δεσμεύω Verb  [desmevo, thesmevo, desmeyw]

  Verb
(0)

Etymologie zu δεσμεύω

δεσμεύω altgriechisch δεσμεύω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu δεσμεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δεσμεύωδεσμεύουμε, δεσμεύομεδεσμεύομαιδεσμευόμαστε
δεσμεύειςδεσμεύετεδεσμεύεσαιδεσμεύεστε, δεσμευόσαστε
δεσμεύειδεσμεύουν(ε)δεσμεύεταιδεσμεύονται
Imper
fekt
δέσμευαδεσμεύαμεδεσμευόμουν(α)δεσμευόμαστε
δέσμευεςδεσμεύατεδεσμευόσουν(α)δεσμευόσαστε
δέσμευεδέσμευαν, δεσμεύαν(ε)δεσμευόταν(ε)δεσμεύονταν
Aoristδέσμευσαδεσμεύσαμεδεσμεύτηκα, δεσμεύθηκαδεσμευτήκαμε, δεσμευθήκαμε
δέσμευσεςδεσμεύσατεδεσμεύτηκες, δεσμεύθηκεςδεσμευτήκατε, δεσμευθήκατε
δέσμευσεδέσμευσαν, δεσμεύσαν(ε)δεσμεύτηκε, δεσμεύθηκεδεσμεύτηκαν, δεσμευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δεσμεύσει
έχω δεσμευμένο
έχουμε δεσμεύσει
έχουμε δεσμευμένο
έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί
είμαι δεσμευμένος, -η
έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί
είμαστε δεσμευμένοι, -ες
έχεις δεσμεύσει
έχεις δεσμευμένο
έχετε δεσμεύσει
έχετε δεσμευμένο
έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί
είσαι δεσμευμένος, -η
έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί
είστε δεσμευμένοι, -ες
έχει δεσμεύσει
έχει δεσμευμένο
έχουν δεσμεύσει
έχουν δεσμευμένο
έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί
είναι δεσμευμένος, -η, -ο
έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί
είναι δεσμευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δεσμεύσει
είχα δεσμευμένο
είχαμε δεσμεύσει
είχαμε δεσμευμένο
είχα δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήμουν δεσμευμένος, -η
είχαμε δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήμαστε δεσμευμένοι, -ες
είχες δεσμεύσει
είχες δεσμευμένο
είχατε δεσμεύσει
είχατε δεσμευμένο
είχες δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήσουν δεσμευμένος, -η
είχατε δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήσαστε δεσμευμένοι, -ες
είχε δεσμεύσει
είχε δεσμευμένο
είχαν δεσμεύσει
είχαν δεσμευμένο
είχε δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήταν δεσμευμένος, -η, -ο
είχαν δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήταν δεσμευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δεσμεύωθα δεσμεύουμε, θα δεσμεύομεθα δεσμεύομαιθα δεσμευόμαστε
θα δεσμεύειςθα δεσμεύετεθα δεσμεύεσαιθα δεσμεύεστε, θα δεσμευόσαστε
θα δεσμεύειθα δεσμεύουν(ε)θα δεσμεύεταιθα δεσμεύονται
Fut
ur
θα δεσμεύσωθα δεσμεύσουμε, θα δεσμεύσομεθα δεσμευτώ, θα δεσμευθώθα δεσμευτούμε, θα δεσμευθούμε
θα δεσμεύσειςθα δεσμεύσετεθα δεσμευτείς, θα δεσμευθείςθα δεσμευτείτε, θα δεσμευθείτε
θα δεσμεύσειθα δεσμεύσουν(ε)θα δεσμευτεί, θα δεσμευθείθα δεσμευτούν(ε), θα δεσμευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δεσμεύσει
θα έχω δεσμευμένο
θα έχουμε δεσμεύσει
θα έχουμε δεσμευμένο
θα έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είμαι δεσμευμένος, -η
θα έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είμαστε δεσμευμένοι, -ες
θα έχεις δεσμεύσει
θα έχεις δεσμευμένο
θα έχετε δεσμεύσει
θα έχετε δεσμευμένο
θα έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είσαι δεσμευμένος, -η
θα έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είστε δεσμευμένοι, -ες
θα έχει δεσμεύσει
θα έχει δεσμευμένο
θα έχουν δεσμεύσει
θα έχουν δεσμευμένο
θα έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είναι δεσμευμένος, -η, -ο
θα έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είναι δεσμευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δεσμεύωνα δεσμεύουμε, να δεσμεύομενα δεσμεύομαινα δεσμευόμαστε
να δεσμεύειςνα δεσμεύετενα δεσμεύεσαινα δεσμεύεστε, να δεσμευόσαστε
να δεσμεύεινα δεσμεύουν(ε)να δεσμεύεταινα δεσμεύονται
Aoristνα δεσμεύσωνα δεσμεύσουμε, να δεσμεύσομενα δεσμευτώ, να δεσμευθώνα δεσμευτούμε, να δεσμευθούμε
να δεσμεύσειςνα δεσμεύσετενα δεσμευτείς, να δεσμευθείςνα δεσμευτείτε, να δεσμευθείτε
να δεσμεύσεινα δεσμεύσουν(ε)να δεσμευτεί, να δεσμευθείνα δεσμευτούν(ε), να δεσμευθούν(ε)
Perfνα έχω δεσμεύσει
να έχω δεσμευμένο
να έχουμε δεσμεύσει
να έχουμε δεσμευμένο
να έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είμαι δεσμευμένος, -η
να έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είμαστε δεσμευμένοι, -ες
να έχεις δεσμεύσει
να έχεις δεσμευμένο
να έχετε δεσμεύσει
να έχετε δεσμευμένο
να έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είσαι δεσμευμένος, -η
να έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είστε δεσμευμένοι, -ες
να έχει δεσμεύσει
να έχει δεσμευμένο
να έχουν δεσμεύσει
να έχουν δεσμευμένο
να έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είναι δεσμευμένος, -η, -ο
να έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είναι δεσμευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδέσμευεδεσμεύετεδεσμεύεστε
Aoristδέσμευσεδεσμεύστε, δεσμεύσετεδεσμεύσουδεσμευτείτε, δεσμευθείτε
Part
izip
Presδεσμεύονταςδεσμευόμενος
Perfέχοντας δεσμεύσει, έχοντας δεσμευμένοδεσμευμένος, -η, -οδεσμευμένοι, -ες, -α
InfinAoristδεσμεύσειδεσμευτεί, δεσμευθεί





Griechische Definition zu δεσμεύω

δεσμεύω [δezmévo] -ομαι : 1. αναλαμβάνω την ηθική ή νομική υποχρέωση να κάνω ή να μην κάνω κτ.: Δε λέει ποτέ κάτι που μπορεί να τον δεσμεύσει. Aυτό δε σε δεσμεύει καθόλου, μπορείς να το κάνεις. δεσμεύω κπ. με όρκο / συμβόλαιο, τον δένω. Δε θα ήθελα να δεσμευτώ. Έχει δεσμευτεί να… Aποφεύγει να δεσμευτεί. Aισθάνομαι δεσμευμένος να κρατήσω το λόγο μου. || (μππ.) που έχει ερωτικό δεσμό με κπ. ή που έχει δώσει υπόσχεση γάμου: Είναι δεσμευμένος εδώ και τρία χρόνια. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback