αναγνωρίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Man wird Ihnen durch aufgrund Ihres Gesundheitszustand mildernde Umstände zubilligen. | Η υγεία σας δεν είναι καλά. Übersetzung nicht bestätigt |
Die Konsequenz war klar vorauszusehen. Geschworene, wenn Sie dem Angeklagten keine mildernden Umstände zubilligen, gibt es nur eine Entscheidung. | Κύριοι ένορκοι, ξέρω πως αρνούμενοι τα ελαφρυντικά, θα φτάσετε μέχρι το απόλυτο. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn's Auto nicht anspringt, würdest du den Zweifel dem Angeklagten zubilligen? | Μπαμπά, αν δεν παίρνει μπροστά το αμάξι, θα αρχίσεις να αμφιβάλλεις; Übersetzung nicht bestätigt |
Eins muss ich dir zubilligen, Junge. | Πρέπει να το παραδεχτώ μικρέ. Übersetzung nicht bestätigt |
Du wirst mir nie etwas zubilligen, oder? | Ποτέ δεν μου αναγνωρίζεις τίποτα καλό. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
zubilligen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | billige zu | ||
du | billigst zu | |||
er, sie, es | billigt zu | |||
Präteritum | ich | billigte zu | ||
Konjunktiv II | ich | billigte zu | ||
Imperativ | Singular | billig zu! billige zu! | ||
Plural | billigt zu! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zugebilligt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zubilligen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναγνωρίζω | αναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομε | αναγνωρίζομαι | αναγνωριζόμαστε |
αναγνωρίζεις | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεσαι | αναγνωρίζεστε, αναγνωριζόσαστε | ||
αναγνωρίζει | αναγνωρίζουν(ε) | αναγνωρίζεται | αναγνωρίζονται | ||
Imper fekt | αναγνώριζα | αναγνωρίζαμε | αναγνωριζόμουν(α) | αναγνωριζόμαστε, αναγνωριζόμασταν | |
αναγνώριζες | αναγνωρίζατε | αναγνωριζόσουν(α) | αναγνωριζόσαστε, αναγνωριζόσασταν | ||
αναγνώριζε | αναγνώριζαν, αναγνωρίζαν(ε) | αναγνωριζόταν(ε) | αναγνωρίζονταν, αναγνωριζόντανε, αναγνωριζόντουσαν | ||
Aorist | αναγνώρισα | αναγνωρίσαμε | αναγνωρίστηκα | αναγνωριστήκαμε | |
αναγνώρισες | αναγνωρίσατε | αναγνωρίστηκες | αναγνωριστήκατε | ||
αναγνώρισε | αναγνώρισαν, αναγνωρίσαν(ε) | αναγνωρίστηκε | αναγνωρίστηκαν, αναγνωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναγνωρίσει έχω αναγνωρισμένο | έχουμε αναγνωρίσει έχουμε αναγνωρισμένο | έχω αναγνωριστεί είμαι αναγνωρισμένος, -η | έχουμε αναγνωριστεί είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
έχεις αναγνωρίσει έχεις αναγνωρισμένο | έχετε αναγνωρίσει έχετε αναγνωρισμένο | έχεις αναγνωριστεί είσαι αναγνωρισμένος, -η | έχετε αναγνωριστεί είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
έχει αναγνωρίσει έχει αναγνωρισμένο | έχουν αναγνωρίσει έχουν αναγνωρισμένο | έχει αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | έχουν αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναγνωρίσει είχα αναγνωρισμένο | είχαμε αναγνωρίσει είχαμε αναγνωρισμένο | είχα αναγνωριστεί ήμουν αναγνωρισμένος, -η | είχαμε αναγνωριστεί ήμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
είχες αναγνωρίσει είχες αναγνωρισμένο | είχατε αναγνωρίσει είχατε αναγνωρισμένο | είχες αναγνωριστεί ήσουν αναγνωρισμένος, -η | είχατε αναγνωριστεί ήσαστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
είχε αναγνωρίσει είχε αναγνωρισμένο | είχαν αναγνωρίσει είχαν αναγνωρισμένο | είχε αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένος, -η, -ο | είχαν αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναγνωρίζω | θα αναγνωρίζουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωρίζομαι | θα αναγνωριζόμαστε | |
θα αναγνωρίζεις | θα αναγνωρίζετε | θα αναγνωρίζεσαι | θα αναγνωρίζεστε, θα αναγνωριζόσαστε | ||
θα αναγνωρίζει | θα αναγνωρίζουν(ε) | θα αναγνωρίζεται | θα αναγνωρίζονται | ||
Fut ur | θα αναγνωρίσω | θα αναγνωρίσουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωριστώ | θα αναγνωριστούμε | |
θα αναγνωρίσεις | θα αναγνωρίσετε | θα αναγνωριστείς | θα αναγνωριστείτε | ||
θα αναγνωρίσει | θα αναγνωρίσουν(ε) | θα αναγνωριστεί | θα αναγνωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναγνωρίσει θα έχω αναγνωρισμένο | θα έχουμε αναγνωρίσει θα έχουμε αναγνωρισμένο | θα έχω αναγνωριστεί θα είμαι αναγνωρισμένος, -η | θα έχουμε αναγνωριστεί θα είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
θα έχεις αναγνωρίσει θα έχεις αναγνωρισμένο | θα έχετε αναγνωρίσει θα έχετε αναγνωρισμένο | θα έχεις αναγνωριστεί θα είσαι αναγνωρισμένος, -η | θα έχετε αναγνωριστεί θα είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
θα έχει αναγνωρίσει θα έχει αναγνωρισμένο | θα έχουν αναγνωρίσει θα έχουν αναγνωρισμένο | θα έχει αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | θα έχουν αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναγνωρίζω | να αναγνωρίζουμε, να αναγνωρίζομε | να αναγνωρίζομαι | να αναγνωριζόμαστε |
να αναγνωρίζεις | να αναγνωρίζετε | να αναγνωρίζεσαι | να αναγνωρίζεστε, να αναγνωριζόσαστε | ||
να αναγνωρίζει | να αναγνωρίζουν(ε) | να αναγνωρίζεται | να αναγνωρίζονται | ||
Aorist | να αναγνωρίσω | να αναγνωρίσουμε, να αναγνωρίσομε | να αναγνωριστώ | να αναγνωριστούμε | |
να αναγνωρίσεις | να αναγνωρίσετε | να αναγνωριστείς | να αναγνωριστείτε | ||
να αναγνωρίσει | να αναγνωρίσουν(ε) | να αναγνωριστεί | να αναγνωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναγνωρίσει να έχω αναγνωρισμένο | να έχουμε αναγνωρίσει να έχουμε αναγνωρισμένο | να έχω αναγνωριστεί να είμαι αναγνωρισμένος, -η | να έχουμε αναγνωριστεί να είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
να έχεις αναγνωρίσει να έχεις αναγνωρισμένο | να έχετε αναγνωρίσει να έχετε αναγνωρισμένο | να έχεις αναγνωριστεί να είσαι αναγνωρισμένος, -η | να έχετε αναγνωριστεί να είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
να έχει αναγνωρίσει να έχει αναγνωρισμένο | να έχουν αναγνωρίσει να έχουν αναγνωρισμένο | να έχει αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | να έχουν αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αναγνώριζε | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεστε | |
Aorist | αναγνώρισε | αναγνωρίστε | αναγνωρίσου | αναγνωριστείτε | |
Part izip | Pres | αναγνωρίζοντας | αναγνωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας αναγνωρίσει, έχοντας αναγνωρισμένο | αναγνωρισμένος, -η, -ο | αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναγνωρίσει | αναγνωριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.