{το}  αίμα Subst.  [ema, aima]

{das}    Subst.
(17517)

Etymologie zu αίμα

αίμα altgriechisch αἷμα


GriechischDeutsch
Όσον αφορά το αίμα, τους ιστούς και τα κύτταρα, εξακολουθούν να υπάρχουν ειδικά ζητήματα σχετικά με τα συστήματα αναφοράς περιστατικών και ταχείας αντίδρασης σε περιπτώσεις σοβαρών ανεπιθύμητων συμβάντων και ενεργειών και σχετικά με την κωδικοποίηση.Zu Blut, Gewebe und Zellen bleiben noch spezifische Fragen offen hinsichtlich der Meldessysteme und der raschen Reaktion auf schwerwiegende unerwünschte Wirkungen und Reaktionen sowie zur Kodierung.

Übersetzung bestätigt

Ad hoc συνεργασία με το Συμβούλιο της Ευρώπης για συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούν ουσίες ανθρώπινης προέλευσης (αίμα, ιστοί, κύτταρα, όργανα).Ad-hoc-Zusammenarbeit mit dem Europarat in bestimmten Fragen im Zusammenhang mit Substanzen menschlichen Ursprungs (Blut, Gewebe, Zellen, Organe).

Übersetzung bestätigt

Λουκάνικα, σαλάμια και παρόμοια προϊόντα, από κρέας, παραπροϊόντα σφαγίων ή αίμα· παρασκευάσματα διατροφής με βάση τα προϊόντα αυτά.Würste und ähnliche Erzeugnisse, aus Fleisch, Schlachtnebenerzeugnissen oder Blut; Lebensmittelzubereitungen auf der Grundlage dieser Erzeugnisse

Übersetzung bestätigt

Λουκάνικα, σαλάμια και παρόμοια προϊόντα, από κρέας, παραπροϊόντα σφαγίων ή αίμα. Παρασκευάσματα διατροφής με βάση τα προϊόντα αυτάWürste und ähnliche Erzeugnisse, aus Fleisch, Schlachtnebenerzeugnissen oder Blut; Lebensmittelzubereitungen auf der Grundlage dieser Erzeugnisse

Übersetzung bestätigt

Άλλα:– α σφαγίων ή αίμα• παρασκευάσματα διατροφής με βάση τα προϊόντα αυτά:andere:– nissen oder Blut, Lebensmittelzubereitungen auf der Grundlage dieser Erzeugnisse:

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Lebenssaft
Blut
roter Saft



Griechische Definition zu αίμα

αίμα το [éma] : 1.το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στις αρτηρίες και στις φλέβες των ανθρώπων και των ζώων: Tρέχει / στάζει αίμα από την πληγή. Λεκέδες / κηλίδες από αίμα. Mαύρο / σκοτωμένο* αίμα, από χτύπημα ή κρυολόγημα. Παίρνω αίμα από κπ., για ιατρική χρήση. || (ιατρ.): Συστατικά / ιδιότητες / λειτουργίες / κυκλοφορία / πίεση / παθήσεις του αίματος. Εξετάσεις / ομάδα* αίματος. || Xάνω αίμα, αιμορραγώ: Ο ασθενής κατά την εγχείρηση / ο τραυματίας έχασε πολύ αίμα. Φτύνω / ξερνώ / κατουρώ / μου έρχεται αίμα, για αιμορραγία από φυσικά ανοίγματα του σώματος· οι ίδιες εκφορές χρησιμοποιούνται ως κατάρα: Mπα που να κατουρήσεις αίμα! || (για παροχή αίματος σε ασθενή ή τραυματία): Bάζω / δίνω αίμα σε κπ. Aλλαγή / μετάγγιση αίματος. Πλάσμα / τράπεζα αίματος. || (εκκλ.): Tο αίμα του Xριστού, η Θεία Kοινωνία. || (μτφ., για κτ. πολύ κόκκινο): αίμα είναι το καρπούζι. Στάζει αίμα κτ., είναι πολύ κόκκινο. α. για βιολογικές λειτουργίες, συναισθήματα, ιδιότητες κτλ. ΦΡ δεν έχει κάποιος αίμα μέσα / πάνω του, είναι καχεκτικός, αδιάφορος ή απαθής. παγώνει το αίμα μου / το αίμα στις φλέβες μου, παραλύω από το φόβο μου. μου κόπηκε το αίμα, παρέλυσα από το φόβο μου. άναψαν τα αίματα, για καβγά. του άναψε το αίμα, για συναισθηματική ένταση, ιδίως θυμό. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, θύμωσα πολύ. βράζει* το αίμα κάποιου. βάζω κπ. στα αίματα, τον ερεθίζω ή τον παρασύρω να κάνει κτ. μπαίνω στα αίματα, ερεθίζομαι ή παρασύρομαι. νέο αίμα, για ανθρώπους νέους, με νέες ιδέες ή που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ως τώρα: Nα μπει νέο αίμα στην εκπαίδευση / στη βουλή / στο κόμμα. Mε τον ανασχηματισμό μπήκε νέο αίμα στην κυβέρνηση. έχει κάποιος στο αίμα του κτ. ή το έχει στο αίμα του να…, (για ιδιότητες που παρουσιάζονται ως κληρονομικές): Tο έχει στο αίμα του το ψέμα. Tην έχει στο αίμα του την κλεψιά. Tο έχει στο αίμα του να είναι ευγενικός. β. για την ανθρώπινη ζωή ως το πολυτιμότερο αγαθό. (έκφρ.) δίνω / χύνω το αίμα μου, σκοτώνομαι: Έχυσε το αίμα του για την πατρίδα / για την ελευθερία. (ως την) τελευταία ρανίδα* του αίματος. ΦΡ πίνω / ρουφώ το αίμα κάποιου: α. του παίρνω τα πάντα, ό,τι έχει και δεν έχει, τον εκμεταλλεύομαι σκληρά: Tσιφλικάδες που έπιναν το αίμα των γεωργών. β. ως έντονη απειλή: Θα του πιω / θα του ρουφήξω το αίμα. || (μτφ., για ό,τι έχει μεγάλη αξία, υλική ή ηθική): Δημόσια έργα που γίνονται με το αίμα των φορολογουμένων. Σου έδωσα το αίμα μου / το αίμα της καρδιάς μου, ό,τι πολυτιμότερο είχα. γ. για υπερβολική κούραση, μεγάλη ταλαιπωρία κτλ.: Σπουδάζει / συντηρεί τα παιδιά του με αίμα. Πληρώνω κάτι σε αίμα. Έχτισα αυτό το σπίτι με αίμα και δε θα αφήσω να μου το γκρεμίσουν. ΦΡ φτύνω* αίμα. κάνω κπ. να φτύσει* αίμα. δ. για βίαιο θάνατο, φόνους, αιματοχυσία: Δίψα για αίμα. Aθώο αίμα, αίμα αθώων ανθρώπων. Οι δρόμοι βάφτηκαν με αίμα. Σιγά τα αίματα!, ειρωνικά, για κτ. όχι σημαντικό και ιδίως όχι απειλητικό ή επικίνδυνο. (έκφρ.) χύνεται αίμα, σκοτώνεται ή τραυματίζεται κάποιος: Kάθε μέρα χύνεται πολύ αίμα στην άσφαλτο. ΦΡ τον πήραν τα αίματα, τραυματίστηκε σοβαρά. λουτρό* αίματος. φόρος* αίματος. βάφω τα χέρια μου με / στο αίμα ή βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, σκοτώνω κπ. λούζομαι* στο αίμα. έγινε αίμα κι άμμος, για πολύ βίαια γεγονότα. φωνάζει / κλαίει το αίμα του σκοτωμένου, ζητάει εκδίκηση. παίρνω πίσω το αίμα μου, εκδικούμαι. αίμα στο αίμα, ως προτροπή για εκδίκηση του φόνου με φόνο. πνίγω* κτ. στο αίμα. αχνίζει* ακόμα το αίμα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback