Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischανυπόφορος Koine-Griechisch ἀνυπόφορος
άνυσμα Koine-Griechisch ἄνυσμα altgriechisch ἀνύω
ανυφαντάρης Koine-Griechisch ἀνυφάντης altgriechisch ἀνυφαίνω
ανυφαντής Koine-Griechisch ἀνυφάντης altgriechisch ἀνυφαίνω
ανυψώνω Koine-Griechisch ἀνυψόω / ἀνυψῶ ὑψόω / ὑψῶ altgriechisch ὕψος ὕψι
ανύψωση Koine-Griechisch ἀνύψωσις
ανώγι mittelgriechisch ανώγι(ν) Koine-Griechisch ἀνώγειον
ανώι mittelgriechisch ανώγι(ν) Koine-Griechisch ἀνώγειον
ανωφέλεια Koine-Griechisch ἀνωφέλεια
ανώφλι mittelgriechisch ανώφλι Koine-Griechisch ἀνώφλιον altgriechisch ἄνω + φλιά
αξιοπιστία Koine-Griechisch ἀξιοπιστία altgriechisch ἀξιόπιστος
αξιοπρεπώς Koine-Griechisch ἀξιοπρεπῶς altgriechisch ἀξιοπρεπής
αξιότητα Koine-Griechisch ἀξιότης
αοσμία Koine-Griechisch ἀοσμία
απαθανάτιση Koine-Griechisch ἀπαθανάτισις altgriechisch ἀπαθανατίζω
απαθανατισμός Koine-Griechisch ἀπαθανατισμός
απαίσιος Koine-Griechisch ἀπαίσιος
απάλειψη (λόγιο) Koine-Griechisch ἀπάλειψις ( ἀπαλείφ(ω)--σις) + -ση ἀπό (απ-) + ἀλείφω
απαλοιφή Koine-Griechisch ἀπαλοιφή
απανθρωπιά Koine-Griechisch ἀπανθρωπία
απανταχούσα απανταχού[1] Koine-Griechisch ἁπανταχοῦ altgriechisch ἅπας πᾶς indoeuropäisch (Wurzel) *ph₂ent
απαξία Koine-Griechisch ἀπαξία ἀπό + ἀξία
απάρνηση Koine-Griechisch ἀπάρνησις
απαρνητής Koine-Griechisch ἀπαρνητής
απαρρησίαστος Koine-Griechisch ἀπαρρησίαστος altgriechisch πᾶς + ῥῆσις
άπαρση Koine-Griechisch ἄπαρσις altgriechisch ἀπαίρω ἀπό + αἵρω
απασχόληση Koine-Griechisch ἀπασχόλησις ἀπασχολέω ἀπό + altgriechisch ἀσχολέω ἀ- + σχολή indoeuropäisch (Wurzel) *seǵhe- / *sǵhē- (κρατώ, έχω, κατέχω)
απασχολώ Koine-Griechisch ἀπασχολέω / ἀπασχολῶ ἀπό + altgriechisch ἀσχολέω ἀ- + σχολή proto-indogermanisch *seǵhe- / *sǵhē- (κρατώ, έχω, κατέχω)
απαύγασμα Koine-Griechisch ἀπαύγασμα ἀπαυγάζω ἀπό + altgriechisch αὐγάζω αὐγή
απεικονίζω Koine-Griechisch ἀπεικονίζω
απεικόνισμα Koine-Griechisch ἀπεικόνισμα
απειροπόλεμος Koine-Griechisch ἀπειροπόλεμος ἄπειρος (ἀ- στερητικό + πεῖρα) + πόλεμος
απειροστημόριο Koine-Griechisch ἀπειροστημόριον
απεκκρίνω Koine-Griechisch ἀπεκκρίνω
απέκκριση απεκκρίνω + -ση Koine-Griechisch ἀπεκκρίνω altgriechisch ἐκκρίνω ἐκ + κρίνω
απέλαση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀπέλα(σις) + -ση[1] altgriechisch ἀπελαύνω ἀπό + ἐλαύνω
απελάτης Koine-Griechisch ἀπελάτης altgriechisch ἀπελαύνω ἀπό + ἐλαύνω
απελατίκι Koine-Griechisch ἀπελατίκιν Koine-Griechisch ἀπελάτης altgriechisch ἀπελαύνω ἀπό + ἐλαύνω
απελπίζω Koine-Griechisch ἀπελπίζω ἀπό +ἐλπίζω
απελπισμός Koine-Griechisch ἀπελπισμός
απέναντι Koine-Griechisch ἀπέναντι ἀπό + ἔναντι
απεναντίας Koine-Griechisch ἀπεναντίας
απεραντολογία Koine-Griechisch ἀπεραντολογία
απεραντολογώ Koine-Griechisch ἀπεραντολογέω / ἀπεραντολογῶ
απερίγραπτος Koine-Griechisch ἀπερίγραπτος
απευθείας Koine-Griechisch ἀπ΄ εὐθείας
απευχή Koine-Griechisch ἀπευχή
απήχηση Koine-Griechisch ἀπήχησις altgriechisch ἀπηχέω ἀπό + ἠχέω
απίδι Koine-Griechisch ἀπίδιον altgriechisch ἄπιον (αχλάδι) ἄπιος (αχλαδιά)
απιδιά mittelgriechisch απιδιά απιδέα Koine-Griechisch ἀπίδιον altgriechisch ἄπιον (αχλάδι) ἄπιος (αχλαδιά)
απληροφόρητος Koine-Griechisch ἀπληροφόρητος
απλησίαστος Koine-Griechisch ἀπλησίαστος
απλοϊκός Koine-Griechisch ἁπλοϊκός altgriechisch ἁπλόος / ἁπλοῦς + -ικός ((Lehnbedeutung) französisch simple)
απλούμιστος mittelgriechisch απλούμιστος α- + πλουμίζω + -τος πλουμί πλουμίον Koine-Griechisch πλοῦμον lateinisch pluma
άπλωμα Koine-Griechisch ἅπλωμα altgriechisch ἁπλόω ἁπλοῦς
απλωσιά mittelgriechisch ἁπλωσία Koine-Griechisch ἅπλωσις
απόβρασμα Koine-Griechisch ἀπόβρασμα ((Lehnübersetzung) französisch l’ écume de la société (απόβρασμα της κοινωνίας) ή englisch scum)
αποβροχάρης απόβροχο + -άρης απόβροχος Koine-Griechisch ἀποβροχή ἀπό + βροχή altgriechisch βρέχω
απόβροχο Maskulinum von απόβροχος Koine-Griechisch ἀποβροχή ἀπό + βροχή altgriechisch βρέχω
απογαλακτίζω Koine-Griechisch ἀπογαλακτίζω
απογαλάκτιση Koine-Griechisch ἀπογαλάκτισις
απογειώνω Koine-Griechisch ἀπόγειος + -ώνω
απόγευμα mittelgriechisch ἀπόγευμα (ίδια σημασία) Koine-Griechisch ἀπόγευμα altgriechisch ἀπογεύω ἀπό + γεύω
απόγνωση Koine-Griechisch ἀπόγνωσις
απογραφέας Koine-Griechisch ἀπογραφεύς
απόγραφο Koine-Griechisch ἀπόγραφον ((Lehnbedeutung) englisch transcript)
απογύμνωση Koine-Griechisch ἀπογύμνωσις
απόδειπνο mittelgriechisch ἀπόδειπνον Koine-Griechisch ἀπόδειπνος ἀπό + altgriechisch δεῖπνον
αποδεκατίζω Koine-Griechisch ἀποδεκατίζω ((Lehnbedeutung) französisch décimer)
αποδεκτός Koine-Griechisch ἀποδεκτός
αποδήμηση Koine-Griechisch ἀποδήμησις
αποδιαλύω Koine-Griechisch ἀποδιαλύω
αποδίωξη Koine-Griechisch ἀποδίωξις
αποζημιώνω Koine-Griechisch ἀποζημιόω / ἀποζημιῶ altgriechisch ζημιόω / ζημιῶ ζημία
αποθηκάριος Koine-Griechisch ἀποθηκάριος ἀποθήκη + -άριος
αποθηλασμός Koine-Griechisch ἀποθηλασμός ((Lehnbedeutung) französisch ablactation)
αποθηριώνω Koine-Griechisch ἀποθηριόω/ἀποθηριῶ ἀπό + θηρίον
αποθησαυρίζω Koine-Griechisch ἀποθησαυρίζω altgriechisch θησαυρίζω θησαυρός (2. (Lehnbedeutung) französisch thésauriser)
αποκαθηλώνω mittelgriechisch ἀποκαθηλόω ἀπό + Koine-Griechisch καθηλόω κατά + altgriechisch ἧλος
αποκαρτερώ Koine-Griechisch ἀποκαρτερέω / ἀποκαρτερῶ
αποκεφαλίζω Koine-Griechisch ἀποκεφαλίζω (2. (Lehnbedeutung) französisch décapiter)
αποκεφαλισμός Koine-Griechisch ἀποκεφαλισμός
αποκεφαλιστής Koine-Griechisch ἀποκεφαλιστής
αποκήρυξη Koine-Griechisch ἀποκήρυξις
αποκλεισμός Koine-Griechisch ἀποκλεισμός
απόκλιση Koine-Griechisch ἀπόκλισις ἀπό + κλίσις
αποκολλώ Koine-Griechisch ἀποκολλάω / ἀποκολλῶ
αποκομιδή Koine-Griechisch ἀποκομιδή altgriechisch ἀποκομιδή (=απομάκρυνση, επιστροφή) ἀποκομίζω ἀπό + κομίζω
απόκομμα (1,2) Koine-Griechisch ἀπόκομμα ((Lehnbedeutung) französisch coupon)
αποκορυφώνω Koine-Griechisch ἀποκορυφόω / ἀποκορυφῶ
αποκτηνώνω Koine-Griechisch ἀποκτηνόω/ἀποκτηνῶ ἀπό + κτῆνος
αποκτήνωση mittelgriechisch ἀποκτήνωσις Koine-Griechisch ἀποκτηνόω/ἀποκτηνῶ ἀπό + κτῆνος
απολεπίζω Koine-Griechisch ἀπολεπίζω altgriechisch ἀπολέπω ἀπό + λέπω
απόληξη Koine-Griechisch ἀπόληξις
απόληψη Koine-Griechisch ἀπόληψις altgriechisch ἀπόλαμβάνω λαμβάνω (2. (Lehnbedeutung) englisch recover)
απολυτρώνω mittelgriechisch απολυτρώνω Koine-Griechisch ἀπολυτρόω / ἀπολυτρῶ
απολύτρωση Koine-Griechisch ἀπολύτρωσις
απολωλός Koine-Griechisch ἀπολωλός[1], Maskulinum von ἀπολωλώς altgriechisch ἀπόλλυμι
απομαγνητίζω απο- + μαγνητίζω ((entlehnt aus) französisch démagnétiser Koine-Griechisch Μαγνήτης (λίθος) altgriechisch Μαγνῆτις (λίθος) Μαγνησία Μάγνης
απομακρύνω mittelgriechisch ἀπομακρύνω ἀπό + Koine-Griechisch μακρύνω altgriechisch μακρός
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.