Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



περισσότερο

περισσότερο Koine-Griechisch περισσότεροv (επίρρημα) Maskulinum von επιθέτου περισσότερος, συγκριτικού βαθμού του περισσός


σχόλιο

σχόλιο Koine-Griechisch σχόλιον


διανυκτέρευση

διανυκτέρευση (λόγιο) Koine-Griechisch διανυκτέρευ(σις) + -ση altgriechisch διανυκτερεύω διά (δια-) + νυκτερεύω νύκτερος νύξ


σπίτι

σπίτι mittelgriechisch σπίτιν ὁσπίτιν Koine-Griechisch ὁσπίτιον lateinisch hospitium hospes


καλάθι

καλάθι mittelgriechisch καλάθι Koine-Griechisch καλάθιον altgriechisch κάλαθος (πβ. λατινικά: clathratus)


μετάξι

μετάξι Koine-Griechisch μετάξιον, υποκοριστικό του μέταξα


όπιο

όπιο Koine-Griechisch ὄπιον altgriechisch ὀπός


αφού

αφού Koine-Griechisch ἀφοῦ altgriechisch ἀφ' οὗ (χρόνου)


διαφήμιση

διαφήμιση διαφημίζω διαφημι- ( Koine-Griechisch διαφημίζω) + -ση, (Lehnübersetzung) französisch réclame Wort verwendet ab 1887


σειρά

σειρά Koine-Griechisch


σχολείο

σχολείο Koine-Griechisch σχολεῖον altgriechisch σχολή proto-indogermanisch *seǵhe- / *sǵhē- (συγγενές με το altgriechisch ἔχω)


πάλι

πάλι Koine-Griechisch πάλι altgriechisch πάλιν


εφημερίδα

εφημερίδα αιτιατική -ίδα von Koine-Griechisch ἐφημερίς (στρατιωτικό ημερολόγιο, λογιστικό βιβλίο) ἐπί + ἡμέρα, (Lehnbedeutung) französisch journal[1]


επιλογή

επιλογή Koine-Griechisch ἐπιλογή


ταξίδι

ταξίδι mittelgriechisch ταξίδιον Koine-Griechisch ταξείδιον (=εκστρατεία) altgriechisch τάξις + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον[1]


υγειά

υγειά mittelgriechisch *υγειά Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγίεια


λειτουργιά

λειτουργιά Koine-Griechisch λειτουργία altgriechisch λειτουργός λήϊτον ( λαός) + ἔργον


απέναντι

απέναντι Koine-Griechisch ἀπέναντι ἀπό + ἔναντι


παραγωγή

παραγωγή Koine-Griechisch παραγωγή altgriechisch παράγω παρά + ἄγω ((Lehnbedeutung) französisch production)


αχυρώνας

αχυρώνας Koine-Griechisch ἀχυρών


δουλειά

δουλειά mittelgriechisch δουλειά Koine-Griechisch δουλεία altgriechisch δουλεία δουλεύω δοῦλος


δημοσίευση

δημοσίευση (λόγιο) Koine-Griechisch δημοσίευ(σις) + -ση, (Lehnübersetzung) französisch publication[1]


ευχαριστώ

ευχαριστώ Koine-Griechisch εὐχαριστέω / εὐχαριστῶ altgriechisch εὐχάριστος εὖ + χάρις


πολιτισμός

πολιτισμός Koine-Griechisch πολιτισμός altgriechisch πολίτης + -ισμός ((Lehnbedeutung) französisch civilisation)


προσπάθεια

προσπάθεια Koine-Griechisch προσπάθεια προσπαθής πρός + altgriechisch πάθος πάσχω


συμμετοχή

συμμετοχή Koine-Griechisch συμμετοχή altgriechisch συμμετέχω σύν + μετέχω μετά + ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ- ((Lehnbedeutung) französisch participation)


Αύγουστος

Αύγουστος Koine-Griechisch Αὔγουστος lateinisch Augustus augustus (σεβαστός) augeo proto-italienisch *augeō proto-indogermanisch *h₂owg-éye-ti *h₂ewg- (αυξάνω)


συμβούλιο

συμβούλιο Koine-Griechisch συμβούλιον altgriechisch συμβουλή / συμβουλία σύν + βουλή βούλομαι ((Lehnbedeutung) französisch conseil)


νερό

νερό mittelgriechisch νερό(ν) με χαμήλωση του /i/ σε /e/ δίπλα σε υγρό[1] Koine-Griechisch νηρόν (νηρόν ὕδωρ: φρέσκο νερό) νηρός altgriechisch νεαρός νέος proto-indogermanisch *néwos (νέος) *nu (τώρα)


διασκέδαση

διασκέδαση Koine-Griechisch διασκέδασις (1. (Lehnübersetzung) französisch divertissement)


νοσοκομείο

νοσοκομείο Koine-Griechisch νοσοκομεῖον νοσοκόμος altgriechisch νόσος + κομέω


υποστήριξη

υποστήριξη Katharevousa υποστήριξις υποστηρίζω + -σις/-ση Koine-Griechisch ὑποστηρίζω altgriechisch στηρίζω


έναρξη

έναρξη Koine-Griechisch ἔναρξ(ις) + -ση


μετάφραση

μετάφραση Koine-Griechisch μετάφρασις μεταφράζω μετά + φράζω


περιστέρι

περιστέρι mittelgriechisch περιστέριν Koine-Griechisch περιστέριον, υποκοριστικό για την altgriechisch περιστερά[1]


κείμενο

κείμενο Koine-Griechisch κείμενον altgriechisch κεῖμαι proto-indogermanisch *ḱey- (κείμαι)


δίπλα

δίπλα διπλά διπλός Koine-Griechisch διπλός altgriechisch διπλόος / διπλοῦς δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ (δύο)


έγγραφο

έγγραφο Koine-Griechisch έγγραφο Maskulinum von επιθέτου έγγραφος ως ουσ.


μετανάστευση

μετανάστευση mittelgriechisch μετανάστευσις Koine-Griechisch μεταναστεύω


Άννα

Άννα Koine-Griechisch Ἄννα hebräisch חנה (“Hannah”: χάρη, ευγένεια)


φέτος

φέτος mittelgriechisch φέτος Koine-Griechisch ἐφέτος ἐπ’ ἔτος (το φ κατ’ αναλογία προς το ἐφ’ ἡμέραν· → siehe: μεθαύριο)


βιβλιοθήκη

βιβλιοθήκη Koine-Griechisch βιβλιοθήκη / βυβλιοθήκη altgriechisch βιβλίον / βυβλίον + θήκη ( τίθημι)


ταμείο

ταμείο Koine-Griechisch ταμεῖον altgriechisch ταμιεῖον τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (κόβω)


καλοκαίρι

καλοκαίρι mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός (πβ. Koine-Griechisch καλόκαιρος)


ένταξη

ένταξη Koine-Griechisch ἔνταξις altgriechisch ἐντάσσω ἐν + τάσσω


οργάνωση

οργάνωση Koine-Griechisch ὀργάνωσις ((Lehnbedeutung) französisch organisation)


πληροφορία

πληροφορία Koine-Griechisch πληροφορία altgriechisch πλήρης + φέρω


λεξικό

λεξικό Koine-Griechisch λεξικόν (εννοείται βιβλίον), substantiviertes Neutrum des Adjektivs: λεξικός altgriechisch λέξις λέγω (Lehnbedeutung) französisch dictionnaire[1]


εθνικός

εθνικός Koine-Griechisch ἐθνικός


ευθύνη

ευθύνη Koine-Griechisch εὐθύνη altgriechisch εὔθυνα (Genitiv: εὐθύνης) ((Lehnbedeutung) französisch responsabilité)


φαρμακείο

φαρμακείο (entlehnt aus) französisch pharmacie spätlateinisch pharmacia Koine-Griechisch φαρμακία altgriechisch φαρμακεία φάρμακον proto-griechisch *pʰármakon


λεφτά

λεφτά λεπτά Koine-Griechisch λεπτόν altgriechisch λεπτός


επίδομα

επίδομα Koine-Griechisch ἐπίδομα ἐπί + δόμα δίδωμι


μυαλό

μυαλό mittelgriechisch μυαλόν μυαλός Koine-Griechisch μυαλός altgriechisch Βλακας


ρολόι

ρολόι ρολόγι Koine-Griechisch ὡρολόγιον


λιμάνι

λιμάνι türkisch liman mittelgriechisch λιμένι(ν) (αντιδάνειο) Koine-Griechisch λιμένιον altgriechisch λιμήν


δυναμικό

δυναμικό Maskulinum von δυναμικός Koine-Griechisch δυναμικός altgriechisch δύναμις δύναμαι ((Lehnübersetzung) französisch potentiel)


ενίσχυση

ενίσχυση Koine-Griechisch ἐνίσχυσις altgriechisch ἐνισχύω ἐν + ἰσχύω ἰσχύς


γεια

γεια mittelgriechisch γεια Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγιεία ὑγιής


απόγευμα

απόγευμα mittelgriechisch ἀπόγευμα (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἀπόγευμα altgriechisch ἀπογεύω ἀπό + γεύω


παράθεση

παράθεση Koine-Griechisch παράθεσις altgriechisch παρατίθημι παρά + τίθημι (5. (Lehnbedeutung) französisch apposition)


κατοικία

κατοικία Koine-Griechisch κατοικία altgriechisch κατοικία (τρόπος διαμονής)


απόψε

απόψε mittelgriechisch απόψε Koine-Griechisch ἀποψέ ἀπ’ ὀψέ


γραμματεία

γραμματεία Koine-Griechisch γραμματεία γραμματεύω


προκήρυξη

προκήρυξη Koine-Griechisch προκήρυξις altgriechisch προκηρύσσω / προκηρύττω κηρύσσω / κηρύττω


συμπεριφορά

συμπεριφορά Koine-Griechisch συμπεριφορά συμπεριφέρω σύν + περιφέρω περί + φέρω


στομάχι

στομάχι Koine-Griechisch στομάχιον altgriechisch στόμαχος στόμα proto-indogermanisch *stomn̥ / *stomen- (στόμα)


διαγωνισμός

διαγωνισμός Koine-Griechisch διαγωνισμός altgriechisch διαγωνίζομαι διά + ἀγωνίζομαι ἀγών ἄγω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eǵ- (ἄγω)


ψάρεμα

ψάρεμα mittelgriechisch ψάρεμα ψάρευμα ψαρεύω + -μα Koine-Griechisch ὀψάριον


απασχόληση

απασχόληση Koine-Griechisch ἀπασχόλησις ἀπασχολέω ἀπό + altgriechisch ἀσχολέω ἀ- + σχολή indoeuropäisch (Wurzel) *seǵhe- / *sǵhē- (κρατώ, έχω, κατέχω)


παΐδι

παΐδι Koine-Griechisch παγίδιον


υποστατικό

υποστατικό Koine-Griechisch ὑποστατικόν


καταγγελία

καταγγελία Koine-Griechisch καταγγελία altgriechisch καταγγέλλω


εφόσον

εφόσον Koine-Griechisch, ἐφ' ὅσον


προτού

προτού mittelgriechisch πρὸ τοῦ (+ οριστική) Koine-Griechisch πρὸ τοῦ (+ απαρέμφατο)


ταβέρνα

ταβέρνα Koine-Griechisch lateinisch taberna


προσπαθώ

προσπαθώ Koine-Griechisch προσπαθέω / προσπαθῶ προσπαθής πρός + altgriechisch πάθος πάσχω


αγόρι

αγόρι mittelgriechisch αγόρι(ν) / αγούριν Koine-Griechisch ἄγωρος altgriechisch ἄωρος ἀ- + ὥρα indoeuropäisch (Wurzel) *yōr-ā *yēr / *yeh₁r- (έτος, εποχή)


εξυπηρέτηση

εξυπηρέτηση Koine-Griechisch ἐξυπηρέτησις


προετοιμασία

προετοιμασία Koine-Griechisch προετοιμασία


κυνήγι

κυνήγι mittelgriechisch κυνήγι(ν) Koine-Griechisch κυνήγιον altgriechisch κυνηγέσιον κυνηγός κύων + ἄγω


μεσημέρι

μεσημέρι mittelgriechisch μεσημέρι(ν) Koine-Griechisch μεσημέριον, Maskulinum von μεσημέριος altgriechisch μέσος + ἡμέρα


καταγραφή

καταγραφή Koine-Griechisch καταγραφή altgriechisch καταγράφω κατά + γράφω


έξοδο

έξοδο mittelgriechisch ξοδεύω Koine-Griechisch ἐξοδεύω ἔξοδος


διευθυντής

διευθυντής (λόγιο) Koine-Griechisch διευθυντής (λογιστής, ελεγκτής), (Lehnbedeutung) französisch directeur[1] διευθύνω διά (δι-) + altgriechisch εὐθύνω εὐθύς


απευθείας

απευθείας Koine-Griechisch ἀπ΄ εὐθείας


κανάλι

κανάλι mittelgriechisch κανάλι(ν) Koine-Griechisch κανάλιον lateinisch canalis canna altgriechisch κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο)


κατάργηση

κατάργηση Koine-Griechisch κατάργησις altgriechisch καταργέω / καταργῶ ἀργέω / ἀργῶ ἀργός ἀεργός ἀ- +‎ ἔργον proto-griechisch *wérgon indoeuropäisch (Wurzel) *wérǵom *werǵ-


ευαγγέλιο

ευαγγέλιο Koine-Griechisch εὐαγγέλιον εύ = άγγελος + -ιον


διάβολος

διάβολος Koine-Griechisch διάβολος (αρχαία σημασία: συκοφάντης). διά- + βολ-(ή) (βάλλω) + -ος


πληροφορώ

πληροφορώ Koine-Griechisch πληροφορέω / πληροφορῶ altgriechisch πλήρης + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch renseigner)


συσκευή

συσκευή Koine-Griechisch συσκευή σύν + σκευή ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) appareil)


δομή

δομή Koine-Griechisch δομή (κτίσμα) - η αρχαία σημασία διατηρείται σήμερα στα σύνθετα


αλληλεγγύη

αλληλεγγύη Koine-Griechisch ἀλληλεγγύη ἀλληλ- + ἐγγύη


ηγεσία

ηγεσία Koine-Griechisch ἡγεσία ἡγέομαι/ἡγοῦμαι indoeuropäisch (Wurzel) *seh₂g-


συνέλευση

συνέλευση (λόγιο) Koine-Griechisch συνέλευ(σις) συνέρχομαι (σύν + ἐλεύσομαι, μέλλοντας του ἔρχομαι) + -ση. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + έλευση


δυναμική

δυναμική (entlehnt aus) französisch dynamique Koine-Griechisch δυναμική, Femininum von δυναμικός altgriechisch δύναμις δύναμαι proto-indogermanisch *dewh₂-


βροχή

βροχή Koine-Griechisch βροχή βρέχω


σωματείο

σωματείο Koine-Griechisch σωματεῖον


συντήρηση

συντήρηση (λόγιο) Koine-Griechisch συντήρη(σις) + -ση.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + τήρηση (τηρώ)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback