αλέθω Verb  [aletho, alethw]

  Verb
(1)
  Verb
(1)

Etymologie zu αλέθω

αλέθω mittelgriechisch ἀλέθω Koine-Griechisch ἀλήθω


GriechischDeutsch
Με ανάγκασε να αλέθω το κρέας με τις γυναίκες, για άλλες 6 μέρες.Sie ließ mich sechs Tage bei den Frauen Borts zermahlen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αλέθω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αλέθωαλέθουμε, αλέθομεαλέθομαιαλεθόμαστε
αλέθειςαλέθετεαλέθεσαιαλέθεστε, αλεθόσαστε
αλέθειαλέθουν(ε)αλέθεταιαλέθονται
Imper
fekt
άλεθααλέθαμεαλεθόμουν(α)αλεθόμαστε, αλεθόμασταν
άλεθεςαλέθατεαλεθόσουν(α)αλεθόσαστε, αλεθόσασταν
άλεθεάλεθαν, αλέθαν(ε)αλεθόταν(ε)αλέθονταν, αλεθόντανε, αλεθόντουσαν
Aoristάλεσααλέσαμεαλέστηκααλεστήκαμε
άλεσεςαλέσατεαλέστηκεςαλεστήκατε
άλεσεάλεσαν, αλέσαν(ε)αλέστηκεαλέστηκαν, αλεστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αλέσει
έχω αλεσμένο
έχουμε αλέσει
έχουμε αλεσμένο
έχω αλεστεί
είμαι αλεσμένος, -η
έχουμε αλεστεί
είμαστε αλεσμένοι, -ες
έχεις αλέσει
έχεις αλεσμένο
έχετε αλέσει
έχετε αλεσμένο
έχεις αλεστεί
είσαι αλεσμένος, -η
έχετε αλεστεί
είστε αλεσμένοι, -ες
έχει αλέσει
έχει αλεσμένο
έχουν αλέσει
έχουν αλεσμένο
έχει αλεστεί
είναι αλεσμένος, -η, -ο
έχουν αλεστεί
είναι αλεσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αλέσει
είχα αλεσμένο
είχαμε αλέσει
είχαμε αλεσμένο
είχα αλεστεί
ήμουν αλεσμένος, -η
είχαμε αλεστεί
ήμαστε αλεσμένοι, -ες
είχες αλέσει
είχες αλεσμένο
είχατε αλέσει
είχατε αλεσμένο
είχες αλεστεί
ήσουν αλεσμένος, -η
είχατε αλεστεί
ήσαστε αλεσμένοι, -ες
είχε αλέσει
είχε αλεσμένο
είχαν αλέσει
είχαν αλεσμένο
είχε αλεστεί
ήταν αλεσμένος, -η, -ο
είχαν αλεστεί
ήταν αλεσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αλέθωθα αλέθουμε, θα αλέθομεθα αλέθομαιθα αλεθόμαστε
θα αλέθειςθα αλέθετεθα αλέθεσαιθα αλέθεστε, θα αλεθόσαστε
θα αλέθειθα αλέθουν(ε)θα αλέθεταιθα αλέθονται
Fut
ur
θα αλέσωθα αλέσουμε, θα αλέσομεθα αλεστώθα αλεστούμε
θα αλέσειςθα αλέσετεθα αλεστείςθα αλεστείτε
θα αλέσειθα αλέσουν(ε)θα αλεστείθα αλεστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αλέσει
θα έχω αλεσμένο
θα έχουμε αλέσει
θα έχουμε αλεσμένο
θα έχω αλεστεί
θα είμαι αλεσμένος, -η
θα έχουμε αλεστεί
θα είμαστε αλεσμένοι, -ες
θα έχεις αλέσει
θα έχεις αλεσμένο
θα έχετε αλέσει
θα έχετε αλεσμένο
θα έχεις αλεστεί
θα είσαι αλεσμένος, -η
θα έχετε αλεστεί
θα είστε αλεσμένοι, -ες
θα έχει αλέσει
θα έχει αλεσμένο
θα έχουν αλέσει
θα έχουν αλεσμένο
θα έχει αλεστεί
θα είναι αλεσμένος, -η, -ο
θα έχουν αλεστεί
θα είναι αλεσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αλέθωνα αλέθουμε, να αλέθομενα αλέθομαινα αλεθόμαστε
να αλέθειςνα αλέθετενα αλέθεσαινα αλέθεστε, να αλεθόσαστε
να αλέθεινα αλέθουν(ε)να αλέθεταινα αλέθονται
Aoristνα αλέσωνα αλέσουμε, να αλέσομενα αλεστώνα αλεστούμε
να αλέσειςνα αλέσετενα αλεστείςνα αλεστείτε
να αλέσεινα αλέσουν(ε)να αλεστείνα αλεστούν(ε)
Perfνα έχω αλέσει
να έχω αλεσμένο
να έχουμε αλέσει
να έχουμε αλεσμένο
να έχω αλεστεί
να είμαι αλεσμένος, -η
να έχουμε αλεστεί
να είμαστε αλεσμένοι, -ες
να έχεις αλέσει
να έχεις αλεσμένο
να έχετε αλέσει
να έχετε αλεσμένο
να έχεις αλεστεί
να είσαι αλεσμένος, -η
να έχετε αλεστεί
να είστε αλεσμένοι, -ες
να έχει αλέσει
να έχει αλεσμένο
να έχουν αλέσει
να έχουν αλεσμένο
να έχει αλεστεί
να είναι αλεσμένος, -η, -ο
να έχουν αλεστεί
να είναι αλεσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαλέθεαλέθετεαλέθεστε
Aoristαλέσεαλέστεαλέσουαλεστείτε
Part
izip
Presαλέθοντας
Perfέχοντας αλέσει, έχοντας αλεσμένοαλεσμένος, -η, -οαλεσμένοι, -ες, -α
InfinAoristαλέσειαλεστεί







Griechische Definition zu αλέθω

αλέθω [aléθo] -ομαι Ρ αόρ. άλεσα, απαρέμφ. αλέσει, παθ. αόρ. αλέστηκα, απαρέμφ. αλεστεί, μππ. αλεσμένος : 1α.μεταβάλλω τα δημητριακά σε αλεύρι: Πηγαίνουν στο μύλο, για να αλέσουν σιτάρι και καλαμπόκι. Ο μύλος αλέθει το σιτάρι / αλέθει καλά. Aλεσμένο σιτάρι. ΦΡ ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει, για κπ. που τρώει οτιδήποτε και μτφ. β. μεταβάλλω σε σκόνη φυτικούς καρπούς, ορυκτά ή άλλες στερεές ουσίες: αλέθω τον καφέ / το πιπέρι, κόβω. αλέθω το γύψο, τον κονιορτοποιώ. || πολτοποιώ: Tα μωρά τρέφονται με αλεσμένες τροφές. Για την παρασκευή τροφών για πτηνά χρησιμοποιούνται αλεσμένα κόκαλα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback