παραδέχομαι Verb  [paradechome, parathechome, paradexomai]

  Verb
(0)

Etymologie zu παραδέχομαι

παραδέχομαι altgriechisch παρά + δέχομαι


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu παραδέχομαι

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραδέχομαιπαραδεχόμαστε
παραδέχεσαιπαραδέχεστε, παραδεχόσαστε
παραδέχεταιπαραδέχονται
Imper
fekt
παραδεχόμουν(α)παραδεχόμαστε, παραδεχόμασταν
παραδεχόσουν(α)παραδεχόσαστε, παραδεχόσασταν
παραδεχόταν(ε)παραδέχονταν, παραδεχόντανε, παραδεχόντουσαν
Aoristπαραδέχθηκα, παραδέχτηκαπαραδεχθήκαμε, παραδεχτήκαμε
παραδέχθηκες, παραδέχτηκεςπαραδεχθήκατε, παραδεχτήκατε
παραδέχθηκε, παραδέχτηκεπαραδέχθηκαν/παραδέχτηκαν, παραδεχθήκαν(ε)/παραδεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραδεχθεί
έχω παραδεχτεί
έχουμε παραδεχθεί
έχουμε παραδεχτεί
έχεις παραδεχθεί
έχεις παραδεχτεί
έχετε παραδεχθεί
έχετε παραδεχτεί
έχει παραδεχθεί
έχει παραδεχτεί
έχουν παραδεχθεί
έχουν παραδεχτεί
Plu
per
fekt
είχα παραδεχθεί
είχα παραδεχτεί
είχαμε παραδεχθεί
είχαμε παραδεχτεί
είχες παραδεχθεί
είχες παραδεχτεί
είχατε παραδεχθεί
είχατε παραδεχτεί
είχε παραδεχθεί
είχε παραδεχτεί
είχαν παραδεχθεί
είχαν παραδεχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραδέχομαιθα παραδεχόμαστε
θα παραδέχεσαιθα παραδέχεστε, θα παραδεχόσαστε
θα παραδέχεταιθα παραδέχονται
Fut
ur
θα παραδεχθώ, θα παραδεχτώθα παραδεχθούμε, θα παραδεχτούμε
θα παραδεχθείς, θα παραδεχτείςθα παραδεχθείτε, θα παραδεχτείτε
θα παραδεχθεί, θα παραδεχτείθα παραδεχθούν(ε), θα παραδεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραδεχθεί
θα έχω παραδεχτεί
θα έχουμε παραδεχθεί
θα έχουμε παραδεχτεί
θα έχεις παραδεχθεί
θα έχεις παραδεχτεί
θα έχετε παραδεχθεί
θα έχετε παραδεχτεί
θα έχει παραδεχθεί
θα έχει παραδεχτεί
θα έχουν παραδεχθεί
θα έχουν παραδεχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραδέχομαινα παραδεχόμαστε
να παραδέχεσαινα παραδέχεστε, να παραδεχόσαστε
να παραδέχεταινα παραδέχονται
Aoristνα παραδεχθώ, να παραδεχτώνα παραδεχθούμε, να παραδεχτούμε
να παραδεχθείς, να παραδεχτείςνα παραδεχθείτε, να παραδεχτείτε
να παραδεχθεί, να παραδεχτείνα παραδεχθούν(ε), να παραδεχτούν(ε)
Perfνα έχω παραδεχθεί
να έχω παραδεχτεί
να έχουμε παραδεχθεί
να έχουμε παραδεχτεί
να έχεις παραδεχθεί
να έχεις παραδεχτεί
να έχετε παραδεχθεί
να έχετε παραδεχτεί
να έχει παραδεχθεί
να έχει παραδεχτεί
να έχουν παραδεχθεί
να έχουν παραδεχτεί
Imper
ativ
Presπαραδέχεστε
Aoristδέξουπαραδεχθείτε, παραδεχτείτε
Part
izip
Presπαραδεδεχόμενος
Perfπαραδεδεγμένος, -η, -οπαραδεδεγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπαραδεχθεί, παραδεχτεί





Griechische Definition zu παραδέχομαι

παραδέχομαι [paraδéxome] Ρ3β : 1. δέχομαι, αναγνωρίζω κτ. ως αληθινό ή ως σωστό, το εγκρίνω, συμφωνώ μ΄ αυτό· (πρβ. αποδέχομαι): Δεν παραδέχεται τις μαρξιστικές ερμηνείες / απόψεις. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback