Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischανθυποφορά Koine-Griechisch ἀνθυποφορά altgriechisch ὑποφορά ὑποφέρω φέρω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰer-
ανίδρυση Katharevousa ανίδρυσις ανιδρύω + -σις Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω
ανιδρύω Koine-Griechisch ἀνιδρύω altgriechisch ἱδρύω
ανίκανος Koine-Griechisch ἀνίκανος ἀν- + ἱκανός ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι (2. (Lehnbedeutung) französisch impuissant)
ανικανότητα Katharevousa ανικανότης Koine-Griechisch ἀνικανότης
ανισορροπία Koine-Griechisch ἀνισορροπία ἰσορροπία altgriechisch ἰσόρροπος ῥοπή (2. (Lehnbedeutung) französisch déséquilibre)
ανιστόρητος Koine-Griechisch ἀνιστόρητος (που δεν γνωρίζει την ιστορία, απληροφόρητος· ανεξερεύνητος, μη καταγεγραμμένος) ἀν- στερητικό + ἱστορέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
ανιστορώ Koine-Griechisch ἀνιστορέω / ἀνιστορῶ altgriechisch ἱστορέω / ἱστορῶ ἵστωρ
ανίσχυρος Koine-Griechisch ἀνίσχυρος altgriechisch ἰσχυρός ἰσχύς
ανίχνευση Koine-Griechisch ἀνίχνευσις altgriechisch ἀνιχνεύω ἀνά + ἰχνεύω ἴχνος
Άννα Koine-Griechisch Ἄννα hebräisch חנה (“Hannah”: χάρη, ευγένεια)
ανοησία Koine-Griechisch ἀνοησία
ανοίκειος (λόγιο) Koine-Griechisch ἀνοίκειος[1]
ανοικτός Koine-Griechisch ἀνοικτός
ανοιχτός Koine-Griechisch ἀνοικτός
ανομοιώνω Koine-Griechisch ἀνομοιῶ / ἀνομιόω
ανόργανος Koine-Griechisch ἀνόργανος
ανορθοδοξία (entlehnt aus) englisch unorthodoxy Koine-Griechisch ὀρθόδοξος
ανόρθωση Koine-Griechisch ἀνόρθωσις altgriechisch ἀνορθόω / ἀνορθῶ ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός (2. (Lehnbedeutung) französisch redressement)
ανορθωτής Koine-Griechisch ἀνορθωτής (2. (Lehnbedeutung) französisch redresseur)
ανοσία Koine-Griechisch ἀνοσία altgriechisch νόσος ((Lehnübersetzung) französisch immunité)
ανοσιούργημα Koine-Griechisch ἀνοσιούργημα altgriechisch ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ ἀνόσιος + ἔργον
ανούσιος Koine-Griechisch ἀνούσιος altgriechisch οὐσία εἰμί
ανταγαπώ Koine-Griechisch ἀνταγαπάω / ἀνταγαπῶ
ανταλλαγή Koine-Griechisch ἀνταλλαγή ἀνταλλάσσω ἀλλάσσω ἄλλος indoeuropäisch (Wurzel) *h₂élyos ((Lehnbedeutung) französisch échange)
αντάμειψη Koine-Griechisch ἀντάμειψις
ανταμοιβή Koine-Griechisch ἀνταμοιβή
ανταπαίτηση Katharevousa ανταπαίτησις ανταπαιτώ + -σις Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti
ανταπαιτητής ανταπαιτώ + -τής Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti
ανταπαιτώ Koine-Griechisch ἀνταπαιτέω / ἀνταπαιτῶ altgriechisch ἀπαιτέω / ἀπαιτῶ αἰτέω / αἰτῶ indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eiti
ανταποκρίνομαι Koine-Griechisch ἀνταποκρίνομαι altgriechisch ἀποκρίνομαι, Passiv von ἀποκρίνω κρίνω ((Lehnbedeutung) französisch correspondre)
ανταπόκριση Koine-Griechisch ἀνταπόκρισις ἀνταποκρίνομαι altgriechisch ἀποκρίνομαι, Passiv von ἀποκρίνω κρίνω (1. (Lehnbedeutung) französisch réponse 2,3. französisch correspondance)
ανταρσία Koine-Griechisch ἀνταρσία ἀνταίρω ἀντί + αἴρω
αντέκταση αντι- + έκταση Koine-Griechisch ἔκτασις (μετατροπή βραχείας συλλαβής σε μακρά) altgriechisch ἔκτασις ἐκτείνω ἐκ + τείνω
αντεξετάζω Koine-Griechisch ἀντεξετάζω
αντεπίθεση Koine-Griechisch ἀντεπίθεσις altgriechisch ἀντί + ἐπίθεσις ἐπιτίθημι τίθημι ((Lehnbedeutung) französisch contre-attaque)
αντιβασιλέας Koine-Griechisch ἀντιβασιλεύς
αντιβασιλεία αντιβασιλεύς + -εία Koine-Griechisch ἀντιβασιλεύς ἀντί + altgriechisch βασιλεύς
αντιβασιλιάς Koine-Griechisch ἀντιβασιλεύς ἀντί + altgriechisch βασιλεύς
αντιγραφή mittelgriechisch ἀντιγραφή Koine-Griechisch ἀντιγραφή (=ἀντίγραφον, μεταγραφή) altgriechisch ἀντιγραφή ἀντί + γραφή ((Lehnbedeutung) γαλλικά copie)
αντιδιαστέλλω Koine-Griechisch ἀντιδιαστέλλω
αντιδικία Koine-Griechisch ἀντιδικία
αντίδοτο Koine-Griechisch ἀντίδοτον, Maskulinum von ἀντίδοτος altgriechisch ἀντιδίδωμι ἀντί + δίδωμι
αντίδραση Koine-Griechisch ἀντίδρασις altgriechisch ἀντιδράω / ἀντιδρῶ ἀντί + δράω / δρῶ indoeuropäisch (Wurzel) *derǝ- / drā- (δρω) ((Lehnbedeutung) französisch réaction)
αντίδωρο Koine-Griechisch ἀντίδωρον altgriechisch ἀντί + δῶρον
αντιζηλία Koine-Griechisch ἀντιζηλία ἀντίζηλος
αντίζηλος Koine-Griechisch ἀντίζηλος ἀντί + altgriechisch ζῆλος indoeuropäisch (Wurzel) *yeh₂-
αντιζυγία Koine-Griechisch ἀντιζυγία altgriechisch ἀντίζυγος ἀντί + ζυγός
αντικατάσταση Koine-Griechisch ἀντικατάστασις altgriechisch ἀντικαθίστημι ἀντί + καθίστημι κατά + ἵστημι
αντίκρουση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀντίκρουσις altgriechisch ἀντικρούω κρούω
αντίκτυπος Koine-Griechisch ἀντίκτυπος ((Lehnbedeutung) französisch contrecoup)
αντιλαβή Koine-Griechisch ἀντιλαβή (ίδια σημασία) altgriechisch ἀντιλαβή λαμβάνω
αντιλαλώ Koine-Griechisch ἀντιλαλέω / ἀντιλαλῶ ἀντί + altgriechisch λαλέω / λαλῶ
αντιλήπτορας Koine-Griechisch ἀντιλήπτωρ
αντιλήπτωρ Koine-Griechisch ἀντιλήπτωρ
αντίληψη Koine-Griechisch ἀντίληψις altgriechisch ἀντιλαμβάνομαι ἀντί + λαμβάνω
αντιλογισμός Koine-Griechisch ἀντιλογισμός ἀντιλογίζομαι ἀντί + λόγος
αντιλογώ Koine-Griechisch ἀντιλογέω / ἀντιλογῶ altgriechisch ἀντιλέγω λέγω
αντιμαχία mittelgriechisch αντιμαχία Koine-Griechisch ἀντίμαχος altgriechisch μάχη
αντιμεθαύριο αντι- + μεθαύριο Koine-Griechisch μεθαύριον μετά + altgriechisch αὔριον
αντιμετάθεση Koine-Griechisch ἀντιμετάθεσις ἀντί + altgriechisch μετάθεσις μετατίθημι τίθημι
αντιμεταθέτω λόγιο αντιμετατίθημι Koine-Griechisch ἀντιμετατίθεμαι ("αντικαθίσταμαι").[1] Αναλύεται αντι- + μετα- + τίθημι
αντιμεταφυσικός αντι- + μεταφυσικός mittellateinisch metaphysicus metaphysica Koine-Griechisch μετά τα φυσικά ((Lehnübersetzung) englisch antimetaphysical)
αντινομία Koine-Griechisch ἀντινομία ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) antinomie)
αντιπάθεια Koine-Griechisch ἀντιπάθεια (παρόμοια σημασία) altgriechisch ἀντιπάθεια ἀντιπαθής ἀντί + πάθος πάσχω indoeuropäisch (Wurzel) *kʷenth- (αντιπάθεια, υποφέρω)
αντιπαθώ Koine-Griechisch ἀντιπαθέω / ἀντιπαθῶ altgriechisch ἀντιπαθής ἀντί + πάθος πάσχω indoeuropäisch (Wurzel) *kʷenth- (πάσχω, υποφέρω)
αντιπαλεύω Koine-Griechisch ἀντιπαλαίω + -εύω
αντιπαράθεση Koine-Griechisch ἀντιπαράθεσις ἀντιπαρατίθημι ἀντί + παρατίθημι παρά + τίθημι
αντιπαράσταση Katharevousa αντιπαράστασις Koine-Griechisch ἀντιπαράστασις ((Lehnbedeutung) französisch confrontation)
αντιπαράταξη Koine-Griechisch ἀντιπαράταξις altgriechisch ἀντιπαρατάσσομαι ἀντί + παρά + τάσσω
αντιπαρατάσσω Koine-Griechisch ἀντιπαρατάσσω altgriechisch ἀντιπαρατάσσομαι
αντιπερισπασμός Koine-Griechisch ἀντιπερισπασμός altgriechisch ἀντιπερισπάω περισπάω σπάω / σπῶ
αντίπραξη Koine-Griechisch ἀντίπραξις ἀντι- + altgriechisch πράξις πράττω
αντιπρόσωπος Koine-Griechisch ἀντιπρόσωπος (εκπρόσωπος) altgriechisch ἀντιπρόσωπος (πρόσωπο με πρόσωπο), Lehnbedeutung από τη französisch représentant ή von englisch representative.[1]. Αναλύεται σε αντι- + πρόσωπ(ο) + -ος
αντίρρηση Koine-Griechisch ἀντίρρησις
αντιρρησίας αντίρρηση + -ίας Koine-Griechisch ἀντίρρησις altgriechisch ἀντί + ῥῆσις ἐρῶ
αντισήκωμα Koine-Griechisch ἀντισήκωμα altgriechisch ἀντισηκόω / ἀντισηκῶ ἀντι- + σηκόω / σηκῶ
αντισταθμίζω Koine-Griechisch ἀντισταθμίζω ἀντί + σταθμίζω σταθμόν (2. (Lehnbedeutung) französisch contrebalancer)
αντιστάθμιση mittelgriechisch ἀντιστάθμισις Koine-Griechisch ἀντισταθμίζω ἀντί + σταθμίζω σταθμόν
αντιστάθμισμα Koine-Griechisch ἀντισταθμίζω ἀντί + σταθμίζω σταθμόν
αντιστήριγμα Koine-Griechisch ἀντιστήριγμα altgriechisch στήριγμα στηρίζω
αντίστιξη Katharevousa αντίστιξις αντι- + στίξις Koine-Griechisch στίξις altgriechisch στίζω ((Lehnübersetzung) italienisch contrappunto)
αντίτυπο Koine-Griechisch ἀντίτυπον altgriechisch ἀντίτυπος ἀντί + τύπος τύπτω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)teu-p- (χτυπώ) ((Lehnbedeutung) englisch copy)
αντίφραση Koine-Griechisch ἀντίφρασις ἀντιφράζω ἀντι- + altgriechisch φράζω
αντίχειρας Koine-Griechisch ἀντίχειρ ἀντί +χείρ
αντίχριστος Koine-Griechisch ἀντίχριστος
αντίψυχο mittelgriechisch ἀντίψυχον Koine-Griechisch ἀντίψυχος ἀντί + altgriechisch ψυχή
άντληση Koine-Griechisch ἄντλησις altgriechisch ἄντλώ ἄντλος (αμπάρι πλοίου)
αντονομασία Koine-Griechisch ἀντονομασία ἀντι- + altgriechisch ὀνομασία
αντοχή Koine-Griechisch ἀντοχή altgriechisch ἀντέχω ἀντί + ἔχω
αντραμίδα Katharevousa ενδρομίς Koine-Griechisch ἐνδρομίς ἔνδρομος ἐν + δρόμος
αντρομίδα Katharevousa ενδρομίς Koine-Griechisch ἐνδρομίς ἔνδρομος ἐν + δρόμος
αντροσύνη Koine-Griechisch ἀνδροσύνη
ανυπερθέτως Koine-Griechisch ἀνυπερθέτως ἀνυπέρθετος τίθημι
ανυπόκριτος Koine-Griechisch ἀνυπόκριτος
ανυπόληπτος Koine-Griechisch ἀνυπόληπτος
ανυπόστατος Koine-Griechisch ἀνυπόστατος α στερητικό και ὑφίστημι ή von ιωνικό ὑπίστημι
ανυπότακτος Koine-Griechisch ἀνυπότακτος
ανυποταξία Koine-Griechisch ἀνυποταξία
ανυπόταχτος ανυπότακτος Koine-Griechisch ἀνυπότακτος
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.