διακρίνω Verb (47) |
αναγνωρίζω Verb (44) |
διαπιστώνω Verb (6) |
εντοπίζω Verb (3) |
διαγιγνώσκω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
In diesem Parlament kann ich jedoch keine Achtung für die Menschen und Länder erkennen, zu deren Kultur die Wodkaherstellung gehört. | Αυτό που δεν μπορώ να διακρίνω σε αυτό το Κοινοβούλιο είναι έστω ένα ελάχιστο δείγμα σεβασμού για τους λαούς και τις χώρες όπου η παραγωγή βότκας είναι μέρος της κουλτούρας τους. Übersetzung bestätigt |
Leider kann ich weder bei Kiew noch bei Moskau die Bereitschaft dazu erkennen, zu einer Einigung zu kommen. | Δυστυχώς, δεν διακρίνω καμία προθυμία εκ μέρους είτε του Κιέβου είτε της Μόσχας να καταλήξουν σε συμφωνία. Übersetzung bestätigt |
Doch ich kann kein Anzeichen für das entschlossene, praktische Vorgehen erkennen, das notwendig ist. | Ωστόσο, δεν διακρίνω κάποια ένδειξη της επιχείρησης. Απαιτείται πρακτική προσέγγιση. " Übersetzung bestätigt |
Ich kann Ihnen auch sagen, dass es mich recht optimistisch stimmt, wenn ich mir die neuen Töne, Strategie und Philosophie anschaue, die ich bei der Weltbank erkennen kann. | Μπορώ να σας πω ότι βλέποντας το νέο μήνυμα, τη στρατηγική και τη φιλοσοφία που διακρίνω στην Παγκόσμια Τράπεζα, αυτό με κάνει αρκετά αισιόδοξο. Übersetzung bestätigt |
Ich kann in dieser Entschließung auch eine weitere gefährliche Tendenz erkennen, die sich im Rahmen der europäischen Politik abzeichnet. Dabei geht es darum, Kinder aus ihrer natürlichen Umgebung, also aus ihren natürlichen Familien, herauszunehmen. | Μπορώ επίσης να διακρίνω στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής πολιτικής μια περαιτέρω επικίνδυνη πολιτική τάση απόσπασης των παιδιών από το φυσικό τους περιβάλλον, με άλλα λόγια από τις φυσικές οικογένειές τους. " οικογένεια αποτελεί και θα αποτελεί για πάντα τον πιο φυσικό χώρο για την ανάπτυξη του παιδιού. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
wiedererkennen |
erkennen |
wiederkennen |
erinnern |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erkenne | ||
du | erkennst | |||
er, sie, es | erkennt | |||
Präteritum | ich | erkannte | ||
Konjunktiv II | ich | erkennte | ||
Imperativ | Singular | erkenn! erkenne! | ||
Plural | erkennt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erkannt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erkennen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναγνωρίζω | αναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομε | αναγνωρίζομαι | αναγνωριζόμαστε |
αναγνωρίζεις | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεσαι | αναγνωρίζεστε, αναγνωριζόσαστε | ||
αναγνωρίζει | αναγνωρίζουν(ε) | αναγνωρίζεται | αναγνωρίζονται | ||
Imper fekt | αναγνώριζα | αναγνωρίζαμε | αναγνωριζόμουν(α) | αναγνωριζόμαστε, αναγνωριζόμασταν | |
αναγνώριζες | αναγνωρίζατε | αναγνωριζόσουν(α) | αναγνωριζόσαστε, αναγνωριζόσασταν | ||
αναγνώριζε | αναγνώριζαν, αναγνωρίζαν(ε) | αναγνωριζόταν(ε) | αναγνωρίζονταν, αναγνωριζόντανε, αναγνωριζόντουσαν | ||
Aorist | αναγνώρισα | αναγνωρίσαμε | αναγνωρίστηκα | αναγνωριστήκαμε | |
αναγνώρισες | αναγνωρίσατε | αναγνωρίστηκες | αναγνωριστήκατε | ||
αναγνώρισε | αναγνώρισαν, αναγνωρίσαν(ε) | αναγνωρίστηκε | αναγνωρίστηκαν, αναγνωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναγνωρίσει έχω αναγνωρισμένο | έχουμε αναγνωρίσει έχουμε αναγνωρισμένο | έχω αναγνωριστεί είμαι αναγνωρισμένος, -η | έχουμε αναγνωριστεί είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
έχεις αναγνωρίσει έχεις αναγνωρισμένο | έχετε αναγνωρίσει έχετε αναγνωρισμένο | έχεις αναγνωριστεί είσαι αναγνωρισμένος, -η | έχετε αναγνωριστεί είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
έχει αναγνωρίσει έχει αναγνωρισμένο | έχουν αναγνωρίσει έχουν αναγνωρισμένο | έχει αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | έχουν αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναγνωρίσει είχα αναγνωρισμένο | είχαμε αναγνωρίσει είχαμε αναγνωρισμένο | είχα αναγνωριστεί ήμουν αναγνωρισμένος, -η | είχαμε αναγνωριστεί ήμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
είχες αναγνωρίσει είχες αναγνωρισμένο | είχατε αναγνωρίσει είχατε αναγνωρισμένο | είχες αναγνωριστεί ήσουν αναγνωρισμένος, -η | είχατε αναγνωριστεί ήσαστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
είχε αναγνωρίσει είχε αναγνωρισμένο | είχαν αναγνωρίσει είχαν αναγνωρισμένο | είχε αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένος, -η, -ο | είχαν αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναγνωρίζω | θα αναγνωρίζουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωρίζομαι | θα αναγνωριζόμαστε | |
θα αναγνωρίζεις | θα αναγνωρίζετε | θα αναγνωρίζεσαι | θα αναγνωρίζεστε, θα αναγνωριζόσαστε | ||
θα αναγνωρίζει | θα αναγνωρίζουν(ε) | θα αναγνωρίζεται | θα αναγνωρίζονται | ||
Fut ur | θα αναγνωρίσω | θα αναγνωρίσουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωριστώ | θα αναγνωριστούμε | |
θα αναγνωρίσεις | θα αναγνωρίσετε | θα αναγνωριστείς | θα αναγνωριστείτε | ||
θα αναγνωρίσει | θα αναγνωρίσουν(ε) | θα αναγνωριστεί | θα αναγνωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναγνωρίσει θα έχω αναγνωρισμένο | θα έχουμε αναγνωρίσει θα έχουμε αναγνωρισμένο | θα έχω αναγνωριστεί θα είμαι αναγνωρισμένος, -η | θα έχουμε αναγνωριστεί θα είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
θα έχεις αναγνωρίσει θα έχεις αναγνωρισμένο | θα έχετε αναγνωρίσει θα έχετε αναγνωρισμένο | θα έχεις αναγνωριστεί θα είσαι αναγνωρισμένος, -η | θα έχετε αναγνωριστεί θα είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
θα έχει αναγνωρίσει θα έχει αναγνωρισμένο | θα έχουν αναγνωρίσει θα έχουν αναγνωρισμένο | θα έχει αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | θα έχουν αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναγνωρίζω | να αναγνωρίζουμε, να αναγνωρίζομε | να αναγνωρίζομαι | να αναγνωριζόμαστε |
να αναγνωρίζεις | να αναγνωρίζετε | να αναγνωρίζεσαι | να αναγνωρίζεστε, να αναγνωριζόσαστε | ||
να αναγνωρίζει | να αναγνωρίζουν(ε) | να αναγνωρίζεται | να αναγνωρίζονται | ||
Aorist | να αναγνωρίσω | να αναγνωρίσουμε, να αναγνωρίσομε | να αναγνωριστώ | να αναγνωριστούμε | |
να αναγνωρίσεις | να αναγνωρίσετε | να αναγνωριστείς | να αναγνωριστείτε | ||
να αναγνωρίσει | να αναγνωρίσουν(ε) | να αναγνωριστεί | να αναγνωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναγνωρίσει να έχω αναγνωρισμένο | να έχουμε αναγνωρίσει να έχουμε αναγνωρισμένο | να έχω αναγνωριστεί να είμαι αναγνωρισμένος, -η | να έχουμε αναγνωριστεί να είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
να έχεις αναγνωρίσει να έχεις αναγνωρισμένο | να έχετε αναγνωρίσει να έχετε αναγνωρισμένο | να έχεις αναγνωριστεί να είσαι αναγνωρισμένος, -η | να έχετε αναγνωριστεί να είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
να έχει αναγνωρίσει να έχει αναγνωρισμένο | να έχουν αναγνωρίσει να έχουν αναγνωρισμένο | να έχει αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | να έχουν αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αναγνώριζε | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεστε | |
Aorist | αναγνώρισε | αναγνωρίστε | αναγνωρίσου | αναγνωριστείτε | |
Part izip | Pres | αναγνωρίζοντας | αναγνωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας αναγνωρίσει, έχοντας αναγνωρισμένο | αναγνωρισμένος, -η, -ο | αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναγνωρίσει | αναγνωριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.