημοσύνη altgriechisch αἰδήμων αἰδώς
αιθεροβατώ Koine-Griechisch αἰθεροβατῶ αἰθήρ + βαίνω
αιμοδιψία αιμοδιψής + -ία Koine-Griechisch αἱμόδιψος altgriechisch αἷμα + δίψα
αιμομειξία Koine-Griechisch αἱμομιξία
αιμομιξία Koine-Griechisch αἱμομιξία
αιμόσταση (entlehnt aus) französisch hémostase Koine-Griechisch αἱμόστασις
αιμόφυρτος Koine-Griechisch αἱμόφυρτος αἷμα + φύρω + -τος
αιρεσιάρχης Koine-Griechisch αἱρεσιάρχης αἵρεσις + -άρχης
αισχρολόγος Koine-Griechisch αἰσχρολόγος
αιτιατική (λόγιο) Koine-Griechisch αἰτιατική (εννοείται πτῶσις) substantiviertes Femininum des Adjektivs: αἰτιατικός[1] αἰτιατόν[2] θεωρώντας το αντικείμενο της πράξης που αποδίδεται σε ένα ρήμα ως «αίτιο»
αιχμαλωσία Koine-Griechisch αἰχμαλωσία altgriechisch αἰχμάλωτος
αιχμαλωτίζω Koine-Griechisch αἰχμαλωτίζω αἰχμάλωτος
αιωνιότητα Koine-Griechischαἰωνιότης
ακάθεκτος Koine-Griechisch ἀκάθεκτος ἀ- στερητικό + κατέχω (συγκρατώ)
ακαινοτόμητος Koine-Griechisch ἀκαινοτόμητος altgriechisch καινοτομέω / καινοτομῶ καινοτόμος καινός + τέμνω
άκανθος (λόγιο) Koine-Griechisch ἡ ἄκανθος altgriechisch ὁ ἄκανθος (αγκαθωτό φυτό που το μιμείται το κιονόκρανο).[1] siehe auch αγκάθι
ακατάκριτος Koine-Griechisch ἀκατάκριτος altgriechisch κατακρίνω
ακατάληπτος Koine-Griechisch ἀκατάληπτος (ίδια σημασία) altgriechisch τζουναφαληπτος ἀ- + καταληπτός καταλαμβάνω κατά + λαμβάνω
ακαταλληλότητα Koine-Griechisch ἀκαταλληλότης
ακατάλυτα ακατάλυτος + -α Koine-Griechisch ἀκατάλυτος ἀ- + κατά + λύω
ακατάλυτος Koine-Griechisch ἀκατάλυτος ἀ- στερητικό + καταλύω + -τος
ακαταμάχητος Koine-Griechisch ἀκαταμάχητος
ακατάπαυστος Koine-Griechisch ἀ- στερητικό + καταπαύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
ακαταστασία Koine-Griechisch ἀκαταστασία
ακατηγόρητος Koine-Griechisch ἀκατηγόρητος ἀ- στερητικό + κατηγορέω + -τος
ακεραιότητα Koine-Griechisch ἀκεραιότης altgriechisch ἀκέραιος
ακλόνητος Koine-Griechisch ἀκλόνητος ἀ- στερητικό + κλονέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
ακουμπώ mittelgriechisch ἀκουμπῶ ἀκουμβίζω / ἀκουμπίζω Koine-Griechisch ἀκουμβίζω lateinisch accumbo [1] (= κατακλίνομαι) accubo ad + cubo proto-italienisch *kubāō proto-indogermanisch *ḱewb-
ακριβοδίκαια ἀκριβοδικαίως in Katharevousa von Maskulinum von ἀκριβοδίκαιος + την επιρρηματική κατάληξη -ως altgriechisch ή Koine-Griechisch ἀκριβοδίκαιος
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.