αλώνι mittelgriechisch αλώνι(ν) Koine-Griechisch ἁλώνιον, υποκοριστικό του ἅλως
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
αλωνίζω |
αλωνιστικός -ή -ό |
αλώνι το [alóni] : 1α.επίπεδος και συνήθ. κυκλικός χώρος που χρησιμοποιούνταν για το αλώνισμα των σιτηρών: Tο αλώνι με τις θημωνιές. Στάχυα απλωμένα στο αλώνι. Tα μαρμαρένια* αλώνια. Είναι κτ. (σαν) αλώνι, είναι πολύ μεγάλο. αλώνι είναι το δωμάτιο. ΦΡ χέστηκε η φοράδα* στ΄ αλώνι. || (επέκτ.) για το χώρο στον οποίο ξηραίνουν τη σταφίδα: Σταφίδα απλωμένη στο αλώνι. β. (λαϊκότρ.) το αλώνι με τη θημωνιά ή τα απλωμένα στάχυα καθώς και το αλώνισμα: Φυλάει το αλώνι. Άρχισαν τα αλώνια. Έχουμε αλώνι σήμερα. ΦΡ τα έκανε αλώνι, τα σκόρπισε. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.