διακρίνω Verb  [diakrino, thiakrino, diakrinw]

  Verb
(47)
  Verb
(13)
  Verb
(0)

Etymologie zu διακρίνω

διακρίνω altgriechisch διακρίνω διά + κρίνω


GriechischDeutsch
Αυτό που δεν μπορώ να διακρίνω σε αυτό το Κοινοβούλιο είναι έστω ένα ελάχιστο δείγμα σεβασμού για τους λαούς και τις χώρες όπου η παραγωγή βότκας είναι μέρος της κουλτούρας τους.In diesem Parlament kann ich jedoch keine Achtung für die Menschen und Länder erkennen, zu deren Kultur die Wodkaherstellung gehört.

Übersetzung bestätigt

Δυστυχώς, δεν διακρίνω καμία προθυμία εκ μέρους είτε του Κιέβου είτε της Μόσχας να καταλήξουν σε συμφωνία.Leider kann ich weder bei Kiew noch bei Moskau die Bereitschaft dazu erkennen, zu einer Einigung zu kommen.

Übersetzung bestätigt

Ωστόσο, δεν διακρίνω κάποια ένδειξη της επιχείρησης. Απαιτείται πρακτική προσέγγιση. "Doch ich kann kein Anzeichen für das entschlossene, praktische Vorgehen erkennen, das notwendig ist.

Übersetzung bestätigt

Μπορώ να σας πω ότι βλέποντας το νέο μήνυμα, τη στρατηγική και τη φιλοσοφία που διακρίνω στην Παγκόσμια Τράπεζα, αυτό με κάνει αρκετά αισιόδοξο.Ich kann Ihnen auch sagen, dass es mich recht optimistisch stimmt, wenn ich mir die neuen Töne, Strategie und Philosophie anschaue, die ich bei der Weltbank erkennen kann.

Übersetzung bestätigt

Μπορώ επίσης να διακρίνω στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής πολιτικής μια περαιτέρω επικίνδυνη πολιτική τάση απόσπασης των παιδιών από το φυσικό τους περιβάλλον, με άλλα λόγια από τις φυσικές οικογένειές τους. " οικογένεια αποτελεί και θα αποτελεί για πάντα τον πιο φυσικό χώρο για την ανάπτυξη του παιδιού.Ich kann in dieser Entschließung auch eine weitere gefährliche Tendenz erkennen, die sich im Rahmen der europäischen Politik abzeichnet. Dabei geht es darum, Kinder aus ihrer natürlichen Umgebung, also aus ihren natürlichen Familien, herauszunehmen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu διακρίνω

διακρίνω [δiakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. διέκρινα, απαρέμφ. διακρίνει, παθ. αόρ. διακρίθηκα, απαρέμφ. διακριθεί, μππ. διακεκριμένος* : I1α. αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κπ. ή κτ. από κπ. ή από κτ. άλλο, το(ν) αναγνωρίζω ως διαφορετικό, δεν το(ν) συγχέω με κπ. ή με κτ. άλλο· ξεχωρίζω: Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ένα γνήσιο έργο τέχνης από ένα πλαστό. διακρίνω το ουσιώδες από το επουσιώδες / το πραγματικό από το φανταστικό / το σωστό από το λάθος. Διακρίνονται εύκολα οι ντόπιοι από τους ξένους. Mοιάζουν τόσο πολύ, που μόνο από τον τόνο της φωνής τους μπορείς να τους διακρίνεις. || σημειώνω τη διαφορά: Στην άλγεβρα διακρίνουμε τους αγνώστους με τα γράμματα χ και ψ. β. για κτ. που δημιουργεί τη διαφορά, που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό κάποιου: Tο λογικό είναι εκείνο που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. H συμπεριφορά διακρίνει τον καλλιεργημένο άνθρωπο από τον άξεστο. Tο ήπιο κλίμα διακρίνει τις μεσογειακές χώρες από τις χώρες του βορρά. γ. διαιρώ κτ. σε κατηγορίες, σε ομάδες: Tα ζώα διακρίνονται σε άγρια και σε ήμερα. Διακρίνουμε διάφορα είδη πολιτευμάτων / διάφορους τύπους ανθρώπων. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback