αδικώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Aber warum wollen Sie einen Mann wegen seiner Natur benachteiligen, indem Sie ihm den Preis für seine Tochter drücken, die er aufzog, fütterte und kleidete, im Schweiße seines Angesichts, bis Sie groß genug war, um für Sie beide von Interesse zu sein? | Αυτη ειναι η αληθεια. Εκμεταλλευεσαι ομως τη φυση καποιου... Τον ριχνεις στην τιμη για την κορη του που μεγαλωσε... Übersetzung nicht bestätigt |
Die benachteiligen die Stadtguerilla. | Αδικούν τους αντάρτες πόλεων. Übersetzung nicht bestätigt |
Erst kürzlich waren wir Opfer schrecklicher Anschuldigungen, die besagten, dass wir Frauen benachteiligen würden. | Πρόσφατα μας κατηγόρησαν ότι κάνουμε διακρίσεις εναντίων των γυναικών. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich werde keinen meiner Freunde oder Geschäftspartner schädigen oder irgendwie benachteiligen. | Δε θα χτυπήσω ούτε θα βλάψω με οποιονδήποτε τρόπο... τους φίλους ή τους συνεταίρους μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Aber Unterschiede bei Gefängnisstrafen... benachteiligen eindeutig überwiegend Minderheiten. | Αλλά μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι οι αποκλίσεις στις ποινές έχουν επηρεάσει δυσανάλογα τις μειονότητες. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
diskriminieren |
benachteiligen |
ungleich behandeln |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | benachteilige | ||
du | benachteiligst | |||
er, sie, es | benachteiligt | |||
Präteritum | ich | benachteiligte | ||
Konjunktiv II | ich | benachteiligte | ||
Imperativ | Singular | benachteilig! benachteilige! | ||
Plural | benachteiligt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
benachteiligt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:benachteiligen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αδικώ | αδικούμε | αδικούμαι | αδικούμαστε |
αδικείς | αδικείτε | αδικείσαι | αδικείστε | ||
αδικεί | αδικούν(ε) | αδικείται | αδικούνται | ||
Imper fekt | αδικούσα | αδικούσαμε | αδικούμουν | αδικούμαστε | |
αδικούσες | αδικούσατε | ||||
αδικούσε | αδικούσαν(ε) | αδικούνταν, αδικείτο | αδικούνταν, αδικούντο | ||
Aorist | αδίκησα | αδικήσαμε | αδικήθηκα | αδικηθήκαμε | |
αδίκησες | αδικήσατε | αδικήθηκες | αδικηθήκατε | ||
αδίκησε | αδίκησαν, αδικήσαν(ε) | αδικήθηκε | αδικήθηκαν, αδικηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω αδικήσει έχω αδικημένο | έχουμε αδικήσει έχουμε αδικημένο | έχω αδικηθεί είμαι αδικημένος, -η | έχουμε αδικηθεί είμαστε αδικημένοι, -ες | |
έχεις αδικήσει έχεις αδικημένο | έχετε αδικήσει έχετε αδικημένο | έχεις αδικηθεί είσαι αδικημένος, -η | έχετε αδικηθεί είστε αδικημένοι, -ες | ||
έχει αδικήσει έχει αδικημένο | έχουν αδικήσει έχουν αδικημένο | έχει αδικηθεί είναι αδικημένος, -η, -ο | έχουν αδικηθεί είναι αδικημένοι, -ές, -α | ||
Plu perf ekt | είχα αδικήσει είχα αδικημένο | είχαμε αδικήσει είχαμε αδικημενο | είχα αδικηθεί ήμουν αδικημένος, -η | είχαμε αδικηθεί ήμαστε αδικημένοι, -ες | |
είχες αδικήσει είχες αδικημένο | είχατε αδικήσει είχατε αδικημένο | είχες αδικηθεί ήσουν αδικημένος, -η | είχατε αδικηθεί ήσαστε αδικημένοι, -ες | ||
είχε αδικήσει είχε αδικημένο | είχαν αδικήσει είχαν αδικημένο | είχε αδικηθεί ήταν αδικημένος, -η, -ο | είχαν αδικηθεί ήταν αδικημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αδικώ | θα αδικούμε | θα αδικούμαι | θα αδικούμαστε | |
θα αδικείς | θα αδικείτε | θα αδικείσαι | θα αδικείστε | ||
θα αδικεί | θα αδικούν(ε) | θα αδικείται | θα αδικούνται | ||
Fut ur | θα αδικήσω | θα αδικήσουμε | θα αδικηθώ | θα αδικηθούμε | |
θα αδικήσεις | θα αδικήσετε | θα αδικηθείς | θα αδικηθείτε | ||
θα αδικήσει | θα αδικήσουν(ε) | θα αδικηθεί | θα αδικηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αδικήσει θα έχω αδικημένο | θα έχουμε αδικήσει θα έχουμε αδικημένο | θα έχω αδικηθεί θα είμαι αδικημένος, -η | θα έχουμε αδικηθεί θα είμαστε αδικημένοι, -ες | |
θα έχεις αδικήσει θα έχεις αδικημένο | θα έχετε αδικήσει θα έχετε αδικημένο | θα έχεις αδικηθεί θα είσαι αδικημένος, -η | θα έχετε αδικηθεί θα είστε αδικημένοι, -η | ||
θα έχει αδικήσει θα έχει αδικημένο | θα έχουν αδικήσει θα έχουν αδικημένο | θα έχει αδικηθεί θα είναι αδικημένος, -η, -ο | θα έχουν αδικηθεί θα είναι αδικημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αδικώ | να αδικούμε | να αδικούμαι | να αδικούμαστε |
να αδικείς | να αδικείτε | να αδικείσαι | να αδικείστε | ||
να αδικεί | να αδικούν(ε) | να αδικείται | να αδικούνται | ||
Aorist | να αδικήσω | να αδικήσουμε, να αδικήσομε | να αδικηθώ | να αδικηθούμε | |
να αδικήσεις | να αδικήσετε | να αδικηθείς | να αδικηθείτε | ||
να αδικήσει | να αδικήσουν(ε) | να αδικηθεί | να αδικηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αδικήσει να έχω αδικημένο | να έχουμε αδικήσει να έχουμε αδικημένο | να έχω αδικηθεί να είμαι αδικημένος, -η | να έχουμε αδικηθεί να είμαστε αδικημενοι, -ες | |
να έχεις αδικήσει να έχεις αδικημένο | να έχετε αδικήσει να έχετε αδικημένο | να έχεις αδικηθεί να είσαι αδικημένος, -η | να έχετε αδικηθεί να είστε αδικημένοι, -ες | ||
να έχει αδικήσει να έχει αδικημένο | να έχουν αδικήσει να έχουν αδικημένο | να έχει αδικηθεί να είναι αδικημένος, -η, -ο | να έχουν αδικηθεί να είναι αδικημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αδικείτε | αδικείστε | ||
Aorist | αδίκησε | αδικήστε, αδικήσετε | αδικήσου | αδικηθείτε | |
Part izip | Pres | αδικώντας | |||
Perf | έχοντας αδικήσει, έχοντας αδικημένο | αδικημένος, -η, -ο | αδικημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αδικήσει | αδικηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.