κεφάλαιο (λόγιο) altgriechisch κεφάλαιον κεφαλαίος κεφαλή[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η σημασία των προαναφερθεισών καταστάσεων περιγράφεται στη σχετική διάταξη 5.5.4 των αναλυτικών τεχνικών προδιαγραφών στο κεφάλαιο I. | Die Bedeutung der oben angegebenen Statuswerte ist in Abschnitt 5.5.4 der ausführlichen technischen Spezifikationen in Kapitel I erläutert. Übersetzung bestätigt |
Στο πλαίσιο μιας εφαρμογής XML, το ειδικό περιεχόμενο των εν λόγω επιπρόσθετων πληροφοριών πρέπει να κωδικοποιηθεί, χρησιμοποιώντας το αρχείο xsd που παρέχεται στο κεφάλαιο 3. | Im Zusammenhang mit einer XML-Implementierung muss der spezifische Inhalt solcher Zusatzinformationen unter Verwendung der in Kapitel III enthaltenen xsd-Datei codiert werden. Übersetzung bestätigt |
Περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις αντίστοιχες τεχνικές προδιαγραφές παρέχονται στις αναλυτικές προδιαγραφές στο κεφάλαιο Ι. | Weitere Informationen zu den entsprechenden technischen Spezifikationen enthält Kapitel I. Übersetzung bestätigt |
Στο παράρτημα Ι της απόφασης 2003/467/ΕΚ το κεφάλαιο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: | Anhang I Kapitel 2 der Entscheidung 2003/467/EG erhält folgende Fassung: Übersetzung bestätigt |
την οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών [1], και ιδίως το παράρτημα Α κεφάλαιο Ι σημείο 4, | gestützt auf die Richtlinie 64/432/EWG des Rates vom 26. Juni 1964 zur Regelung viehseuchenrechtlicher Fragen beim innergemeinschaftlichen Handelsverkehr mit Rindern und Schweinen [1], insbesondere auf Anhang A Kapitel I Nummer 4, Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Noch keine Grammatik zu κεφάλαιο.
Singular | Plural 1 | Plural 2 | |
---|---|---|---|
Nominativ | das Kapital | die Kapitale | die Kapitalien |
Genitiv | des Kapitals | der Kapitale | der Kapitalien |
Dativ | dem Kapital | den Kapitalen | den Kapitalien |
Akkusativ | das Kapital | die Kapitale | die Kapitalien |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Großbuchstabe | die Großbuchstaben |
Genitiv | des Großbuchstabens des Großbuchstaben | der Großbuchstaben |
Dativ | dem Großbuchstaben | den Großbuchstaben |
Akkusativ | den Großbuchstaben | die Großbuchstaben |
κεφάλαιο το [kefáleo] : 1α. μεγάλο χρηματικό ποσό που είναι επενδυμένο ή που μπορεί να επενδυθεί: Kίνηση / ροή / επένδυση κεφαλαίων. Aποδοτικότητα / παραγωγικότητα κεφαλαίου. Aποθεματικό κεφάλαιο. Mετοχικό κεφάλαιο. Εταιρικό κεφάλαιο. Συσσώρευση κεφαλαίων. Πάγια κεφάλαια. Εσύ θα βάλεις το κεφάλαιο κι εγώ θα εξοπλίσω την επιχείρηση. Aμοιβαία κεφάλαια, χρηματιστηριακοί τίτλοι. || το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης ή μιας οικονομικής μονάδας, το οποίο μπορεί να ρευστοποιηθεί. || σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, χρήμα, προϊόντα και μέσα παραγωγής τα οποία δημιουργούνται από την οικειοποίηση της υπεραξίας της μισθωτής εργασίας. β. το χρηματικό ποσό που έγινε αντικείμενο δανεισμού ή τοκισμού: Επιτόκιο είναι ο ετήσιος τόκος ενός κεφαλαίου εκα τό δραχμών. γ. η κοινωνική τάξη που αποτελείται από τους κατόχους του μεγάλου κεφαλαίου· κεφαλαιοκράτες, καπιταλιστές: Σύγκρουση εργατών και κεφαλαίου. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.