συμμετέχω Verb  [simmetecho, symmetexw]

  Verb
(40)
mitmachen (ugs.)
  Verb
(29)
  Verb
(12)
mitspielen (ugs.)
  Verb
(4)

Etymologie zu συμμετέχω

συμμετέχω altgriechisch συμμετέχω σύν + μετέχω μετά + ἔχω indoeuropäisch (Wurzel) *seǵʰ-


GriechischDeutsch
Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να επαναλάβω τις ευχαριστίες μου προς τον εισηγητή για τον εξαιρετικά συνεργάσιμο τρόπο με τον οποίο προσέγγισε αυτήν τη σημαντική έκθεση, και χαίρομαι που συμμετέχω στην οικεία αυτή συγκέντρωση φανατικών των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας τόσο αργά το βράδυ.Herr Präsident, ich möchte dem Berichterstatter ebenfalls meinen Dank für seine äußerst kooperative Herangehensweise aussprechen, mit der er die Arbeit an diesem wichtigen Bericht begonnen hat, und ich freue mich, an dieser intimen Zusammenkunft von Anhängern erneuerbarer Energiequellen zu so nachtschlafender Zeit teilnehmen zu dürfen.

Übersetzung bestätigt

Ο αξιότιμος βουλευτής διατύπωσε ορισμένες σοβαρές παρατηρήσεις και τον καλώ, εάν είναι εύκαιρος αύριο το πρωί, να παρακολουθήσει τη συζήτηση για την Αιθιοπία, στην οποία θα συμμετέχω ο ίδιος επειδή ο συνάδελφός μου πρέπει να βρίσκεται κάπου αλλού.Wenn der Herr Abgeordnete, der hier einige sehr ernste Probleme angesprochen hat, morgen vormittag Zeit hat, dann kann er gern an der Debatte über Äthiopien teilnehmen, bei der ich zugegen sein werde, weil mein Kollege anderweitig zu tun hat.

Übersetzung bestätigt

Σε ό,τι αφορά τις υποψήφιες χώρες, είχα την ιδιαίτερη χαρά να συμμετέχω πριν από μερικές εβδομάδες σε μια μεγάλη διάσκεψη για την κοινωνία των πληροφοριών στη Βαρσοβία, όπου συμμετείχαν όλες οι υποψήφιες χώρες και όπου υπήρχε μεγάλη ζήτηση για συνεργασία μεταξύ ΕΕ και των υποψηφίων χωρών.Im Hinblick auf die Beitrittskandidaten konnte ich erfreulicherweise vor einigen Wochen an einer großen Konferenz über die Informationsgesellschaft in Warschau teilnehmen, bei der auch alle Kanditatenländer anwesend waren. Das Interesse an einer Zusammenarbeit zwischen der EU und den Beitrittskandidaten war dabei sehr groß.

Übersetzung bestätigt

Πρόθεσή μου είναι μάλιστα να ενημερώνω το Κοινοβούλιο τακτικά σχετικά με το ζήτημα και, όπως πιθανώς γνωρίζετε, θα συμμετέχω σε συνεδρίαση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων την επόμενη εβδομάδα, στις 12 Σεπτεμβρίου.Ich möchte dem Parlament regelmäßig über dieses Thema Bericht erstatten, und wie Sie vielleicht wissen, werde ich nächste Woche am 12. September an einer Sitzung des Ausschusses für bürgerliche Freiheiten, Justiz und Inneres teilnehmen.

Übersetzung bestätigt

(FR) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, είμαι πολύ ευτυχής που συμμετέχω σε αυτήν τη συζήτηση για την ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών.(FR) Herr Präsident, meine Damen und Herren! Es ist mir eine große Freude, hier an dieser Aussprache über die europäische Verkehrspolitik teilnehmen zu können.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu συμμετέχω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συμμετέχω, exw>έχωσυμμετέχουμε, συμμετέχομε
συμμετέχειςσυμμετέχετε
συμμετέχεισυμμετέχουν(ε)
Imper
fekt
συμμετείχασυμμετείχαμε
συμμετείχεςσυμμετείχατε
συμμετείχεσυμμετείχαν(ε)
Aorist(συμμετείχα)(συμμετείχαμε)
(συμμετείχες)(συμμετείχατε)
(συμμετείχε)(συμμετείχαν(ε))
Per
fekt
έχω συμμετάσχειέχουμε συμμετάσχει
έχεις συμμετάσχειέχετε συμμετάσχει
έχει συμμετάσχειέχουν συμμετάσχει
Plu
per
fekt
είχα συμμετάσχειείχαμε συμμετάσχει
είχες συμμετάσχειείχατε συμμετάσχει
είχε συμμετάσχειείχαν συμμετάσχει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συμμετέχωθα συμμετέχουμε, θα συμμετέχομε
θα συμμετέχειςθα συμμετέχετε
θα συμμετέχειθα συμμετέχουν(ε)
Fut
ur
θα συμμετάσχωθα συμμετάσχουμε, θα συμμετάσχομε
θα συμμετάσχειςθα συμμετάσχετε
θα συμμετάσχειθα συμμετάσχουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συμμετάσχειθα έχουμε συμμετάσχει
θα έχεις συμμετάσχειθα έχετε συμμετάσχει
θα έχει συμμετάσχειθα έχουν συμμετάσχει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συμμετέχωνα συμμετέχουμε, να συμμετέχομε
να συμμετέχειςνα συμμετέχετε
να συμμετέχεινα συμμετέχουν(ε)
Aoristνα συμμετάσχωνα συμμετάσχουμε, να συμμετάσχομε
να συμμετάσχειςνα συμμετάσχετε
να συμμετάσχεινα συμμετάσχουν(ε)
Perfνα έχω συμμετάσχεινα έχουμε συμμετάσχει
να έχεις συμμετάσχεινα έχετε συμμετάσχει
να έχει συμμετάσχεινα έχουν συμμετάσχει
Imper
ativ
Presσυμμετέχετε
Aoristσυμμετάσχετε
Part
izip
Presσυμμετέχοντας
Perfέχοντας συμμετάσχει
InfinAoristσυμμετάσχει











Griechische Definition zu συμμετέχω

συμμετέχω [simetéxo] Ρ (βλ. μετέχω) : 1α.παίρνω μέρος σε κάποια δραστηριότητα σε συνεργασία με άλλους, με την προσωπική εκτέλεση ενός έργου ή με την υλική, ηθική ή πνευματική προσφορά μου: Συμμετέσχε στο β' παγκόσμιο πόλεμο / σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες. Στην κατασκευή του αεροδρομίου συμμετέχουν και ξένες εταιρείες. Στην επιχείρηση θα συμμετάσχει με δύο εκατομμύρια. Στην εκδήλωση θα συμμετάσχουν πολλοί καλλιτέχνες. Στη συζήτηση συμμετέχουν όλοι οι ακροατές. Οι μαθητές συμμετέχουν στο μάθημα (με ερωτήσεις και με παρατηρήσεις). || συμμετέχω στα κέρδη / στις ζημίες. β. είμαι παρών σε κάποια εκδήλωση, σε κάποιο γεγονός: Στη γιορτή / στην εκδρομή / στη θεατρική παράσταση συμμετείχαν όλοι οι μαθητές. γ. για πράγμα ή αφηρημένο ουσιαστικό που επιδρά, μαζί με άλλους παράγοντες, θετικά ή αρνητικά σε κτ.: Tα αυτοκίνητα συμμετέχουν σε μεγάλο ποσοστό στη ρύπανση της ατμόσφαιρας. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback