Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischαπλώς altgriechisch ἁπλῶς ((Lehnbedeutung) französisch simplement)
άλλωστε altgriechisch ἄλλως τε
φροντιστήριο altgriechisch φροντιστήριον φροντιστής + -τήριον ((Lehnbedeutung) englisch tutorial)
μετέωρο französisch météore mittellateinisch meteora (πληθυντικός) altgriechisch τά μετέωρα (=αστρονομικά φαινόμενα), Maskulinum von μετέωρος
αργία altgriechisch ἀργός
ακουστική (entlehnt aus) französisch acoustique altgriechisch ἀκουστικόν ἀκουστικός ἀκούω
σχόλη mittelgriechisch σχόλη με αλλαγή του τονισμού για διαφοροποίηση von σχολή altgriechisch σχολή
πίεση altgriechisch πίεσις πιέζω ((Lehnbedeutung) französisch pression)
μάνα mittelgriechisch μάνα / μάννα μάμμα altgriechisch μάμμη
καταγγελία Koine-Griechisch καταγγελία altgriechisch καταγγέλλω
δέσποινα (λόγιο) altgriechisch δέσποινα, Femininum von δεσπότης proto-indogermanisch *déms pótis *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος). Συγγενές με το σανσκριτικό दम्पत्नि (dampatni) (οικοκυρά)
βόμβα μπόμπα italienisch bomba lateinisch bombus altgriechisch βόμβος (αντιδάνειο) Onomatopoetikum
αίθουσα altgriechisch αἴθουσα στοά (στεγασμένος ανοικτός χώρος, εξωτερικά του σπιτιού, που άναβαν τη φωτιά) θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος αἴθω (καίω) ως ουσ.
παροχή altgriechisch παροχή
μέγαρο altgriechisch μέγαρον vorhellenistisch ή σημιτική[1] ((Lehnbedeutung) französisch palazzo[2])
λαβή altgriechisch λαβή λαμβάνω
κρέμα αντιδάνειο italienisch crema παλαιά französisch cresme lateinisch chrisma altgriechisch χρῖσμα[1] ή italienisch crema französisch crème spätlateinisch crama κελτική karma (καϊμάκι, ανθόγαλο) με επίδραση της spätlateinischς chrisma altgriechisch χρῖσμα[2] για το καλλυντικό französisch crème[3]
κατόπιν altgriechisch κατόπιν
επαφή altgriechisch ἐπαφή
άσκηση altgriechisch ἄσκησις
τηλεφωνία (entlehnt aus) französisch téléphonie telephone altgriechisch τῆλε + φωνή
μεγάλος altgriechisch μέγας
μάτι mittelgriechisch μάτι / μάτιν ὀμμάτιν altgriechisch ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα (μάτι) *ὄπ-μα indoeuropäisch (Wurzel) *op- / *okʷ-
Ισραήλ altgriechisch Ἰσραήλ
έκταση altgriechisch ἔκτασις ἐκτείνω τείνω
δάφνη altgriechisch δάφνη Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Δάφνη ήταν νύμφη των δασών. Ο Απόλλωνας γοητεύτηκε von ομορφιά της και, για να σωθεί την καταδίωξή του, μεταμορφώθηκε σε δέντρο, όταν ο Απόλλωνας προσπάθησε να την αγκαλιάσει. Ο Απόλλωνας λυπημένος έκοψε ένα κλαδί von δέντρο και στεφανώθηκε. Από τότε η δάφνη είναι το ιερό φυτό του θεού Απόλλωνα.
χρονικό altgriechisch χρονικόν Maskulinum von επιθέτου χρονικός
πυρά (λόγιο) altgriechisch πυρά (βωμός για έμπυρες θυσίες)[1] πῦρ
προσπαθώ Koine-Griechisch προσπαθέω / προσπαθῶ προσπαθής πρός + altgriechisch πάθος πάσχω
πάθος altgriechisch πάθος
θόρυβος altgriechisch θόρυβος
άντε άμετε mittelgriechisch άμε[1] altgriechisch ἄγετε, προστακτική του ἄγω[2]. siehe auch το άιντε, δάνειο von türkisch haydi[3] ή hayde οθωμανικά τουρκικά هایده (hayde), هایدی (haydi)
αγόρι mittelgriechisch αγόρι(ν) / αγούριν Koine-Griechisch ἄγωρος altgriechisch ἄωρος ἀ- + ὥρα indoeuropäisch (Wurzel) *yōr-ā *yēr / *yeh₁r- (έτος, εποχή)
φιλοσοφία altgriechisch φιλοσοφία φιλο- + σοφία
πρόσκληση altgriechisch πρόσκλησις προσκαλέω πρός + καλέω ((Lehnbedeutung) französisch invitation)
πλήθος altgriechisch πλῆθος πίμπλημι
θεωρία altgriechisch θεωρία
γυμνάσιο altgriechisch γυμνάσιον
ύστερα altgriechisch ὕστερον
σήμα altgriechisch σῆμα
κήπος altgriechisch κῆπος
ζήτημα altgriechisch ζήτημα
εντελώς altgriechisch ἐντελῶς ἐντελής
δίσκος altgriechisch δίσκος δικεῖν
διανομή altgriechisch διανομή διανέμω διά + νέμω
απεργία απεργός + -ία altgriechisch ἔργον
φύλλο altgriechisch φύλλον
τέρμα altgriechisch τέρμα proto-indogermanisch *térmn̥ (τέρμα, όριο)
πρόβατο altgriechisch πρόβατον προβαίνω προ + βαίνω
γενικός altgriechisch γενικός
τραπέζι mittelgriechisch τραπέζιν altgriechisch τράπεζα proto-indogermanisch *tr̥-ped-ih₂- (που έχει τρία πόδια) *tr̥-[1] (τρία) + *pṓds (πούς, πόδι)[2]
συμμετέχω altgriechisch συμμετέχω σύν + μετέχω μετά + ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ-
όντως altgriechisch ὄντως
μωρό mittelgriechisch μωρόν (substantiviert) altgriechisch μωρός[1]
κυνήγι mittelgriechisch κυνήγι(ν) Koine-Griechisch κυνήγιον altgriechisch κυνηγέσιον κυνηγός κύων + ἄγω
ανοίγω altgriechisch ἀνοίγω
μεσημέρι mittelgriechisch μεσημέρι(ν) Koine-Griechisch μεσημέριον, Maskulinum von μεσημέριος altgriechisch μέσος + ἡμέρα
καταγραφή Koine-Griechisch καταγραφή altgriechisch καταγράφω κατά + γράφω
κάμερα italienisch camera lateinisch camera (obscura) altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο)
εργαστήρι mittelgriechisch εργαστήρι(ν) altgriechisch ἐργαστήριον
αστέρας altgriechisch ἀστήρ
κτίριο mittelgriechisch κτήριον [1] / κτίρειον / κτίριον [2] altgriechisch οἰκητήριον [3] οἰκέω / οἰκῶ οἶκος ϝοῖκος proto-indogermanisch *woyḱos / *wéyḱs
έκφραση altgriechisch ἔκφρασις
δύο altgriechisch δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ (δύο)
διευθυντής (λόγιο) Koine-Griechisch διευθυντής (λογιστής, ελεγκτής), (Lehnbedeutung) französisch directeur[1] διευθύνω διά (δι-) + altgriechisch εὐθύνω εὐθύς
δέντρο altgriechisch δένδρον proto-indogermanisch *der-drew- *dóru (δέντρο)
άνδρας λόγια επίδραση στο άντρας με προφορά [nð][1] altgriechisch ἀνήρ, αιτιατική, ἄνδρα
ανατολή altgriechisch ἀνατολή ἀνατέλλω
ρύθμιση mittelgriechisch ῥύθμισις altgriechisch ῥυθμίζω ῥυθμός ῥέω proto-indogermanisch *srew- (ρέω)
πύλη altgriechisch πύλη
χορός altgriechisch χορός ίσως χέρι ή χῶρος
φίλος altgriechisch φίλος proto-indogermanisch *bʰil-
βουλευτής altgriechisch βουλευτής βουλεύω βουλή
φιλία altgriechisch φιλία φίλος
υπόψη υπόψιν Katharevousa υπ' όψιν υπό + altgriechisch ὄψιν, Akkusativ von ὄψις
υποβολή (λόγιο) altgriechisch ὑποβολή ὑποβάλλω ὑπό (υπο-) + βάλλω
παράσταση mittelgriechisch παράστασις altgriechisch παρίστημι altgriechisch παρά + ίστημι
ξεκινώ ξε- + κινώ altgriechisch ἐκκινῶ (το πρόθημα ξε- αντικατέστησε την πρόθεση ἐκ)
θύμα altgriechisch θῦμα θύω
απορία altgriechisch ἀπορία ἄπορος ἀ- στερητικό + πόρος (πέρασμα)
σύνθεση altgriechisch σύνθεσις
μάθημα altgriechisch μάθημα
θαύμα altgriechisch θαῦμα
επέκταση altgriechisch ἐπέκτασις ((Lehnbedeutung) französisch expansion)
κανάλι mittelgriechisch κανάλι(ν) Koine-Griechisch κανάλιον lateinisch canalis canna altgriechisch κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο)
σύλλογος (λόγιο) altgriechisch σύλλογος συλλέγω (συγκεντρώνω) σύλ- + -λογος,
περίοδος altgriechisch περίοδος
ορός altgriechisch ὁρός
κινηματογράφος (entlehnt aus) französisch cinématographe (ο μηχανισμός λήψης αλλά και ο μηχανισμός προβολής κινηματογραφικών εικόνων) altgriechisch κίνημα + γράφω
κατάργηση Koine-Griechisch κατάργησις altgriechisch καταργέω / καταργῶ ἀργέω / ἀργῶ ἀργός ἀεργός ἀ- + ἔργον proto-griechisch *wérgon indoeuropäisch (Wurzel) *wérǵom *werǵ-
σκοπός altgriechisch σκοπός σκέπτομαι proto-griechisch *sképťomai proto-indogermanisch *skep-ye- (από μετάθεση) *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
σκέψη altgriechisch σκέψις
πείρα altgriechisch πεῖρα πειρῶμαι
μεταμόρφωση altgriechisch μεταμόρφωσις
κίνημα altgriechisch κίνημα κινέω / κινῶ (2. (Lehnübersetzung) französisch mouvement)
κάποτε mittelgriechisch κάποτε altgriechisch κἄν + ποτέ
εκδρομή altgriechisch ἐκδρομή ((Lehnbedeutung) (αγγλικά) excursion)
ωράριο ὡράριον ὥρα + -ιον zur Wiedergabe von französisch horaire von spätlateinisch horarium von altgriechisch ὥρα και ὥρη
ταύρος altgriechisch (ταῦρος)
σταθμά δεύτερος Mehrzahl von σταθμός altgriechisch σταθμά
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.