ξεχωρίζω Verb (18) |
διακρίνω Verb (13) |
αντιδιαστέλλω Verb (0) |
διαστέλλω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Was die uns vorgelegten Änderungsanträge betrifft, so möchte ich gern zwischen verschiedenen Gruppen unterscheiden. | Όσον αφορά τις τροπολογίες που υποβλήθηκαν, θα ήθελα να τις διακρίνω σε διάφορες κατηγορίες. Übersetzung bestätigt |
Können Sie, Herr Präsident Caldeira, hinsichtlich der zugrunde liegenden Vorgänge dem Parlament bitte klar sagen, ob der Hof eine positive oder eine negative Zuverlässigkeitserklärung abgibt? Die Stellungnahme des Hofes ist in fünf Abschnitte untergliedert, in denen Stellungnahmen nach Fraktionen aufgelistet sind, und es fällt mir schwer, dies von der Zuverlässigkeitserklärung zu unterscheiden, die in Artikel 248 des Vertrags vorgesehen ist, in dem auch gesagt wird, dass der Hof spezifische Bewertungen für jeden der Hauptbereiche der Rechtsakte der Gemeinschaft vornehmen kann. | Όσον αφορά τις υποκείμενες πράξεις, κύριε Caldeira, θα μπορούσατε, παρακαλώ, να αποσαφηνίσετε στο Κοινοβούλιο εάν το Συνέδριο εκδίδει θετική ή αρνητική δήλωση αξιοπιστίας; " γνωμοδότηση του Συνεδρίου χωρίζεται σε πέντε παραγράφους, στις οποίες καταγράφονται οι γνώμες ανά ομάδα πολιτικής, και δυσκολεύομαι να την διακρίνω από τη δήλωση αξιοπιστίας που προβλέπεται στο άρθρο 248 της Συνθήκης, το οποίο ορίζει επίσης ότι το Συνέδριο είναι δυνατόν να προβαίνει σε ειδικές εκτιμήσεις για κάθε σημαντικό τομέα της κοινοτικής δραστηριότητας. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
unterscheidend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | unterscheide | ||
du | unterscheidest | |||
er, sie, es | unterscheidet | |||
Präteritum | ich | unterschied | ||
Konjunktiv II | ich | unterschiede | ||
Imperativ | Singular | unterscheide! | ||
Plural | unterscheidet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
unterschieden | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:unterscheiden |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ξεχωρίζω | ξεχωρίζουμε, ξεχωρίζομε | ξεχωρίζομαι | ξεχωριζόμαστε |
ξεχωρίζεις | ξεχωρίζετε | ξεχωρίζεσαι | ξεχωρίζεστε, ξεχωριζόσαστε | ||
ξεχωρίζει | ξεχωρίζουν(ε) | ξεχωρίζεται | ξεχωρίζονται | ||
Imper fekt | ξεχώριζα | ξεχωρίζαμε | ξεχωριζόμουν(α) | ξεχωριζόμαστε, ξεχωριζόμασταν | |
ξεχώριζες | ξεχωρίζατε | ξεχωριζόσουν(α) | ξεχωριζόσαστε, ξεχωριζόσασταν | ||
ξεχώριζε | ξεχώριζαν, ξεχωρίζαν(ε) | ξεχωριζόταν(ε) | ξεχωρίζονταν, ξεχωριζόντανε, ξεχωριζόντουσαν | ||
Aorist | ξεχώρισα | ξεχωρίσαμε | ξεχωρίστηκα | ξεχωριστήκαμε | |
ξεχώρισες | ξεχωρίσατε | ξεχωρίστηκες | ξεχωριστήκατε | ||
ξεχώρισε | ξεχώρισαν, ξεχωρίσαν(ε) | ξεχωρίστηκε | ξεχωρίστηκαν, ξεχωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ξεχωρίσει έχω ξεχωρισμένο | έχουμε ξεχωρίσει έχουμε ξεχωρισμένο | έχω ξεχωριστεί είμαι ξεχωρισμένος, -η | έχουμε ξεχωριστεί είμαστε ξεχωρισμένοι, -ες | |
έχεις ξεχωρίσει έχεις ξεχωρισμένο | έχετε ξεχωρίσει έχετε ξεχωρισμένο | έχεις ξεχωριστεί είσαι ξεχωρισμένος, -η | έχετε ξεχωριστεί είστε ξεχωρισμένοι, -ες | ||
έχει ξεχωρίσει έχει ξεχωρισμένο | έχουν ξεχωρίσει έχουν ξεχωρισμένο | έχει ξεχωριστεί είναι ξεχωρισμένος, -η, -ο | έχουν ξεχωριστεί είναι ξεχωρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ξεχωρίσει είχα ξεχωρισμένο | είχαμε ξεχωρίσει είχαμε ξεχωρισμένο | είχα ξεχωριστεί ήμουν ξεχωρισμένος, -η | είχαμε ξεχωριστεί ήμαστε ξεχωρισμένοι, -ες | |
είχες ξεχωρίσει είχες ξεχωρισμένο | είχατε ξεχωρίσει είχατε ξεχωρισμένο | είχες ξεχωριστεί ήσουν ξεχωρισμένος, -η | είχατε ξεχωριστεί ήσαστε ξεχωρισμένοι, -ες | ||
είχε ξεχωρίσει είχε ξεχωρισμένο | είχαν ξεχωρίσει είχαν ξεχωρισμένο | είχε ξεχωριστεί ήταν ξεχωρισμένος, -η, -ο | είχαν ξεχωριστεί ήταν ξεχωρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ξεχωρίζω | θα ξεχωρίζουμε, | θα ξεχωρίζομαι | θα ξεχωριζόμαστε | |
θα ξεχωρίζεις | θα ξεχωρίζετε | θα ξεχωρίζεσαι | θα ξεχωρίζεστε, | ||
θα ξεχωρίζει | θα ξεχωρίζουν(ε) | θα ξεχωρίζεται | θα ξεχωρίζονται | ||
Fut ur | θα ξεχωρίσω | θα ξεχωρίσουμε, | θα ξεχωριστώ | θα ξεχωριστούμε | |
θα ξεχωρίσεις | θα ξεχωρίσετε | θα ξεχωριστείς | θα ξεχωριστείτε | ||
θα ξεχωρίσει | θα ξεχωρίσουν(ε) | θα ξεχωριστεί | θα ξεχωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ξεχωρίζω | να ξεχωρίζουμε, | να ξεχωρίζομαι | να ξεχωριζόμαστε |
να ξεχωρίζεις | να ξεχωρίζετε | να ξεχωρίζεσαι | να ξεχωρίζεστε, | ||
να ξεχωρίζει | να ξεχωρίζουν(ε) | να ξεχωρίζεται | να ξεχωρίζονται | ||
Aorist | να ξεχωρίσω | να ξεχωρίσουμε, | να ξεχωριστώ | να ξεχωριστούμε | |
να ξεχωρίσεις | να ξεχωρίσετε | να ξεχωριστείς | να ξεχωριστείτε | ||
να ξεχωρίσει | να ξεχωρίσουν(ε) | να ξεχωριστεί | να ξεχωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ξεχωρίσει | να έχουμε ξεχωρίσει | να έχω ξεχωριστεί | να έχουμε ξεχωριστεί | |
να έχεις ξεχωρίσει | να έχετε ξεχωρίσει | να έχεις ξεχωριστεί | να έχετε ξεχωριστεί | ||
να έχει ξεχωρίσει | να έχουν ξεχωρίσει | να έχει ξεχωριστεί | να έχουν ξεχωριστεί | ||
Imper ativ | Pres | ξεχώριζε | ξεχωρίζετε | ξεχωρίζεστε | |
Aorist | ξεχώρισε | ξεχωρίστε | ξεχωρίσου | ξεχωριστείτε | |
Part izip | Pres | ξεχωρίζοντας | ξεχωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας ξεχωρίσει, έχοντας ξεχωρισμένο | ξεχωρισμένος, -η, -ο | ξεχωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ξεχωρίσει | ξεχωριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.