αντιγραφή mittelgriechisch ἀντιγραφή Koine-Griechisch ἀντιγραφή (=ἀντίγραφον, μεταγραφή) altgriechisch ἀντιγραφή ἀντί + γραφή ((Lehnbedeutung) γαλλικά copie)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το πιστοποιητικό θα πρέπει να διορθώνεται σε περίπτωση που, λόγω φανερού σφάλματος ή ανακρίβειας, π.χ. τυπογραφικού λάθους ή λάθους κατά τη μεταγραφή ή αντιγραφή, το πιστοποιητικό δεν περιγράφει με ακρίβεια το μέτρο προστασίας ή να αποσύρεται αν χορηγήθηκε προφανώς εσφαλμένα, π.χ. αν χρησιμοποιήθηκε για μέτρο που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ή αν εκδόθηκε κατά παράβαση των προϋποθέσεων έκδοσής του. | Die Bescheinigung sollte berichtigt werden, wenn sie aufgrund eines offensichtlichen Fehlers oder offensichtlicher Ungenauigkeiten — wie einem Tippfehler oder einem Fehler bei der Transkription oder der Abschrift — die Schutzmaßnahme nicht korrekt wiedergibt, beziehungsweise aufgehoben werden, wenn sie eindeutig zu Unrecht erteilt wurde, beispielsweise wenn sie für eine Maßnahme verwendet wurde, die nicht in den Anwendungsbereich dieser Verordnung fällt, oder wenn sie unter Verstoß gegen die Anforderungen an ihre Ausstellung ausgestellt wurde. Übersetzung bestätigt |
Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν έκρινε ποτέ ότι η υποχρέωση πιστής μεταφοράς των οδηγιών συνεπάγεται απαραίτητα μια καθαρή αντιγραφή. | Dennoch ist der Gerichtshof noch nie so weit gegangen, zu entscheiden, dass die mit der Umsetzung der Richtlinien verbundene Verpflichtung zur sinngetreuen Übernahme zwangsläufig in Form einer reinen Abschrift erfüllt werden muss. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
αντιγραφή επωνυμίας |
Deutsche Synonyme |
---|
Doppel |
Durchschlag |
Duplikat |
Abschrift |
Durchschrift |
Ausfertigung |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Abschrift | die Abschriften |
Genitiv | der Abschrift | der Abschriften |
Dativ | der Abschrift | den Abschriften |
Akkusativ | die Abschrift | die Abschriften |
αντιγραφή η [andiγrafí] : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιγράφω. 1. δημιουργία αντιγράφων ιδίως ενός γραπτού κειμένου: Πιστή / ακριβής αντιγραφή. Για την ακρίβεια της αντιγραφής. Γίνονται λάθη κατά την αντιγραφή. Στα μοναστήρια κυρίως γινόταν κατά το Mεσαίωνα η αντιγραφή των αρχαίων ελληνικών κειμένων. Bιβλίο αντιγραφής, τετράδιο στο οποίο οι επιχειρηματίες καταγράφουν επιστολές, τιμολόγια κτλ. || (για γραπτές εξετάσεις) κλέψιμο: Όλο με αντιγραφές προβιβάζεται. α. μαθητική εργασία που γίνεται με σκοπό την άσκηση στην καλλιγραφία και στην ορθογραφία: Tετράδιο αντιγραφής. Στην αντιγραφή πήρε άριστα. β. κατασκευή αντικειμένου όμοιου με ορισμένο πρότυπο: αντιγραφή ενός σχεδιαγράμματος / σκίτσου. || το αντίγραφο: Ο πίνακας είναι αντιγραφή ενός έργου του Γκρέκο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.