binden
 Verb

δένω Verb
(5)
δεσμεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Jetzt hätte ich bis zu diesem Moment gedacht, dass im Alter von 50, eine der Fertigkeiten, die ich wirklich kapiert hatte, war, meine Schuhe zu binden.Τώρα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, νόμιζα ότι στα 50 μου, μία από τις ικανότητες που θα είχα τελειοποιήσει θα ήταν να δένω τα παπούτσια μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
binden
flechten
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δένω, sindeo">-δέωδένουμε, δένομεδένομαιδενόμαστε
δένειςδένετεδένεσαιδένεστε, δενόσαστε
δένειδένουν(ε)δένεταιδένονται
Imper
fekt
έδεναδέναμεδενόμουν(α)δενόμαστε, δενόμασταν
έδενεςδένατεδενόσουν(α)δενόσαστε, δενόσασταν
έδενεέδεναν, δέναν(ε)δενόταν(ε)δένονταν, δενόντανε, δενόντουσαν
Aoristέδεσαδέσαμεδέθηκαδεθήκαμε
έδεσεςδέσατεδέθηκεςδεθήκατε
έδεσεέδεσαν, δέσαν(ε)δέθηκεδέθηκαν, δεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δέσει
έχω δεμένο
έχουμε δέσει
έχουμε δεμένο
έχω δεθεί
είμαι δεμένος, -η
έχουμε δεθεί
είμαστε δεμένοι, -ες
έχεις δέσει
έχεις δεμένο
έχετε δέσει
έχετε δεμένο
έχεις δεθεί
είσαι δεμένος, -η
έχετε δεθεί
είστε δεμένοι, -ες
έχει δέσει
έχει δεμένο
έχουν δέσει
έχουν δεμένο
έχει δεθεί
είναι δεμένος, -η, -ο
έχουν δεθεί
είναι δεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δέσει
είχα δεμένο
είχαμε δέσει
είχαμε δεμένο
είχα δεθεί
ήμουν δεμένος, -η
είχαμε δεθεί
ήμαστε δεμένοι, -ες
είχες δέσει
είχες δεμένο
είχατε δέσει
είχατε δεμένο
είχες δεθεί
ήσουν δεμένος, -η
είχατε δεθεί
ήσαστε δεμένοι, -ες
είχε δέσει
είχε δεμένο
είχαν δέσει
είχαν δεμένο
είχε δεθεί
ήταν δεμένος, -η, -ο
είχαν δεθεί
ήταν δεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δένωθα δένουμε, θα δένομεθα δένομαιθα δενόμαστε
θα δένειςθα δένετεθα δένεσαιθα δένεστε, θα δενόσαστε
θα δένειθα δένουν(ε)θα δένεταιθα δένονται
Fut
ur
θα δέσωθα δέσουμε, θα δέσομεθα δεθώθα δεθούμε
θα δέσειςθα δέσετεθα δεθείςθα δεθείτε
θα δέσειθα δέσουν(ε)θα δεθείθα δεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δέσει
θα έχω δεμένο
θα έχουμε δέσει
θα έχουμε δεμένο
θα έχω δεθεί
θα είμαι δεμένος, -η
θα έχουμε δεθεί
θα είμαστε δεμένοι, -ες
θα έχεις δέσει
θα έχεις δεμένο
θα έχετε δέσει
θα έχετε δεμένο
θα έχεις δεθεί
θα είσαι δεμένος, -η
θα έχετε δεθεί
θα είστε δεμένοι, -ες
θα έχει δέσει
θα έχει δεμένο
θα έχουν δέσει
θα έχουν δεμένο
θα έχει δεθεί
θα είναι δεμένος, -η, -ο
θα έχουν δεθεί
θα είναι δεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δένωνα δένουμε, να δένομενα δένομαινα δενόμαστε
να δένειςνα δένετενα δένεσαινα δένεστε, να δενόσαστε
να δένεινα δένουν(ε)να δένεταινα δένονται
Aoristνα δέσωνα δέσουμε, να δέσομενα δεθώνα δεθούμε
να δέσειςνα δέσετενα δεθείςνα δεθείτε
να δέσεινα δέσουν(ε)να δεθείνα δεθούν(ε)
Perfνα έχω δέσει
να έχω δεμένο
να έχουμε δέσει
να έχουμε δεμένο
να έχω δεθεί
να είμαι δεμένος, -η
να έχουμε δεθεί
να είμαστε δεμένοι, -ες
να έχεις δέσει
να έχεις δεμένο
να έχετε δέσει
να έχετε δεμένο
να έχεις δεθεί
να είσαι δεμένος, -η
να έχετε δεθεί
να είστε δεμένοι, -ες
να έχει δέσει
να έχει δεμένο
να έχουν δέσει
να έχουν δεμένο
να έχει δεθεί
να είναι δεμένος, -η, -ο
να έχουν δεθεί
να είναι δεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδένεδένετεδένεστε
Aoristδέσεδέσετε, δέστεδέσουδεθείτε
Part
izip
Presδένοντας
Perfέχοντας δέσει, έχοντας δεμένοδεμένος, -η, -οδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristδέσειδεθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δεσμεύωδεσμεύουμε, δεσμεύομεδεσμεύομαιδεσμευόμαστε
δεσμεύειςδεσμεύετεδεσμεύεσαιδεσμεύεστε, δεσμευόσαστε
δεσμεύειδεσμεύουν(ε)δεσμεύεταιδεσμεύονται
Imper
fekt
δέσμευαδεσμεύαμεδεσμευόμουν(α)δεσμευόμαστε
δέσμευεςδεσμεύατεδεσμευόσουν(α)δεσμευόσαστε
δέσμευεδέσμευαν, δεσμεύαν(ε)δεσμευόταν(ε)δεσμεύονταν
Aoristδέσμευσαδεσμεύσαμεδεσμεύτηκα, δεσμεύθηκαδεσμευτήκαμε, δεσμευθήκαμε
δέσμευσεςδεσμεύσατεδεσμεύτηκες, δεσμεύθηκεςδεσμευτήκατε, δεσμευθήκατε
δέσμευσεδέσμευσαν, δεσμεύσαν(ε)δεσμεύτηκε, δεσμεύθηκεδεσμεύτηκαν, δεσμευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δεσμεύσει
έχω δεσμευμένο
έχουμε δεσμεύσει
έχουμε δεσμευμένο
έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί
είμαι δεσμευμένος, -η
έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί
είμαστε δεσμευμένοι, -ες
έχεις δεσμεύσει
έχεις δεσμευμένο
έχετε δεσμεύσει
έχετε δεσμευμένο
έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί
είσαι δεσμευμένος, -η
έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί
είστε δεσμευμένοι, -ες
έχει δεσμεύσει
έχει δεσμευμένο
έχουν δεσμεύσει
έχουν δεσμευμένο
έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί
είναι δεσμευμένος, -η, -ο
έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί
είναι δεσμευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δεσμεύσει
είχα δεσμευμένο
είχαμε δεσμεύσει
είχαμε δεσμευμένο
είχα δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήμουν δεσμευμένος, -η
είχαμε δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήμαστε δεσμευμένοι, -ες
είχες δεσμεύσει
είχες δεσμευμένο
είχατε δεσμεύσει
είχατε δεσμευμένο
είχες δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήσουν δεσμευμένος, -η
είχατε δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήσαστε δεσμευμένοι, -ες
είχε δεσμεύσει
είχε δεσμευμένο
είχαν δεσμεύσει
είχαν δεσμευμένο
είχε δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήταν δεσμευμένος, -η, -ο
είχαν δεσμευτεί/δεσμευθεί
ήταν δεσμευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δεσμεύωθα δεσμεύουμε, θα δεσμεύομεθα δεσμεύομαιθα δεσμευόμαστε
θα δεσμεύειςθα δεσμεύετεθα δεσμεύεσαιθα δεσμεύεστε, θα δεσμευόσαστε
θα δεσμεύειθα δεσμεύουν(ε)θα δεσμεύεταιθα δεσμεύονται
Fut
ur
θα δεσμεύσωθα δεσμεύσουμε, θα δεσμεύσομεθα δεσμευτώ, θα δεσμευθώθα δεσμευτούμε, θα δεσμευθούμε
θα δεσμεύσειςθα δεσμεύσετεθα δεσμευτείς, θα δεσμευθείςθα δεσμευτείτε, θα δεσμευθείτε
θα δεσμεύσειθα δεσμεύσουν(ε)θα δεσμευτεί, θα δεσμευθείθα δεσμευτούν(ε), θα δεσμευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δεσμεύσει
θα έχω δεσμευμένο
θα έχουμε δεσμεύσει
θα έχουμε δεσμευμένο
θα έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είμαι δεσμευμένος, -η
θα έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είμαστε δεσμευμένοι, -ες
θα έχεις δεσμεύσει
θα έχεις δεσμευμένο
θα έχετε δεσμεύσει
θα έχετε δεσμευμένο
θα έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είσαι δεσμευμένος, -η
θα έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είστε δεσμευμένοι, -ες
θα έχει δεσμεύσει
θα έχει δεσμευμένο
θα έχουν δεσμεύσει
θα έχουν δεσμευμένο
θα έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είναι δεσμευμένος, -η, -ο
θα έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί
θα είναι δεσμευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δεσμεύωνα δεσμεύουμε, να δεσμεύομενα δεσμεύομαινα δεσμευόμαστε
να δεσμεύειςνα δεσμεύετενα δεσμεύεσαινα δεσμεύεστε, να δεσμευόσαστε
να δεσμεύεινα δεσμεύουν(ε)να δεσμεύεταινα δεσμεύονται
Aoristνα δεσμεύσωνα δεσμεύσουμε, να δεσμεύσομενα δεσμευτώ, να δεσμευθώνα δεσμευτούμε, να δεσμευθούμε
να δεσμεύσειςνα δεσμεύσετενα δεσμευτείς, να δεσμευθείςνα δεσμευτείτε, να δεσμευθείτε
να δεσμεύσεινα δεσμεύσουν(ε)να δεσμευτεί, να δεσμευθείνα δεσμευτούν(ε), να δεσμευθούν(ε)
Perfνα έχω δεσμεύσει
να έχω δεσμευμένο
να έχουμε δεσμεύσει
να έχουμε δεσμευμένο
να έχω δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είμαι δεσμευμένος, -η
να έχουμε δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είμαστε δεσμευμένοι, -ες
να έχεις δεσμεύσει
να έχεις δεσμευμένο
να έχετε δεσμεύσει
να έχετε δεσμευμένο
να έχεις δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είσαι δεσμευμένος, -η
να έχετε δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είστε δεσμευμένοι, -ες
να έχει δεσμεύσει
να έχει δεσμευμένο
να έχουν δεσμεύσει
να έχουν δεσμευμένο
να έχει δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είναι δεσμευμένος, -η, -ο
να έχουν δεσμευτεί/δεσμευθεί
να είναι δεσμευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδέσμευεδεσμεύετεδεσμεύεστε
Aoristδέσμευσεδεσμεύστε, δεσμεύσετεδεσμεύσουδεσμευτείτε, δεσμευθείτε
Part
izip
Presδεσμεύονταςδεσμευόμενος
Perfέχοντας δεσμεύσει, έχοντας δεσμευμένοδεσμευμένος, -η, -οδεσμευμένοι, -ες, -α
InfinAoristδεσμεύσειδεσμευτεί, δεσμευθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback