σέβομαι Verb (62) |
αναγνωρίζω Verb (0) |
σέβω Verb (0) |
διαπρεπίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
In diesem Sinne und lassen Sie mich betonen, dass ich nicht als Linksfanatiker bekannt bin muss ich sagen, dass ich vom Änderungsantrag von unserem Kollegen Herrn Weber, den ich und viele andere respektieren, überrascht und zugleich erschreckt bin. | Από την άποψη αυτή -και επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι δεν έχω φήμη φανατικού αριστερούπρέπει να πω ότι εξεπλάγην και απογοητεύθηκα από την τροπολογία που κατέθεσε ο συνάδελφός μας, ο κ. Weber, τον οποίο σέβομαι, και αρκετοί άλλοι. Übersetzung bestätigt |
Ich zähle auf Ihre Unterstützung im Hinblick auf die vollständige Einhaltung der Befugnisse der Kommission, wie auch ich immer die Befugnisse des Parlaments respektieren werde. | Βασίζομαι στη στήριξή σας για τον πλήρη σεβασμό των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, όπως και εγώ θα σέβομαι πάντα τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου. Übersetzung bestätigt |
Während wir die diversen besonderen Situationen in diesen Ländern respektieren, erwarte ich, dass dieser Europäische Rat in sehr deutlichen Worten erklärt, dass die Prinzipien der Rechtsstaatlichkeit und der Achtung der Grundrechte und der pluralistischen Demokratie verordnet und respektiert werden müssen. Demokratie ist tatsächlich der beste Weg, Stabilität und Wohlstand in diesen Ländern zu erreichen, so wie überall. | Παρότι σέβομαι τις διαφορετικές ειδικές καταστάσεις στις χώρες αυτές, αναμένω από το παρόν Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να δηλώσει σαφέστατα ότι οι αρχές του κράτους δικαίου και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της πολυφωνικής δημοκρατίας πρέπει να εφαρμόζονται και να γίνονται σεβαστά. " δημοκρατία είναι πράγματι ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξη σταθερότητας και ευημερίας στις χώρες αυτές, όπως και οπουδήποτε αλλού. Übersetzung bestätigt |
So wie ich die Rechte dieses Parlaments verteidige, muß ich auch die der übrigen respektieren, denke ich. | 'Οπως υπερασπίζομαι τα δικαιώματα αυτού του Κοινοβουλίου, πιστεύω ότι πρέπει να σέβομαι και τα δικαιώματα των άλλων κοινοβουλίων. Übersetzung bestätigt |
Ich weiß, welche Ansicht er persönlich vertritt, und ich respektiere sie auch, doch muß er ebenso das Europäische Parlament respektieren sowie unsere Arbeitsregeln. | Γνωρίζω την προσωπική άποψή του, την οποία σέβομαι, αλλά κι αυτός επίσης θα πρέπει να σεβαστεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τους δικούς μας κανόνες εργασίας. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
achten |
denken (an) |
respektieren |
berücksichtigen |
(einer Sache) genügen |
Genüge tun |
Rechnung tragen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | respektiere | ||
du | respektierst | |||
er, sie, es | respektiert | |||
Präteritum | ich | respektierte | ||
Konjunktiv II | ich | respektierte | ||
Imperativ | Singular | respektiere! respektier! | ||
Plural | respektiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
respektiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:respektieren |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | σέβομαι | σεβόμαστε |
σέβεσαι | σέβεστε, σεβόσαστε | ||
σέβεται | σέβονται | ||
Imper fekt | σεβόμουν(α) | σεβόμαστε, σεβόμασταν | |
σεβόσουν(α) | σεβόσαστε, σεβόσασταν | ||
σεβόταν(ε) | σέβονταν, σεβόντανε, σεβόντουσαν | ||
Aorist | σεβάστηκα | σεβαστήκαμε | |
σεβάστηκες | σεβαστήκατε | ||
σεβάστηκε | σεβάστηκαν, σεβαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω σεβαστεί | έχουμε σεβαστεί | |
έχεις σεβαστεί | έχετε σεβαστεί | ||
έχει σεβαστεί | έχουν σεβαστεί | ||
Plu per fekt | είχα σεβαστεί | είχαμε σεβαστεί | |
είχες σεβαστεί | είχατε σεβαστεί | ||
είχε σεβαστεί | είχαν σεβαστεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα σέβομαι | θα σεβόμαστε | |
θα σέβεσαι | θα σέβεστε, θα σεβόσαστε | ||
θα σέβεται | θα σέβονται | ||
Fut ur | θα σεβαστώ | θα σεβαστούμε | |
θα σεβαστείς | θα σεβαστείτε | ||
θα σεβαστεί | θα σεβαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω σεβαστεί | θα έχουμε σεβαστεί | |
θα έχεις σεβαστεί | θα έχετε σεβάστει | ||
θα έχει σεβαστεί | θα έχουν σεβαστεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να σέβομαι | να σεβόμαστε |
να σέβεσαι | να σέβεστε, να σεβόσαστε | ||
να σέβεται | να σέβονται | ||
Aorist | να σεβαστώ | να σεβαστούμε | |
να σεβαστείς | να σεβαστείτε | ||
να σεβαστεί | να σεβαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω σεβαστεί | να έχουμε σεβαστεί | |
να έχεις σεβαστεί | να έχετε σεβαστεί | ||
να έχει σεβαστεί | να έχουν σεβαστεί | ||
Imper ativ | Pres | σέβεστε | |
Aorist | σεβασττού | σεβαστείτε | |
Part izip | Pres | σεβόμενος | |
Perf | |||
Infin | Aorist | σεβαστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναγνωρίζω | αναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομε | αναγνωρίζομαι | αναγνωριζόμαστε |
αναγνωρίζεις | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεσαι | αναγνωρίζεστε, αναγνωριζόσαστε | ||
αναγνωρίζει | αναγνωρίζουν(ε) | αναγνωρίζεται | αναγνωρίζονται | ||
Imper fekt | αναγνώριζα | αναγνωρίζαμε | αναγνωριζόμουν(α) | αναγνωριζόμαστε, αναγνωριζόμασταν | |
αναγνώριζες | αναγνωρίζατε | αναγνωριζόσουν(α) | αναγνωριζόσαστε, αναγνωριζόσασταν | ||
αναγνώριζε | αναγνώριζαν, αναγνωρίζαν(ε) | αναγνωριζόταν(ε) | αναγνωρίζονταν, αναγνωριζόντανε, αναγνωριζόντουσαν | ||
Aorist | αναγνώρισα | αναγνωρίσαμε | αναγνωρίστηκα | αναγνωριστήκαμε | |
αναγνώρισες | αναγνωρίσατε | αναγνωρίστηκες | αναγνωριστήκατε | ||
αναγνώρισε | αναγνώρισαν, αναγνωρίσαν(ε) | αναγνωρίστηκε | αναγνωρίστηκαν, αναγνωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναγνωρίσει έχω αναγνωρισμένο | έχουμε αναγνωρίσει έχουμε αναγνωρισμένο | έχω αναγνωριστεί είμαι αναγνωρισμένος, -η | έχουμε αναγνωριστεί είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
έχεις αναγνωρίσει έχεις αναγνωρισμένο | έχετε αναγνωρίσει έχετε αναγνωρισμένο | έχεις αναγνωριστεί είσαι αναγνωρισμένος, -η | έχετε αναγνωριστεί είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
έχει αναγνωρίσει έχει αναγνωρισμένο | έχουν αναγνωρίσει έχουν αναγνωρισμένο | έχει αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | έχουν αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναγνωρίσει είχα αναγνωρισμένο | είχαμε αναγνωρίσει είχαμε αναγνωρισμένο | είχα αναγνωριστεί ήμουν αναγνωρισμένος, -η | είχαμε αναγνωριστεί ήμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
είχες αναγνωρίσει είχες αναγνωρισμένο | είχατε αναγνωρίσει είχατε αναγνωρισμένο | είχες αναγνωριστεί ήσουν αναγνωρισμένος, -η | είχατε αναγνωριστεί ήσαστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
είχε αναγνωρίσει είχε αναγνωρισμένο | είχαν αναγνωρίσει είχαν αναγνωρισμένο | είχε αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένος, -η, -ο | είχαν αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναγνωρίζω | θα αναγνωρίζουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωρίζομαι | θα αναγνωριζόμαστε | |
θα αναγνωρίζεις | θα αναγνωρίζετε | θα αναγνωρίζεσαι | θα αναγνωρίζεστε, θα αναγνωριζόσαστε | ||
θα αναγνωρίζει | θα αναγνωρίζουν(ε) | θα αναγνωρίζεται | θα αναγνωρίζονται | ||
Fut ur | θα αναγνωρίσω | θα αναγνωρίσουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωριστώ | θα αναγνωριστούμε | |
θα αναγνωρίσεις | θα αναγνωρίσετε | θα αναγνωριστείς | θα αναγνωριστείτε | ||
θα αναγνωρίσει | θα αναγνωρίσουν(ε) | θα αναγνωριστεί | θα αναγνωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναγνωρίσει θα έχω αναγνωρισμένο | θα έχουμε αναγνωρίσει θα έχουμε αναγνωρισμένο | θα έχω αναγνωριστεί θα είμαι αναγνωρισμένος, -η | θα έχουμε αναγνωριστεί θα είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
θα έχεις αναγνωρίσει θα έχεις αναγνωρισμένο | θα έχετε αναγνωρίσει θα έχετε αναγνωρισμένο | θα έχεις αναγνωριστεί θα είσαι αναγνωρισμένος, -η | θα έχετε αναγνωριστεί θα είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
θα έχει αναγνωρίσει θα έχει αναγνωρισμένο | θα έχουν αναγνωρίσει θα έχουν αναγνωρισμένο | θα έχει αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | θα έχουν αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναγνωρίζω | να αναγνωρίζουμε, να αναγνωρίζομε | να αναγνωρίζομαι | να αναγνωριζόμαστε |
να αναγνωρίζεις | να αναγνωρίζετε | να αναγνωρίζεσαι | να αναγνωρίζεστε, να αναγνωριζόσαστε | ||
να αναγνωρίζει | να αναγνωρίζουν(ε) | να αναγνωρίζεται | να αναγνωρίζονται | ||
Aorist | να αναγνωρίσω | να αναγνωρίσουμε, να αναγνωρίσομε | να αναγνωριστώ | να αναγνωριστούμε | |
να αναγνωρίσεις | να αναγνωρίσετε | να αναγνωριστείς | να αναγνωριστείτε | ||
να αναγνωρίσει | να αναγνωρίσουν(ε) | να αναγνωριστεί | να αναγνωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναγνωρίσει να έχω αναγνωρισμένο | να έχουμε αναγνωρίσει να έχουμε αναγνωρισμένο | να έχω αναγνωριστεί να είμαι αναγνωρισμένος, -η | να έχουμε αναγνωριστεί να είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
να έχεις αναγνωρίσει να έχεις αναγνωρισμένο | να έχετε αναγνωρίσει να έχετε αναγνωρισμένο | να έχεις αναγνωριστεί να είσαι αναγνωρισμένος, -η | να έχετε αναγνωριστεί να είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
να έχει αναγνωρίσει να έχει αναγνωρισμένο | να έχουν αναγνωρίσει να έχουν αναγνωρισμένο | να έχει αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | να έχουν αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αναγνώριζε | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεστε | |
Aorist | αναγνώρισε | αναγνωρίστε | αναγνωρίσου | αναγνωριστείτε | |
Part izip | Pres | αναγνωρίζοντας | αναγνωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας αναγνωρίσει, έχοντας αναγνωρισμένο | αναγνωρισμένος, -η, -ο | αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναγνωρίσει | αναγνωριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.