αδικώ altgriechisch ἀδικέω, -ῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Deutsche Synonyme |
---|
diskriminieren |
benachteiligen |
ungleich behandeln |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αδικώ | αδικούμε | αδικούμαι | αδικούμαστε |
αδικείς | αδικείτε | αδικείσαι | αδικείστε | ||
αδικεί | αδικούν(ε) | αδικείται | αδικούνται | ||
Imper fekt | αδικούσα | αδικούσαμε | αδικούμουν | αδικούμαστε | |
αδικούσες | αδικούσατε | ||||
αδικούσε | αδικούσαν(ε) | αδικούνταν, αδικείτο | αδικούνταν, αδικούντο | ||
Aorist | αδίκησα | αδικήσαμε | αδικήθηκα | αδικηθήκαμε | |
αδίκησες | αδικήσατε | αδικήθηκες | αδικηθήκατε | ||
αδίκησε | αδίκησαν, αδικήσαν(ε) | αδικήθηκε | αδικήθηκαν, αδικηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω αδικήσει έχω αδικημένο | έχουμε αδικήσει έχουμε αδικημένο | έχω αδικηθεί είμαι αδικημένος, -η | έχουμε αδικηθεί είμαστε αδικημένοι, -ες | |
έχεις αδικήσει έχεις αδικημένο | έχετε αδικήσει έχετε αδικημένο | έχεις αδικηθεί είσαι αδικημένος, -η | έχετε αδικηθεί είστε αδικημένοι, -ες | ||
έχει αδικήσει έχει αδικημένο | έχουν αδικήσει έχουν αδικημένο | έχει αδικηθεί είναι αδικημένος, -η, -ο | έχουν αδικηθεί είναι αδικημένοι, -ές, -α | ||
Plu perf ekt | είχα αδικήσει είχα αδικημένο | είχαμε αδικήσει είχαμε αδικημενο | είχα αδικηθεί ήμουν αδικημένος, -η | είχαμε αδικηθεί ήμαστε αδικημένοι, -ες | |
είχες αδικήσει είχες αδικημένο | είχατε αδικήσει είχατε αδικημένο | είχες αδικηθεί ήσουν αδικημένος, -η | είχατε αδικηθεί ήσαστε αδικημένοι, -ες | ||
είχε αδικήσει είχε αδικημένο | είχαν αδικήσει είχαν αδικημένο | είχε αδικηθεί ήταν αδικημένος, -η, -ο | είχαν αδικηθεί ήταν αδικημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αδικώ | θα αδικούμε | θα αδικούμαι | θα αδικούμαστε | |
θα αδικείς | θα αδικείτε | θα αδικείσαι | θα αδικείστε | ||
θα αδικεί | θα αδικούν(ε) | θα αδικείται | θα αδικούνται | ||
Fut ur | θα αδικήσω | θα αδικήσουμε | θα αδικηθώ | θα αδικηθούμε | |
θα αδικήσεις | θα αδικήσετε | θα αδικηθείς | θα αδικηθείτε | ||
θα αδικήσει | θα αδικήσουν(ε) | θα αδικηθεί | θα αδικηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αδικήσει θα έχω αδικημένο | θα έχουμε αδικήσει θα έχουμε αδικημένο | θα έχω αδικηθεί θα είμαι αδικημένος, -η | θα έχουμε αδικηθεί θα είμαστε αδικημένοι, -ες | |
θα έχεις αδικήσει θα έχεις αδικημένο | θα έχετε αδικήσει θα έχετε αδικημένο | θα έχεις αδικηθεί θα είσαι αδικημένος, -η | θα έχετε αδικηθεί θα είστε αδικημένοι, -η | ||
θα έχει αδικήσει θα έχει αδικημένο | θα έχουν αδικήσει θα έχουν αδικημένο | θα έχει αδικηθεί θα είναι αδικημένος, -η, -ο | θα έχουν αδικηθεί θα είναι αδικημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αδικώ | να αδικούμε | να αδικούμαι | να αδικούμαστε |
να αδικείς | να αδικείτε | να αδικείσαι | να αδικείστε | ||
να αδικεί | να αδικούν(ε) | να αδικείται | να αδικούνται | ||
Aorist | να αδικήσω | να αδικήσουμε, να αδικήσομε | να αδικηθώ | να αδικηθούμε | |
να αδικήσεις | να αδικήσετε | να αδικηθείς | να αδικηθείτε | ||
να αδικήσει | να αδικήσουν(ε) | να αδικηθεί | να αδικηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αδικήσει να έχω αδικημένο | να έχουμε αδικήσει να έχουμε αδικημένο | να έχω αδικηθεί να είμαι αδικημένος, -η | να έχουμε αδικηθεί να είμαστε αδικημενοι, -ες | |
να έχεις αδικήσει να έχεις αδικημένο | να έχετε αδικήσει να έχετε αδικημένο | να έχεις αδικηθεί να είσαι αδικημένος, -η | να έχετε αδικηθεί να είστε αδικημένοι, -ες | ||
να έχει αδικήσει να έχει αδικημένο | να έχουν αδικήσει να έχουν αδικημένο | να έχει αδικηθεί να είναι αδικημένος, -η, -ο | να έχουν αδικηθεί να είναι αδικημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αδικείτε | αδικείστε | ||
Aorist | αδίκησε | αδικήστε, αδικήσετε | αδικήσου | αδικηθείτε | |
Part izip | Pres | αδικώντας | |||
Perf | έχοντας αδικήσει, έχοντας αδικημένο | αδικημένος, -η, -ο | αδικημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αδικήσει | αδικηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | benachteilige | ||
du | benachteiligst | |||
er, sie, es | benachteiligt | |||
Präteritum | ich | benachteiligte | ||
Konjunktiv II | ich | benachteiligte | ||
Imperativ | Singular | benachteilig! benachteilige! | ||
Plural | benachteiligt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
benachteiligt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:benachteiligen |
αδικώ [aδikó] -ούμαι : 1.παραβαίνω το δίκαιο, διαπράττω αδικίες: Mε συγχωρείς αν σε αδίκησα. Iσχυρίζεται ότι αδικήθηκε. Tελικά ο καθηγητής δεν αδίκησε κανέναν. (έκφρ.) αδικημένος από τη φύση / τον αδίκησε η φύση, για άνθρωπο με εκ γενετής αναπηρία. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.