αναγνωρίζω altgriechisch ἀναγνωρίζω ἀνά + γνωρίζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ως εκ τούτου, οι εθνικοί, ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί αναγνωρίζω ολοένα περισσότερο τις επιπτώσεις της διεθνούς μετανάστευσης στην ανάπτυξη και το κράτος προνοίας, τόσο στις χώρες προέλευσης όσο και στις χώρες προορισμού. | Nationale, europäische und internationale Behörden und Organisationen erkennen immer klarer an, dass die internationalen Migrationsströme sowohl in den Herkunftsals auch in den Zielländern Auswirkungen auf Wachstum und Wohlstand haben. Übersetzung bestätigt |
Επίσης, δεν αναγνωρίζω κανένα πλεονέκτημα στην εισαγωγή των αμερικανικών «class actions» στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη – ούτε καν για τους καταναλωτές οι οποίοι ειδικά στη Γερμανία προστατεύονται πλέον από πλήθος νομοθετικών διατάξεων, από τη δικαιοσύνη και από ενώσεις καταναλωτών σε εντυπωσιακά υψηλό επίπεδο. | Ich kann auch keinen Vorteil im Import der amerikanischen "class actions" in die europäische Rechtsordnung erkennen – auch nicht für die Verbraucher, die gerade in Deutschland durch eine umfangreiche Gesetzgebung, durch die Justiz und durch Verbraucherverbände bereits heute auf beeindruckend hohem Niveau geschützt sind. Übersetzung bestätigt |
Λυπάμαι κι εγώ που σ'αυτό ωθηθήκαμε και αναγκασθήκαμε να προχωρήσουμε κάτω από την θέση που πήραν η Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και της 'Ενωσης για την Ευρώπη, ενώ βέβαια αναγνωρίζω και βλέπω εδώ συναδέλφους μου από τις ομάδες αυτές, που είναι γνωστό ότι αγωνίζονται για την υπόθεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. | Hier kommt nichts vor von wirklicher Resozialisation, hier wird nicht gefordert, die sozialen Verhältnisse zu verändern, sondern man macht letztlich im eigenen Trott weiter, auch wenn lobenswerte Ansätze zu erkennen sind, wir ändern nicht die Wirtschaftspolitik, wir paktieren nach wie vor mit den Oligarchien in diesen Ländern. Übersetzung bestätigt |
Θα συζητήσουμε, στην προσεχή συνάντηση με τους Σλοβάκους συναδέλφους μας, τις προόδους που επιδιώκουμε και που προσωπικά δεν αναγνωρίζω ότι επετεύχθησαν σ' αυτόν τον τομέα, και μετά θα υποβάλουμε μια σχετική σύσταση στην Ολομέλεια. | Wir werden beim nächsten Treffen mit unseren slowakischen Kollegen die erzielten Fortschritte, die ich auf diesem Gebiet bisher noch nicht erkennen kann, diskutieren, und wir werden dann eine entsprechende Empfehlung an das Plenum abgeben. Übersetzung bestätigt |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναγνωρίζω | αναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομε | αναγνωρίζομαι | αναγνωριζόμαστε |
αναγνωρίζεις | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεσαι | αναγνωρίζεστε, αναγνωριζόσαστε | ||
αναγνωρίζει | αναγνωρίζουν(ε) | αναγνωρίζεται | αναγνωρίζονται | ||
Imper fekt | αναγνώριζα | αναγνωρίζαμε | αναγνωριζόμουν(α) | αναγνωριζόμαστε, αναγνωριζόμασταν | |
αναγνώριζες | αναγνωρίζατε | αναγνωριζόσουν(α) | αναγνωριζόσαστε, αναγνωριζόσασταν | ||
αναγνώριζε | αναγνώριζαν, αναγνωρίζαν(ε) | αναγνωριζόταν(ε) | αναγνωρίζονταν, αναγνωριζόντανε, αναγνωριζόντουσαν | ||
Aorist | αναγνώρισα | αναγνωρίσαμε | αναγνωρίστηκα | αναγνωριστήκαμε | |
αναγνώρισες | αναγνωρίσατε | αναγνωρίστηκες | αναγνωριστήκατε | ||
αναγνώρισε | αναγνώρισαν, αναγνωρίσαν(ε) | αναγνωρίστηκε | αναγνωρίστηκαν, αναγνωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναγνωρίσει έχω αναγνωρισμένο | έχουμε αναγνωρίσει έχουμε αναγνωρισμένο | έχω αναγνωριστεί είμαι αναγνωρισμένος, -η | έχουμε αναγνωριστεί είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
έχεις αναγνωρίσει έχεις αναγνωρισμένο | έχετε αναγνωρίσει έχετε αναγνωρισμένο | έχεις αναγνωριστεί είσαι αναγνωρισμένος, -η | έχετε αναγνωριστεί είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
έχει αναγνωρίσει έχει αναγνωρισμένο | έχουν αναγνωρίσει έχουν αναγνωρισμένο | έχει αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | έχουν αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναγνωρίσει είχα αναγνωρισμένο | είχαμε αναγνωρίσει είχαμε αναγνωρισμένο | είχα αναγνωριστεί ήμουν αναγνωρισμένος, -η | είχαμε αναγνωριστεί ήμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
είχες αναγνωρίσει είχες αναγνωρισμένο | είχατε αναγνωρίσει είχατε αναγνωρισμένο | είχες αναγνωριστεί ήσουν αναγνωρισμένος, -η | είχατε αναγνωριστεί ήσαστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
είχε αναγνωρίσει είχε αναγνωρισμένο | είχαν αναγνωρίσει είχαν αναγνωρισμένο | είχε αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένος, -η, -ο | είχαν αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναγνωρίζω | θα αναγνωρίζουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωρίζομαι | θα αναγνωριζόμαστε | |
θα αναγνωρίζεις | θα αναγνωρίζετε | θα αναγνωρίζεσαι | θα αναγνωρίζεστε, θα αναγνωριζόσαστε | ||
θα αναγνωρίζει | θα αναγνωρίζουν(ε) | θα αναγνωρίζεται | θα αναγνωρίζονται | ||
Fut ur | θα αναγνωρίσω | θα αναγνωρίσουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωριστώ | θα αναγνωριστούμε | |
θα αναγνωρίσεις | θα αναγνωρίσετε | θα αναγνωριστείς | θα αναγνωριστείτε | ||
θα αναγνωρίσει | θα αναγνωρίσουν(ε) | θα αναγνωριστεί | θα αναγνωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναγνωρίσει θα έχω αναγνωρισμένο | θα έχουμε αναγνωρίσει θα έχουμε αναγνωρισμένο | θα έχω αναγνωριστεί θα είμαι αναγνωρισμένος, -η | θα έχουμε αναγνωριστεί θα είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
θα έχεις αναγνωρίσει θα έχεις αναγνωρισμένο | θα έχετε αναγνωρίσει θα έχετε αναγνωρισμένο | θα έχεις αναγνωριστεί θα είσαι αναγνωρισμένος, -η | θα έχετε αναγνωριστεί θα είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
θα έχει αναγνωρίσει θα έχει αναγνωρισμένο | θα έχουν αναγνωρίσει θα έχουν αναγνωρισμένο | θα έχει αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | θα έχουν αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναγνωρίζω | να αναγνωρίζουμε, να αναγνωρίζομε | να αναγνωρίζομαι | να αναγνωριζόμαστε |
να αναγνωρίζεις | να αναγνωρίζετε | να αναγνωρίζεσαι | να αναγνωρίζεστε, να αναγνωριζόσαστε | ||
να αναγνωρίζει | να αναγνωρίζουν(ε) | να αναγνωρίζεται | να αναγνωρίζονται | ||
Aorist | να αναγνωρίσω | να αναγνωρίσουμε, να αναγνωρίσομε | να αναγνωριστώ | να αναγνωριστούμε | |
να αναγνωρίσεις | να αναγνωρίσετε | να αναγνωριστείς | να αναγνωριστείτε | ||
να αναγνωρίσει | να αναγνωρίσουν(ε) | να αναγνωριστεί | να αναγνωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναγνωρίσει να έχω αναγνωρισμένο | να έχουμε αναγνωρίσει να έχουμε αναγνωρισμένο | να έχω αναγνωριστεί να είμαι αναγνωρισμένος, -η | να έχουμε αναγνωριστεί να είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
να έχεις αναγνωρίσει να έχεις αναγνωρισμένο | να έχετε αναγνωρίσει να έχετε αναγνωρισμένο | να έχεις αναγνωριστεί να είσαι αναγνωρισμένος, -η | να έχετε αναγνωριστεί να είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
να έχει αναγνωρίσει να έχει αναγνωρισμένο | να έχουν αναγνωρίσει να έχουν αναγνωρισμένο | να έχει αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | να έχουν αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αναγνώριζε | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεστε | |
Aorist | αναγνώρισε | αναγνωρίστε | αναγνωρίσου | αναγνωριστείτε | |
Part izip | Pres | αναγνωρίζοντας | αναγνωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας αναγνωρίσει, έχοντας αναγνωρισμένο | αναγνωρισμένος, -η, -ο | αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναγνωρίσει | αναγνωριστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erkenne | ||
du | erkennst | |||
er, sie, es | erkennt | |||
Präteritum | ich | erkannte | ||
Konjunktiv II | ich | erkennte | ||
Imperativ | Singular | erkenn! erkenne! | ||
Plural | erkennt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erkannt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erkennen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erkenne an anerkenne | ||
du | erkennst an anerkennst | |||
er, sie, es | erkennt an anerkennt | |||
Präteritum | ich | erkannte an anerkannte | ||
Konjunktiv II | ich | erkennte an anerkennte | ||
Imperativ | Singular | erkenn an! erkenne an! anerkenn! anerkenne! | ||
Plural | erkennt an! anerkennt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
anerkannt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anerkennen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | würdige | ||
du | würdigst | |||
er, sie, es | würdigt | |||
Präteritum | ich | würdigte | ||
Konjunktiv II | ich | würdigte | ||
Imperativ | Singular | würdig! würdige! | ||
Plural | würdigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gewürdigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:würdigen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erkenne wieder | ||
du | erkennst wieder | |||
er, sie, es | erkennt wieder | |||
Präteritum | ich | erkannte wieder | ||
Konjunktiv II | ich | erkennte wieder | ||
Imperativ | Singular | erkenn wieder! erkenne wieder! | ||
Plural | erkennt wieder! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
wiedererkannt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:wiedererkennen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | billige zu | ||
du | billigst zu | |||
er, sie, es | billigt zu | |||
Präteritum | ich | billigte zu | ||
Konjunktiv II | ich | billigte zu | ||
Imperativ | Singular | billig zu! billige zu! | ||
Plural | billigt zu! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zugebilligt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zubilligen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | sehe ein | ||
du | siehst ein | |||
er, sie, es | sieht ein | |||
Präteritum | ich | sah ein | ||
Konjunktiv II | ich | sähe ein | ||
Imperativ | Singular | sieh ein! | ||
Plural | seht ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingesehen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einsehen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | respektiere | ||
du | respektierst | |||
er, sie, es | respektiert | |||
Präteritum | ich | respektierte | ||
Konjunktiv II | ich | respektierte | ||
Imperativ | Singular | respektiere! respektier! | ||
Plural | respektiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
respektiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:respektieren |
αναγνωρίζω [anaγnorízo] -ομαι : 1.διαπιστώνω την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος που κάποτε γνώρισα, ανασυνθέτοντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του: Tον αναγνώρισα μέσα στο πλήθος. Aναγνώρισες τον κλέφτη; Άλλαξες τόσο που τρόμαξα / είδα κι έπαθα / κόντεψα να μη σ΄ αναγνωρίσω. Δεν κατάφεραν ν΄ αναγνωρίσουν τα παραμορφωμένα πτώματα. Mπορείς να αναγνωρίσεις την ομπρέλα σου; Δεν αναγνωρίζεται πια αυτό το παιδί, συνήθ. για αλλαγή στο χαρακτήρα του. || Tον αναγνώρισα από τη φωνή. Aπό τις πρώτες νότες αναγνώρισε το τραγούδι. (έκφρ.) δε σε αναγνωρίζω, ως εκδήλωση αποδοκιμασίας κάποιου για πράξεις ή ιδέες που δεν είχε στο παρελθόν. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.