einsehen
 Verb

αναγνωρίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Nein, das können wir nicht annehmen. Das müssen Sie einsehen.Δεν μπορούμε να το δεχτούμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich denke, mit der Zeit werden Sie einsehen, dass wir ins Geschäft kommen sollten.Νομίζω ότι όσο περνά ο καιρός... θα καταλάβεις τον σωστό τρόπο συναλλαγής μαζί μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Kannst du nicht einsehen, dass er böse ist?Κατάλαβε το, Ζι. Σου είπα, δεν είναι καλός πια.

Übersetzung nicht bestätigt

Das wird der Exekutivausschuss einsehen.Η διευθύvουσα επιτροπή πρέπει vα το δει έτσι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, ich dachte mir, dass Sie das irgendwann einsehen.Το φαντάστηκα ότι θα κατέληγες σε αυτό το συμπέρασμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναγνωρίζωαναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομεαναγνωρίζομαιαναγνωριζόμαστε
αναγνωρίζειςαναγνωρίζετεαναγνωρίζεσαιαναγνωρίζεστε, αναγνωριζόσαστε
αναγνωρίζειαναγνωρίζουν(ε)αναγνωρίζεταιαναγνωρίζονται
Imper
fekt
αναγνώριζααναγνωρίζαμεαναγνωριζόμουν(α)αναγνωριζόμαστε, αναγνωριζόμασταν
αναγνώριζεςαναγνωρίζατεαναγνωριζόσουν(α)αναγνωριζόσαστε, αναγνωριζόσασταν
αναγνώριζεαναγνώριζαν, αναγνωρίζαν(ε)αναγνωριζόταν(ε)αναγνωρίζονταν, αναγνωριζόντανε, αναγνωριζόντουσαν
Aoristαναγνώρισααναγνωρίσαμεαναγνωρίστηκααναγνωριστήκαμε
αναγνώρισεςαναγνωρίσατεαναγνωρίστηκεςαναγνωριστήκατε
αναγνώρισεαναγνώρισαν, αναγνωρίσαν(ε)αναγνωρίστηκεαναγνωρίστηκαν, αναγνωριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναγνωρίσει
έχω αναγνωρισμένο
έχουμε αναγνωρίσει
έχουμε αναγνωρισμένο
έχω αναγνωριστεί
είμαι αναγνωρισμένος, -η
έχουμε αναγνωριστεί
είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες
έχεις αναγνωρίσει
έχεις αναγνωρισμένο
έχετε αναγνωρίσει
έχετε αναγνωρισμένο
έχεις αναγνωριστεί
είσαι αναγνωρισμένος, -η
έχετε αναγνωριστεί
είστε αναγνωρισμένοι, -ες
έχει αναγνωρίσει
έχει αναγνωρισμένο
έχουν αναγνωρίσει
έχουν αναγνωρισμένο
έχει αναγνωριστεί
είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο
έχουν αναγνωριστεί
είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναγνωρίσει
είχα αναγνωρισμένο
είχαμε αναγνωρίσει
είχαμε αναγνωρισμένο
είχα αναγνωριστεί
ήμουν αναγνωρισμένος, -η
είχαμε αναγνωριστεί
ήμαστε αναγνωρισμένοι, -ες
είχες αναγνωρίσει
είχες αναγνωρισμένο
είχατε αναγνωρίσει
είχατε αναγνωρισμένο
είχες αναγνωριστεί
ήσουν αναγνωρισμένος, -η
είχατε αναγνωριστεί
ήσαστε αναγνωρισμένοι, -ες
είχε αναγνωρίσει
είχε αναγνωρισμένο
είχαν αναγνωρίσει
είχαν αναγνωρισμένο
είχε αναγνωριστεί
ήταν αναγνωρισμένος, -η, -ο
είχαν αναγνωριστεί
ήταν αναγνωρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναγνωρίζωθα αναγνωρίζουμε, θα αναγνωρίζομεθα αναγνωρίζομαιθα αναγνωριζόμαστε
θα αναγνωρίζειςθα αναγνωρίζετεθα αναγνωρίζεσαιθα αναγνωρίζεστε, θα αναγνωριζόσαστε
θα αναγνωρίζειθα αναγνωρίζουν(ε)θα αναγνωρίζεταιθα αναγνωρίζονται
Fut
ur
θα αναγνωρίσωθα αναγνωρίσουμε, θα αναγνωρίζομεθα αναγνωριστώθα αναγνωριστούμε
θα αναγνωρίσειςθα αναγνωρίσετεθα αναγνωριστείςθα αναγνωριστείτε
θα αναγνωρίσειθα αναγνωρίσουν(ε)θα αναγνωριστείθα αναγνωριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναγνωρίσει
θα έχω αναγνωρισμένο
θα έχουμε αναγνωρίσει
θα έχουμε αναγνωρισμένο
θα έχω αναγνωριστεί
θα είμαι αναγνωρισμένος, -η
θα έχουμε αναγνωριστεί
θα είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες
θα έχεις αναγνωρίσει
θα έχεις αναγνωρισμένο
θα έχετε αναγνωρίσει
θα έχετε αναγνωρισμένο
θα έχεις αναγνωριστεί
θα είσαι αναγνωρισμένος, -η
θα έχετε αναγνωριστεί
θα είστε αναγνωρισμένοι, -ες
θα έχει αναγνωρίσει
θα έχει αναγνωρισμένο
θα έχουν αναγνωρίσει
θα έχουν αναγνωρισμένο
θα έχει αναγνωριστεί
θα είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο
θα έχουν αναγνωριστεί
θα είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναγνωρίζωνα αναγνωρίζουμε, να αναγνωρίζομενα αναγνωρίζομαινα αναγνωριζόμαστε
να αναγνωρίζειςνα αναγνωρίζετενα αναγνωρίζεσαινα αναγνωρίζεστε, να αναγνωριζόσαστε
να αναγνωρίζεινα αναγνωρίζουν(ε)να αναγνωρίζεταινα αναγνωρίζονται
Aoristνα αναγνωρίσωνα αναγνωρίσουμε, να αναγνωρίσομενα αναγνωριστώνα αναγνωριστούμε
να αναγνωρίσειςνα αναγνωρίσετενα αναγνωριστείςνα αναγνωριστείτε
να αναγνωρίσεινα αναγνωρίσουν(ε)να αναγνωριστείνα αναγνωριστούν(ε)
Perfνα έχω αναγνωρίσει
να έχω αναγνωρισμένο
να έχουμε αναγνωρίσει
να έχουμε αναγνωρισμένο
να έχω αναγνωριστεί
να είμαι αναγνωρισμένος, -η
να έχουμε αναγνωριστεί
να είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες
να έχεις αναγνωρίσει
να έχεις αναγνωρισμένο
να έχετε αναγνωρίσει
να έχετε αναγνωρισμένο
να έχεις αναγνωριστεί
να είσαι αναγνωρισμένος, -η
να έχετε αναγνωριστεί
να είστε αναγνωρισμένοι, -ες
να έχει αναγνωρίσει
να έχει αναγνωρισμένο
να έχουν αναγνωρίσει
να έχουν αναγνωρισμένο
να έχει αναγνωριστεί
να είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο
να έχουν αναγνωριστεί
να είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαναγνώριζεαναγνωρίζετεαναγνωρίζεστε
Aoristαναγνώρισεαναγνωρίστεαναγνωρίσουαναγνωριστείτε
Part
izip
Presαναγνωρίζονταςαναγνωριζόμενος
Perfέχοντας αναγνωρίσει, έχοντας αναγνωρισμένοαναγνωρισμένος, -η, -οαναγνωρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναγνωρίσειαναγνωριστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback