Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischακροβάτης Koine-Griechisch ἀκροβάτης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ακρο- + -βάτης.
ακροβυστία Koine-Griechisch ἀκροβυστία
ακρολοφία> (λόγιο) Koine-Griechisch ἀκρολοφία ἀκρόλοφος
ακροστιχίδα Koine-Griechisch ἀκροστιχίς ἄκρος + στίχος
ακταιωρός altgriechisch ἀκτωρίς ναῦς, mittelgriechisch ἀκταίωρος, Koine-Griechisch ἀκτωρός (φρουρός ακτών), ἀκρωρόν πλοίον
ακτίνα Koine-Griechisch ἀκτῖνα altgriechisch ἀκτίς μέσω της αιτιατικής ἀκτῖνα
ακτινοβολώ Koine-Griechisch ἀκτινοβολῶ, συνηρημένου τύπου του ἀκτινοβολέω. Συγχρονικά αναλύεται σε ακτινο- + -βολώ.[1]
ακυβέρνητος Koine-Griechisch ἀκυβέρνητος α- (στερητικό) + -κυβερνη- ( κυβερνώ) + -τος
ακυρότητα Koine-Griechisch ἀκυρότης
αλάβαστρο Koine-Griechisch ἀλάβαστρον altgriechisch ἀλάβαστρος, ἀλάβαστος ( > αλάβαστρος)
αλάτι mittelgriechisch αλάτι Koine-Griechisch ἁλάτιον altgriechisch ἅλας ἅλς proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)
αλέθω mittelgriechisch ἀλέθω Koine-Griechisch ἀλήθω
αλεξήνεμο Maskulinum von αλεξήνεμος Koine-Griechisch ἀλεξήνεμος ἀλέξω + ἄνεμος
αλίευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἁλίευσις ἁλιεύω + -σις
αλκυονίδα Koine-Griechisch ἀλκυονίς ἀλκυών
άλλαγμα Koine-Griechisch ἄλλαγμα
αλλαντοποιός Koine-Griechisch ἀλλαντοποιός αλλαντικά + -ποιός
αλληλεγγύη Koine-Griechisch ἀλληλεγγύη ἀλληλ- + ἐγγύη
αλληλέγγυο mittelgriechisch ἀλληλέγγυον Koine-Griechisch ἀλληλέγγυος
αλληλούια Koine-Griechisch ἀλληλούϊα hebräisch הללויה (hal'lúyah) הללו (hal'lú, υμνώ) + יה (yah, Ιεχωβά)
αλλόδοξος Koine-Griechisch ἀλλόδοξος (που έχει άλλη γνώμη ή άποψη)
αλλόθρησκος Koine-Griechisch ἀλλόθρησκος
αλλοτρίωση Koine-Griechisch ἀλλοτρίωσις "απώθηση, απώλεια" ἀλλοτριῶ. Κοινωνιολογική σημασία: (Lehnbedeutung) englisch alienation. [1]
αλλόφρων Koine-Griechisch ἀλλόφρων
άλογο Koine-Griechisch ἄλογον substantiviertes Neutrum des Adjektivs: ἄλογος (altgriechisch ἄλογος), από στρατιωτική ορολογία, σε αντιδιαστολή προς το ανθρώπινο τμήμα του στρατού, τους άνδρες, που είχαν λογική ή λόγο, δηλ. διέθεταν ομιλία
αλόη Koine-Griechisch ἀλόη
αλυτρωτισμός αλύτρωτος + -ισμός Koine-Griechisch ἀλύτρωτος ἀ- + altgriechisch λυτρόω / λυτρῶ λύτρον λύω proto-indogermanisch *lewH- ((Lehnübersetzung) italienisch irredentismo)
αλφαβητάριο mittelgriechisch αλφαβητάριν / αλφαβητάριον Koine-Griechisch ἀλφάβητος
αλφάβητο mittelgriechisch ἀλφάβητον Koine-Griechisch ἀλφάβητος altgriechisch ἄλφα + βῆτα
αλχημεία französisch alchimie mittellateinisch alchemia arabisch ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) Koine-Griechisch χυμεία altgriechisch χῦμα χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)
αλώβητα αλώβητος + -α Koine-Griechisch ἀλώβητος
αλώνι mittelgriechisch αλώνι(ν) Koine-Griechisch ἁλώνιον, υποκοριστικό του ἅλως
αλωπεκία Koine-Griechisch ἀλωπεκία altgriechisch ἀλωπεκίαι ἀλώπηξ
αμάραντος Koine-Griechisch ἀμάραντος ἀ- + μαραίνω
άμβλωμα Koine-Griechisch ἄμβλωμα altgriechisch ἀμβλύς
Αμβρόσιος Koine-Griechisch Ἀμβρόσιος lateinisch Ambrosius altgriechisch ἀμβρόσιος ἄμβροτος ἀ- + βροτός indoeuropäisch (Wurzel) *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- *mer- (πεθαίνω)
άμβωνας Koine-Griechisch ἄμβων
αμελητί Koine-Griechisch ἀμελητί ἀμέλητος ἀ- + μέλω
αμελλητί Koine-Griechisch ἀμελλητί ἀμέλλητος ἀ- (στερητικό) + altgriechisch μέλλω
αμεταδοσία Koine-Griechisch ἀμεταδοσία altgriechisch μεταδίδωμι
αμετάθετος Koine-Griechisch ἀμετάθετος
αμετροέπεια Koine-Griechisch ἀμετροεπία altgriechisch ἀμετροεπής ἄμετρος + ἔπος
αμήν Koine-Griechisch ἀμήν αρχαία εβραϊκά אמן
αμίλητος Koine-Griechisch ἀμίλητος
αμνάδα Koine-Griechisch ἀμνάς
αμνησία Koine-Griechisch ἀμνησία
αμόνι mittelgriechisch αμόνι(ν) Koine-Griechisch ἀκμόνιον altgriechisch ἄκμων
αμπελουργία Koine-Griechisch ἀμπελουργία ἀμπελουργός
αμπολή Koine-Griechisch ἐμβολή
αμυγδαλέλαιο Koine-Griechisch ἀμυγδαλέλαιον
άμυλο Koine-Griechisch ἄμυλον altgriechisch ἄμυλος ἀ- (στερητικό) + μύλη
αμύνομαι Koine-Griechisch ἀμύνομαι altgriechisch ἀμύνω
αμφιβληστροειδής Koine-Griechisch ἀμφιβληστροειδής (όμοιος με δίχτυ) ἀμφίβληστρον + -ειδής. Πρόθημα αμφι-
αμφίβραχυς Koine-Griechisch ἀμφίβραχυς
αμφίεση Koine-Griechisch ἀμφίεσις ἀμφιέννυμι ἀμφί + ἔννυμι
άμφιο Koine-Griechisch ἄμφιον altgriechisch ἀμφίον ἀμφιέννυμι
αμφιταλαντεύομαι Koine-Griechisch ἀμφιταλαντεύω ((Lehnbedeutung) französisch vaciller)
αναβάθρα Koine-Griechisch ἀναβάθρα ἀνά + βάθρα βαίνω
αναβαπτίζω Koine-Griechisch ἀναβαπτίζω (βουλιάζω) ἀνά + βαπτίζω (βυθίζω)
αναβάπτιση Koine-Griechisch ἀναβάπτισις
αναβάπτισμα Koine-Griechisch ἀναβάπτισμα
αναβαπτισμός Koine-Griechisch ἀναβαπτισμός
αναβίβαση (Katharevousa) ἀναβίβασις mittelgriechisch ἀναβίβασις Koine-Griechisch ἀναβιβασμός
αναβιβασμός Koine-Griechisch ἀναβιβασμός altgriechisch ἀναβιβάζω ἀνά + βιβάζω
αναβίωση Koine-Griechisch ἀναβίωσις
αναβλάστηση Koine-Griechisch ἀναβλάστησις
αναβρασμός Koine-Griechisch ἀναβρασμός altgriechisch ἀναβράσσω ἀνά + βράσσω
αναγάλλια mittelgriechisch ἀναγαλλιά ἀναγαλλιῶ Koine-Griechisch ἀγαλλιάω / ἀγαλλιῶ altgriechisch ἀγάλλω
αναγαλλιάζω ανα- + αγαλλιάζω Koine-Griechisch ἀγαλλιῶ altgriechisch ἀγάλλω
αναγγελία Koine-Griechisch ἀναγγελία altgriechisch ἀναγγέλλω ἀγγέλλω
αναγεννώ Koine-Griechisch ἀναγεννάω / ἀναγεννῶ altgriechisch γεννάω / γεννῶ
αναγνωστήριο Koine-Griechisch ἀναγνωστήριον altgriechisch ἀναγιγνώσκω γιγνώσκω indoeuropäisch (Wurzel) *ǵneh₃-
αναγνώστης Koine-Griechisch ἀναγνώστης altgriechisch γιγνώσκω proto-indogermanisch *ǵneh₃-
ανάγραμμα (entlehnt aus) lateinisch anagramma Koine-Griechisch ἀναγραμματισμός
αναγραμματισμός Koine-Griechisch ἀναγραμματισμός
ανάδειξη Koine-Griechisch ἀνάδειξις altgriechisch ἀναδείκνυμι δείκνυμι indoeuropäisch (Wurzel) *deyḱ-
αναδεύω Koine-Griechisch ἀναδεύω[1] ἀνά (ανα-) + δεύω (υγραίνω, αναμειγνύω), αγνώστου ετύμου[2]
ανάδομα Koine-Griechisch ἀνάδομα altgriechisch ἀναδίδωμι δίδωμι indoeuropäisch (Wurzel) *dédeh₃- *deh₃- (δίνω)
αναδομώ αναδόμηση + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός) ανα- + δόμηση Koine-Griechisch δόμησις δέμω indoeuropäisch (Wurzel) *demh₂- (χτίζω)
αναδοχή Koine-Griechisch ἀναδοχή altgriechisch ἀναδέχομαι δέχομαι ((Lehnbedeutung) französisch acceptation)
ανάδοχος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀνάδοχος ἀνάδέχομαι (αναλαμβάνω, δέχομαι). Συγχρονικά αναλύεται σε ανά- + -δοχος
ανάδρομος Koine-Griechisch ἀνάδρομος
αναζωογόνηση (Lehnübersetzung) französisch réanimation, Katharevousa ἀναζωογόνη(σις) + -ση[1] Koine-Griechisch ἀναζωογονῶ
αναζωπύρωση Koine-Griechisch ἀναζωπύρωσις
αναθάρρηση Koine-Griechisch ἀναθαρρέω
ανάθεμα Koine-Griechisch ἀνάθεμα
αναθέρμανση Koine-Griechisch ἀναθέρμανσις
ανάθεση Koine-Griechisch ἀνάθεσις altgriechisch ἀνατίθημι
αναθεώρηση μεταγενέστερη Koine-Griechisch ἀναθεώρησις Koine-Griechisch ἀναθεωρέω - ἀναθεωρῶ
αναθεωρώ μεταγενέστερη Koine-Griechisch ἀναθεωρῶ altgriechisch ἀνά + θεωρέω-θεωρῶ
ανακαινίζω Koine-Griechisch ἀνακαινίζω altgriechisch καινίζω καινός
ανακαίνιση Koine-Griechisch ἀνακαίνισις ἀνά και καινός (ο καινούργιος)
ανακεφαλαίωση Koine-Griechisch ἀνακεφαλαίωσις altgriechisch ἀνακεφαλαιόομαι / ἀνακεφαλαιοῦμαι κεφαλή
ανακήρυξη Koine-Griechisch ἀνακήρυξις
ανάκλιντρο Koine-Griechisch ἀνάκλιντρον altgriechisch ἀνακλίνω ἀνά + κλίνω
ανακολουθία Koine-Griechisch ἀνακολουθία Koine-Griechisch ἀνακόλουθος
ανακύκλωση Koine-Griechisch ἀνακύκλωσις ἀνά + κύκλος ((Lehnbedeutung) (αγγλικά) recycling)
αναλήθεια Koine-Griechisch ἀναληθής α στερητικό και ἀληθής
ανάλημμα Koine-Griechisch ἀνάλημμα altgriechisch ἀναλαμβάνω λαμβάνω
αναμεταξύ ἀναμεταξύ in Katharevousa και mittelgriechisch και Koine-Griechisch altgriechisch ἀνά και μεταξύ (μετά + ξύν)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.