Griechisch | Deutsch |
---|---|
κάθε ανεξόφλητο δάνειο ή αθέτηση συμφωνίας δανεισμού που δεν έχει αποκατασταθεί την ημερομηνία του ισολογισμού ή πριν από αυτήν· | jeder Kreditausfall oder Bruch einer Kreditvereinbarung, der nicht bei oder vor Ablauf der Berichtsperiode beseitigt ist; Übersetzung bestätigt |
Ας ξεκινήσουμε με τη θέση που ακούμε σχεδόν καθημερινά, αρχής γενομένης με την «αθέτηση του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης» από τη Γερμανία και τη Γαλλία το 2003 και 2004. | Fangen wir an mit der praktisch täglich zu hörenden These, angefangen habe alles mit dem "Bruch des Stabilitätsund Wachstumspakts" durch Deutschland und Frankreich in den Jahren 2003 und 2004. Übersetzung bestätigt |
Σέβομαι το γεγονός ότι ο ιρλανδικός λαός ψήφισε αυτήν τη φορά υπέρ της Συνθήκης της Λισαβόνας, παρότι θεωρώ ανεπίτρεπτες τις πιέσεις που του ασκήθηκαν προκειμένου να διενεργήσει δεύτερη ψηφοφορία από χώρες οι οποίες δεν είχαν προβεί καν στη διοργάνωση δημοψηφίσματος. " συμπεριφορά του Gordon Brown είναι λίαν επίμεμπτη. " κληρονομιά που θα αφήσει στη Βρετανία δεν θα είναι μόνο η χρεοκοπία που θα μας κληροδοτήσει, αλλά επίσης η άρνησή του να επιτρέψει στον βρετανικό λαό να ψηφίσει για τούτη την τελευταία μεταβίβαση εξουσίας από το Westminster στις Βρυξέλλες. " αθέτηση της υπόσχεσής του για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος απειλεί να υπονομεύσει τη βρετανική υποστήριξη της ΕΕ και θλίβομαι βαθιά για το γεγονός αυτό. | Sein Vermächtnis für Großbritannien wird nicht nur sein, dass er uns bankrott macht, sondern auch, dass er dem britischen Volk seine Stimme bei dieser neuesten Übertragung von Macht von Westminster nach Brüssel verweigert. Der Bruch seines Versprechens, ein Referendum abzuhalten, droht die britische Unterstützung für die EU zu untergraben, und das bedauere ich zutiefst. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Knochenbruch |
Bruch |
Fraktur |
αθέτηση η [aθétisi] : η πράξη του αθετώ· καταπάτηση, παράβαση, παραβίαση, ακύρωση: H αθέτηση υπόσχεσης / όρκου. Ο οφειλέτης ενέχεται για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του. || (φιλολ.) χαρακτηρισμός τμήματος χειρογράφου ως νόθου: αθέτηση χωρίου / λέξεως.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.