anerkennen
 Verb

αναγνωρίζω Verb
(11)
παραδέχομαι Verb
(0)
καταξιώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich möchte keineswegs den allgemeinen Erfolg der in der Agenda 2000 festgelegten GAP-Reform schmälern und natürlich anerkennen, daß die Landwirte ohne Einkommensbeihilfen nicht überleben würden. Gleichzeitig muß ich aber mein Unbehagen darüber bekennen, daß die von den Landwirten eingebrachte Ernte ihrer Anbaufläche unter den Erzeugungskosten verkauft werden muß, wie es in vielen Fällen geschieht.Αν και δεν θα ήθελα με κανέναν τρόπο να μειώσω τη γενική επιτυχία της μεταρρύθμισης της ΚΓΠ, όπως συμφωνήθηκε στην Ατζέντα 2000, και αν και αναγνωρίζω ότι χωρίς ενίσχυση προς το εισόδημά τους οι αγρότες δεν θα επιβίωναν, οφείλω, παράλληλα, να ομολογήσω ότι αισθάνομαι κάποια ανησυχία απέναντι σε μια κατάσταση στην οποία τα προϊόντα της γης, που παράγονται από τους γεωργούς μας, πρέπει να πωλούνται σε τιμές κατώτερες από το κόστος παραγωγής.

Übersetzung bestätigt

(EN) Herr Präsident! Ich möchte anerkennen, welch enorme Arbeit mein Kollege Syed Kamall für diesen Bericht über den Dienstleistungsverkehr geleistet hat, kann ihm aber nicht uneingeschränkt dazu gratulieren, da ich mit einigen Elementen seines Ansatzes grundsätzlich nicht einverstanden bin.(EN) Κύριε Πρόεδρε, αναγνωρίζω την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε ο συνάδελφός μου, Syed Kamall, για την εν λόγω έκθεση σχετικά με τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών, φοβούμαι όμως ότι δεν μπορώ να τον συγχαρώ ανεπιφύλακτα για το έργο του, δεδομένου ότι διαφωνώ ουσιαστικά με ορισμένα από τα στοιχεία της προσέγγισής του.

Übersetzung bestätigt

Abschließend möchte ich anmerken, obwohl wir das Recht der Türkei und Russlands als Beobachter in EURONEST voll anerkennen, dass keines dieser Länder seine Stellung für die eigenen außenpolitischen Ziele verwenden darf.Τέλος, παρότι αναγνωρίζω πλήρως το δικαίωμα της Τουρκίας και της Ρωσίας να είναι παρατηρητές στη EURONEST, καμία από τις δύο χώρες δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει τη θέση αυτή για τους δικούς της σκοπούς εξωτερικής πολιτικής.

Übersetzung bestätigt

was ich hiermit anerkennen möchte.Δια του παρόντος το αναγνωρίζω.

Übersetzung bestätigt

Obwohl wir den Bedarf an innovativen Neuerungen zur Verbesserung der Situation anerkennen, müssen diese Innovationen und bewährten Verfahren eindeutig von Mitgliedstaaten und den Fischern selbst ausgehen.Ενώ αναγνωρίζω την ανάγκη για νέα καινοτομία για να βελτιωθεί η κατάσταση, οι περισσότερες τέτοιες καινοτομίες και οι καλύτερες πρακτικές προήρθαν σαφέστατα από τα κράτη μέλη και τους ίδιους τους αλιείς.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναγνωρίζωαναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομεαναγνωρίζομαιαναγνωριζόμαστε
αναγνωρίζειςαναγνωρίζετεαναγνωρίζεσαιαναγνωρίζεστε, αναγνωριζόσαστε
αναγνωρίζειαναγνωρίζουν(ε)αναγνωρίζεταιαναγνωρίζονται
Imper
fekt
αναγνώριζααναγνωρίζαμεαναγνωριζόμουν(α)αναγνωριζόμαστε, αναγνωριζόμασταν
αναγνώριζεςαναγνωρίζατεαναγνωριζόσουν(α)αναγνωριζόσαστε, αναγνωριζόσασταν
αναγνώριζεαναγνώριζαν, αναγνωρίζαν(ε)αναγνωριζόταν(ε)αναγνωρίζονταν, αναγνωριζόντανε, αναγνωριζόντουσαν
Aoristαναγνώρισααναγνωρίσαμεαναγνωρίστηκααναγνωριστήκαμε
αναγνώρισεςαναγνωρίσατεαναγνωρίστηκεςαναγνωριστήκατε
αναγνώρισεαναγνώρισαν, αναγνωρίσαν(ε)αναγνωρίστηκεαναγνωρίστηκαν, αναγνωριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναγνωρίσει
έχω αναγνωρισμένο
έχουμε αναγνωρίσει
έχουμε αναγνωρισμένο
έχω αναγνωριστεί
είμαι αναγνωρισμένος, -η
έχουμε αναγνωριστεί
είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες
έχεις αναγνωρίσει
έχεις αναγνωρισμένο
έχετε αναγνωρίσει
έχετε αναγνωρισμένο
έχεις αναγνωριστεί
είσαι αναγνωρισμένος, -η
έχετε αναγνωριστεί
είστε αναγνωρισμένοι, -ες
έχει αναγνωρίσει
έχει αναγνωρισμένο
έχουν αναγνωρίσει
έχουν αναγνωρισμένο
έχει αναγνωριστεί
είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο
έχουν αναγνωριστεί
είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναγνωρίσει
είχα αναγνωρισμένο
είχαμε αναγνωρίσει
είχαμε αναγνωρισμένο
είχα αναγνωριστεί
ήμουν αναγνωρισμένος, -η
είχαμε αναγνωριστεί
ήμαστε αναγνωρισμένοι, -ες
είχες αναγνωρίσει
είχες αναγνωρισμένο
είχατε αναγνωρίσει
είχατε αναγνωρισμένο
είχες αναγνωριστεί
ήσουν αναγνωρισμένος, -η
είχατε αναγνωριστεί
ήσαστε αναγνωρισμένοι, -ες
είχε αναγνωρίσει
είχε αναγνωρισμένο
είχαν αναγνωρίσει
είχαν αναγνωρισμένο
είχε αναγνωριστεί
ήταν αναγνωρισμένος, -η, -ο
είχαν αναγνωριστεί
ήταν αναγνωρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναγνωρίζωθα αναγνωρίζουμε, θα αναγνωρίζομεθα αναγνωρίζομαιθα αναγνωριζόμαστε
θα αναγνωρίζειςθα αναγνωρίζετεθα αναγνωρίζεσαιθα αναγνωρίζεστε, θα αναγνωριζόσαστε
θα αναγνωρίζειθα αναγνωρίζουν(ε)θα αναγνωρίζεταιθα αναγνωρίζονται
Fut
ur
θα αναγνωρίσωθα αναγνωρίσουμε, θα αναγνωρίζομεθα αναγνωριστώθα αναγνωριστούμε
θα αναγνωρίσειςθα αναγνωρίσετεθα αναγνωριστείςθα αναγνωριστείτε
θα αναγνωρίσειθα αναγνωρίσουν(ε)θα αναγνωριστείθα αναγνωριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναγνωρίσει
θα έχω αναγνωρισμένο
θα έχουμε αναγνωρίσει
θα έχουμε αναγνωρισμένο
θα έχω αναγνωριστεί
θα είμαι αναγνωρισμένος, -η
θα έχουμε αναγνωριστεί
θα είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες
θα έχεις αναγνωρίσει
θα έχεις αναγνωρισμένο
θα έχετε αναγνωρίσει
θα έχετε αναγνωρισμένο
θα έχεις αναγνωριστεί
θα είσαι αναγνωρισμένος, -η
θα έχετε αναγνωριστεί
θα είστε αναγνωρισμένοι, -ες
θα έχει αναγνωρίσει
θα έχει αναγνωρισμένο
θα έχουν αναγνωρίσει
θα έχουν αναγνωρισμένο
θα έχει αναγνωριστεί
θα είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο
θα έχουν αναγνωριστεί
θα είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναγνωρίζωνα αναγνωρίζουμε, να αναγνωρίζομενα αναγνωρίζομαινα αναγνωριζόμαστε
να αναγνωρίζειςνα αναγνωρίζετενα αναγνωρίζεσαινα αναγνωρίζεστε, να αναγνωριζόσαστε
να αναγνωρίζεινα αναγνωρίζουν(ε)να αναγνωρίζεταινα αναγνωρίζονται
Aoristνα αναγνωρίσωνα αναγνωρίσουμε, να αναγνωρίσομενα αναγνωριστώνα αναγνωριστούμε
να αναγνωρίσειςνα αναγνωρίσετενα αναγνωριστείςνα αναγνωριστείτε
να αναγνωρίσεινα αναγνωρίσουν(ε)να αναγνωριστείνα αναγνωριστούν(ε)
Perfνα έχω αναγνωρίσει
να έχω αναγνωρισμένο
να έχουμε αναγνωρίσει
να έχουμε αναγνωρισμένο
να έχω αναγνωριστεί
να είμαι αναγνωρισμένος, -η
να έχουμε αναγνωριστεί
να είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες
να έχεις αναγνωρίσει
να έχεις αναγνωρισμένο
να έχετε αναγνωρίσει
να έχετε αναγνωρισμένο
να έχεις αναγνωριστεί
να είσαι αναγνωρισμένος, -η
να έχετε αναγνωριστεί
να είστε αναγνωρισμένοι, -ες
να έχει αναγνωρίσει
να έχει αναγνωρισμένο
να έχουν αναγνωρίσει
να έχουν αναγνωρισμένο
να έχει αναγνωριστεί
να είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο
να έχουν αναγνωριστεί
να είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαναγνώριζεαναγνωρίζετεαναγνωρίζεστε
Aoristαναγνώρισεαναγνωρίστεαναγνωρίσουαναγνωριστείτε
Part
izip
Presαναγνωρίζονταςαναγνωριζόμενος
Perfέχοντας αναγνωρίσει, έχοντας αναγνωρισμένοαναγνωρισμένος, -η, -οαναγνωρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναγνωρίσειαναγνωριστεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραδέχομαιπαραδεχόμαστε
παραδέχεσαιπαραδέχεστε, παραδεχόσαστε
παραδέχεταιπαραδέχονται
Imper
fekt
παραδεχόμουν(α)παραδεχόμαστε, παραδεχόμασταν
παραδεχόσουν(α)παραδεχόσαστε, παραδεχόσασταν
παραδεχόταν(ε)παραδέχονταν, παραδεχόντανε, παραδεχόντουσαν
Aoristπαραδέχθηκα, παραδέχτηκαπαραδεχθήκαμε, παραδεχτήκαμε
παραδέχθηκες, παραδέχτηκεςπαραδεχθήκατε, παραδεχτήκατε
παραδέχθηκε, παραδέχτηκεπαραδέχθηκαν/παραδέχτηκαν, παραδεχθήκαν(ε)/παραδεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραδεχθεί
έχω παραδεχτεί
έχουμε παραδεχθεί
έχουμε παραδεχτεί
έχεις παραδεχθεί
έχεις παραδεχτεί
έχετε παραδεχθεί
έχετε παραδεχτεί
έχει παραδεχθεί
έχει παραδεχτεί
έχουν παραδεχθεί
έχουν παραδεχτεί
Plu
per
fekt
είχα παραδεχθεί
είχα παραδεχτεί
είχαμε παραδεχθεί
είχαμε παραδεχτεί
είχες παραδεχθεί
είχες παραδεχτεί
είχατε παραδεχθεί
είχατε παραδεχτεί
είχε παραδεχθεί
είχε παραδεχτεί
είχαν παραδεχθεί
είχαν παραδεχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραδέχομαιθα παραδεχόμαστε
θα παραδέχεσαιθα παραδέχεστε, θα παραδεχόσαστε
θα παραδέχεταιθα παραδέχονται
Fut
ur
θα παραδεχθώ, θα παραδεχτώθα παραδεχθούμε, θα παραδεχτούμε
θα παραδεχθείς, θα παραδεχτείςθα παραδεχθείτε, θα παραδεχτείτε
θα παραδεχθεί, θα παραδεχτείθα παραδεχθούν(ε), θα παραδεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραδεχθεί
θα έχω παραδεχτεί
θα έχουμε παραδεχθεί
θα έχουμε παραδεχτεί
θα έχεις παραδεχθεί
θα έχεις παραδεχτεί
θα έχετε παραδεχθεί
θα έχετε παραδεχτεί
θα έχει παραδεχθεί
θα έχει παραδεχτεί
θα έχουν παραδεχθεί
θα έχουν παραδεχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραδέχομαινα παραδεχόμαστε
να παραδέχεσαινα παραδέχεστε, να παραδεχόσαστε
να παραδέχεταινα παραδέχονται
Aoristνα παραδεχθώ, να παραδεχτώνα παραδεχθούμε, να παραδεχτούμε
να παραδεχθείς, να παραδεχτείςνα παραδεχθείτε, να παραδεχτείτε
να παραδεχθεί, να παραδεχτείνα παραδεχθούν(ε), να παραδεχτούν(ε)
Perfνα έχω παραδεχθεί
να έχω παραδεχτεί
να έχουμε παραδεχθεί
να έχουμε παραδεχτεί
να έχεις παραδεχθεί
να έχεις παραδεχτεί
να έχετε παραδεχθεί
να έχετε παραδεχτεί
να έχει παραδεχθεί
να έχει παραδεχτεί
να έχουν παραδεχθεί
να έχουν παραδεχτεί
Imper
ativ
Presπαραδέχεστε
Aoristδέξουπαραδεχθείτε, παραδεχτείτε
Part
izip
Presπαραδεδεχόμενος
Perfπαραδεδεγμένος, -η, -οπαραδεδεγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπαραδεχθεί, παραδεχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback