Griechische Wörter mit Koine-Griechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αναμηρυκάζω

αναμηρυκάζω ανα- + μηρυκάζω (πρβ. Koine-Griechisch ἀναμηρυκάομαι / ἀναμηρυκῶμαι)


άναμμα

άναμμα Koine-Griechisch ἄναμμα altgriechisch ἀνάπτω ἅπτω indoeuropäisch (Wurzel) *ap- (αγγίζω)


αναμόχλευση

αναμόχλευση Koine-Griechisch ἀναμόχλευσις ἀναμοχλεύω ἀνά + μοχλός


αναξέω

αναξέω Koine-Griechisch ἀναξέω


αναπαυτικός

αναπαυτικός Koine-Griechisch ἀναπαυτικός


αναπέμπω

αναπέμπω Koine-Griechisch ἀναπέμπω altgriechisch ἀνά + πέμπω


ανάπλευση

ανάπλευση Koine-Griechisch ἀνάπλευσις altgriechisch ἀνάπλευσις (=σπάσιμο οστού)


αναπόδραστα

αναπόδραστα αναπόδραστος Koine-Griechisch ἀναπόδραστος


αναπόληση

αναπόληση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀναπόλησις altgriechisch ἀναπολέω / ἀναπολῶ ἀνά + πολέω πέλω


αναπομπή

αναπομπή Koine-Griechisch ἀναπομπή altgriechisch ἀνά + πέμπω


άναρθρος

άναρθρος Koine-Griechisch ἄναρθρος


αναρρυθμίζω

αναρρυθμίζω Koine-Griechisch ἀναρρυθμίζω


αναρρώνω

αναρρώνω Koine-Griechisch ἀναρρώννυμι


ανασάλεμα

ανασάλεμα ανασαλεύω + -μα Koine-Griechisch ἀνασαλεύω altgriechisch σαλεύω σάλος


ανασαλεύω

ανασαλεύω Koine-Griechisch ἀνασαλεύω altgriechisch σαλεύω σάλος


ανασκαλεύω

ανασκαλεύω Koine-Griechisch ἀνασκαλεύω ἀνά + σκαλεύω / σκάλλω


ανασκαλώνω

ανασκαλώνω ανα- + σκαλώνω mittelgriechisch *σκαλώνω Koine-Griechisch σκάλα lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend- (πηδώ)


ανασκαφή

ανασκαφή Koine-Griechisch ἀνασκαφή


ανασκευή

ανασκευή Koine-Griechisch ἀνασκευή


ανασκολόπιση

ανασκολόπιση Koine-Griechisch ἀνασκολόπισις


ανασκόπηση

ανασκόπηση Koine-Griechisch άνασκόπησις altgriechisch άνασκοπέω, -ῶ


αναστάτωση

αναστάτωση Koine-Griechisch ἀναστατόω ή altgriechisch ἀναστάτωσις


αναστηλώνω

αναστηλώνω ἀναστηλώνω στην (Katharevousa) mittelgriechisch ἀναστηλώνω Koine-Griechisch ἀναστηλόω-ἀναστηλῶ ανά + στηλόω (στήνω, αφιερώνω μνημείο, τάμα)


αναστήλωση

αναστήλωση Koine-Griechisch ἀναστήλωσις ἀνά + altgriechisch στήλη


αναστόμωση

αναστόμωση französisch anastomose Koine-Griechisch ἀναστόμωσις altgriechisch ἀναστομόω / ἀναστομῶ στομόω / στομῶ στόμα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *stomn


ανάστροφος

ανάστροφος Koine-Griechisch ἀνάστροφος


ανασφάλεια

ανασφάλεια Katharevousa ἀνασφάλεια Katharevousa ἀνασφαλής Koine-Griechisch ἀνασφαλής


ανάσχεση

ανάσχεση Koine-Griechisch ἀνάσχεσις ἔχω


ανατάσσω

ανατάσσω Koine-Griechisch ἀνατάσσω


ανατολικός

ανατολικός Koine-Griechisch ἀνατολικός altgriechisch ἀνατολή ἀνατέλλω ἀνά + τέλλω (2. (Lehnbedeutung) französisch oriental)


ανατομία

ανατομία Koine-Griechisch ἀνατομία ἀνά + altgriechisch τομή τέμνω


ανατρέχω

ανατρέχω Koine-Griechisch ἀνατρέχω


ανατριχιάζω

ανατριχιάζω Koine-Griechisch ἀνάτριχος (με όρθιες τις τρίχες)


ανατυπώνω

ανατυπώνω Koine-Griechisch ἀνατυπόω-ἀνατυπῶ


ανατύπωση

ανατύπωση Koine-Griechisch ἀνατύπωσις ἀνατυπόω / ἀνατυπῶ τυπόω / τυπῶ altgriechisch τύπος τύπτω ((Lehnbedeutung) englisch reprinting)


αναφτερώνω

αναφτερώνω mittelgriechisch ἀναφτερώνω[1] Koine-Griechisch ἀναπτερώνω {νέα ελληνική ἀναπτερόω - ἀναπτερῶ. siehe auch ἀναπτερυγίζω


αναχαίτιση

αναχαίτιση Koine-Griechisch ἀναχαίτισις altgriechisch ἀναχαιτίζω ἀνά + χαίτη indoeuropäisch (Wurzel) *gait- (μαλλιά)


ανάχωμα

ανάχωμα Koine-Griechisch ἀνάχωμα ἀνά + χώννυμι / χωννύω altgriechisch χόω


αναχωρητήριο

αναχωρητήριο mittelgriechisch ἀναχωρητήριον Koine-Griechisch ἀναχωρητής altgriechisch ἀναχωρέω / ἀναχωρῶ χωρέω / χωρῶ


αναψυκτήριο

αναψυκτήριο (Katharevousa) ἀναψυκτήριον Koine-Griechisch ἀναψυκτήριον (τόπος αναψυχής)


ανδραγαθώ

ανδραγαθώ Koine-Griechisch ἀνδραγαθῶ


ανδράδελφος

ανδράδελφος mittelgriechisch ἀνδράδελφος / αντράδελφος Koine-Griechisch ἀνδράδελφος altgriechisch ἀνήρ + ἀδελφός


ανδρειώνω

ανδρειώνω mittelgriechisch ανδρειώνω Koine-Griechisch ἀνδρειόω / ἀνδρειῶ


ανδρισμός

ανδρισμός (Katharevousa) ἀνδρισμός Koine-Griechisch ἀνδρισμός (η ανδρεία)


ανδρόγυνο

ανδρόγυνο Katharevousa ἀνδρόγυνον mittelgriechisch ἀνδρόγυνον / ἀντρόγυνο(ν) Koine-Griechisch ἀνδρόγυνον altgriechisch ἀνδρόγυνον (ερμαφρόδιτος, γυναικωτός ἀνήρ + γυνή


ανδροκοίτης

ανδροκοίτης Koine-Griechisch ἀνδροκοίτης ἀνήρ και κοίτη


ανεβάζω

ανεβάζω (Katharevousa) ἀνεβάζω mittelgriechisch ἀνεβάζω Koine-Griechisch ἀναβάζω υπό την επίδραση του ἀναβαίνω (ανεβαίνω εγώ) και του ἀναβιβάζω (ανεβάζω κάτι)


ανεγείρω

ανεγείρω Koine-Griechisch ἀνεγείρω


ανεκτικός

ανεκτικός Koine-Griechisch ἀνεκτικός


ανεκτικότητα

ανεκτικότητα ανεκτικός + -ότητα Koine-Griechisch ἀνεκτικός altgriechisch ἀνέχομαι ἀνέχω ἔχω


ανέκφραστος

ανέκφραστος Koine-Griechisch ἀνέκφρασστος


ανελεήμων

ανελεήμων Koine-Griechisch ἀνελεήμων


ανελέητα

ανελέητα (Katharevousa) ἀνηλεῶς Koine-Griechisch ἀνηλεῶς ἀνηλεής και ἀνελεής


ανέλκυση

ανέλκυση Koine-Griechisch ἀνέλκυσις altgriechisch ἀνελκύω


ανέμη

ανέμη Koine-Griechisch ἀνέμη[1]


ανεμίζω

ανεμίζω Koine-Griechisch ἀνεμίζω


ανεμόσκαλα

ανεμόσκαλα mittelgriechisch ἀνεμόσκαλα altgriechisch ἄνεμος + Koine-Griechisch σκάλα ( lateinisch scala scando indoeuropäisch (Wurzel) *skend-)


ανεμοστρόβιλος

ανεμοστρόβιλος Koine-Griechisch ἀνεμοστρόβυλος με ιώτα κατά το στρόβιλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμο- + στρόβιλος.


ανεμούριο

ανεμούριο Koine-Griechisch ἀνεμούριον (ο ανεμόμυλος και ο ανεμοδείκτης altgriechisch οὖρος


ανεξέλικτος

ανεξέλικτος Koine-Griechisch ἀνεξέλικτος


ανεξήγητος

ανεξήγητος Koine-Griechischἀνεξήγητος


ανεξιχνίαστος

ανεξιχνίαστος Koine-Griechisch ἀνεξιχνίαστος


ανεξομολόγητος

ανεξομολόγητος Koine-Griechisch ἀνεξομολόγητος


ανεπηρέαστος

ανεπηρέαστος Koine-Griechisch ἀνεπηρέαστος ((Lehnbedeutung) englisch unaffected)


ανεπίβατος

ανεπίβατος Koine-Griechisch ἀνεπίβατος


ανεπίγνωστα

ανεπίγνωστα ανεπίγνωστος + -α Koine-Griechisch ἀνεπίγνωστος


ανεπιθύμητος

ανεπιθύμητος Koine-Griechisch ἀνεπιθύμητος. Μορφολογικά, αν- + επιθυμητός.


ανεπιμέλητος

ανεπιμέλητος Koine-Griechisch ἀνεπιμέλητος altgriechisch ἐπιμελέομαι / ἐπιμελοῦμαι ἐπιμελής


ανεπιτηδειότητα

ανεπιτηδειότητα Koine-Griechisch ἀνεπιτηδειότης


ανεπιτήδευτος

ανεπιτήδευτος Koine-Griechisch ἀνεπιτήδευτος ἀ- στερητικό + ἐπιτηδεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


ανέσπερος

ανέσπερος Koine-Griechisch ἀνέσπερος


ανευλαβής

ανευλαβής Koine-Griechisch ἀνευλαβής


ανεύρυσμα

ανεύρυσμα Koine-Griechisch ἀνεύρυσμα altgriechisch ἀνευρύνω εὐρύνω εὐρύς


ανήλικος

ανήλικος Koine-Griechisch ἀνήλικος αν- στερητικό + ηλικία


ανήσυχα

ανήσυχα ανήσυχος + -α Koine-Griechisch ἀνήσυχος


ανήσυχος

ανήσυχος Koine-Griechisch ἀνήσυχος ἀν- + altgriechisch ἥσυχος


ανήφορος

ανήφορος mittelgriechisch ανήφορος Koine-Griechisch ἀνώφορος altgriechisch ἀνωφερής


άνθηση

άνθηση Koine-Griechisch ἄνθησις altgriechisch ἀνθέω / ἀνθῶ ἄνθος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂endʰos


άνθισμα

άνθισμα Koine-Griechisch ἄνθισμα altgriechisch ἀνθίζω ἄνθος


ανθοβολώ

ανθοβολώ Koine-Griechisch ἀνθοβολέω / ἀνθοβολῶ (2. (Lehnbedeutung) französisch défleurir)


ανθοδόχη

ανθοδόχη Koine-Griechisch ἀνθοδόκη, Femininum von ἀνθοδόκος (2. (Lehnbedeutung) französisch réceptacle)


ανθοκομείο

ανθοκομείο ανθοκόμος + -είο Koine-Griechisch ἀνθοκόμος ἄνθος + κομέω (φροντίζω)


ανθοκόμος

ανθοκόμος Koine-Griechisch ἀνθοκόμος altgriechisch ἄνθος + -κόμος κομέω / κομῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -κόμος


ανθοκομώ

ανθοκομώ Koine-Griechisch ἀνθοκομέω / ἀνθοκομῶ ἀνθοκόμος altgriechisch ἄνθος + -κομος


ανθολογία

ανθολογία Koine-Griechisch ἀνθολογία altgriechisch ἄνθος + λέγω Η αρχική σημασία ήταν μάζεμα λουλουδιών


ανθολόγιο

ανθολόγιο Koine-Griechisch ἀνθολόγιον altgriechisch ἄνθος + -ο- + -λόγιο


ανθολόγος

ανθολόγος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀνθολόγος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανθο- + -λόγος


ανθοπώλης

ανθοπώλης Koine-Griechisch ἀνθοπώλης ἄνθος + πωλῶ


ανθοφορία

ανθοφορία Koine-Griechisch ἀνθοφορία altgriechisch ἀνθοφόρος ἄνθος + φέρω


ανθοφορώ

ανθοφορώ Koine-Griechisch ἀνθοφορῶ


ανθράκευση

ανθράκευση ανθρακεύω + -ση Koine-Griechisch ἀνθρακεύω altgriechisch ἄνθραξ, Lehnübersetzung από τη französisch charbonnage


ανθρακίτης

ανθρακίτης englisch anthracite lateinisch anthracitis Koine-Griechisch ἀνθρακῖτις (αντιδάνειο) altgriechisch ἄνθραξ


ανθράκωση

ανθράκωση Koine-Griechisch ἀνθράκωσις altgriechisch ἀνθρακόομαι ἄνθραξ


ανθρωπισμός

ανθρωπισμός Koine-Griechisch ἀνθρωπισμός ἄνθρωπος + -ισμός ((Lehnbedeutung) γερμανικά Humanismus ή γαλλικά humanisme neulateinisch humanismus)


ανθρωπογεωγραφία

ανθρωπογεωγραφία (entlehnt aus) französisch anthropogéographie ανθρωπο- + γεωγραφία / altgriechisch ἄνθρωπος + Koine-Griechisch γεωγραφία


ανθρωποθυσία

ανθρωποθυσία Koine-Griechisch ἀνθρωποθυσία altgriechisch ἄνθρωπος + θυσία / ανθρωπο- + θυσία


ανθρωποκτονία

ανθρωποκτονία Koine-Griechisch ἀνθρωποκτονία altgriechisch ἄνθρωπος + κτείνω / ανθρωπο- + -κτονία


ανθρωποσφαγή

ανθρωποσφαγή Koine-Griechisch ἀνθρωποσφαγία altgriechisch ἀνθρωποσφαγέω ἄνθρωπος + σφάττω


ανθύλλιο

ανθύλλιο Koine-Griechisch ἀνθύλλιον altgriechisch ἄνθος


ανθύπατος

ανθύπατος Koine-Griechisch ἀνθύπατος ((Lehnübersetzung) lateinisch proconsul) ἀντί + ὕπατος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback