αναγνωρίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Nein, das können wir nicht annehmen. Das müssen Sie einsehen. | Δεν μπορούμε να το δεχτούμε. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich denke, mit der Zeit werden Sie einsehen, dass wir ins Geschäft kommen sollten. | Νομίζω ότι όσο περνά ο καιρός... θα καταλάβεις τον σωστό τρόπο συναλλαγής μαζί μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Kannst du nicht einsehen, dass er böse ist? | Κατάλαβε το, Ζι. Σου είπα, δεν είναι καλός πια. Übersetzung nicht bestätigt |
Das wird der Exekutivausschuss einsehen. | Η διευθύvουσα επιτροπή πρέπει vα το δει έτσι. Übersetzung nicht bestätigt |
Ja, ich dachte mir, dass Sie das irgendwann einsehen. | Το φαντάστηκα ότι θα κατέληγες σε αυτό το συμπέρασμα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | sehe ein | ||
du | siehst ein | |||
er, sie, es | sieht ein | |||
Präteritum | ich | sah ein | ||
Konjunktiv II | ich | sähe ein | ||
Imperativ | Singular | sieh ein! | ||
Plural | seht ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingesehen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einsehen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αναγνωρίζω | αναγνωρίζουμε, αναγνωρίζομε | αναγνωρίζομαι | αναγνωριζόμαστε |
αναγνωρίζεις | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεσαι | αναγνωρίζεστε, αναγνωριζόσαστε | ||
αναγνωρίζει | αναγνωρίζουν(ε) | αναγνωρίζεται | αναγνωρίζονται | ||
Imper fekt | αναγνώριζα | αναγνωρίζαμε | αναγνωριζόμουν(α) | αναγνωριζόμαστε, αναγνωριζόμασταν | |
αναγνώριζες | αναγνωρίζατε | αναγνωριζόσουν(α) | αναγνωριζόσαστε, αναγνωριζόσασταν | ||
αναγνώριζε | αναγνώριζαν, αναγνωρίζαν(ε) | αναγνωριζόταν(ε) | αναγνωρίζονταν, αναγνωριζόντανε, αναγνωριζόντουσαν | ||
Aorist | αναγνώρισα | αναγνωρίσαμε | αναγνωρίστηκα | αναγνωριστήκαμε | |
αναγνώρισες | αναγνωρίσατε | αναγνωρίστηκες | αναγνωριστήκατε | ||
αναγνώρισε | αναγνώρισαν, αναγνωρίσαν(ε) | αναγνωρίστηκε | αναγνωρίστηκαν, αναγνωριστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αναγνωρίσει έχω αναγνωρισμένο | έχουμε αναγνωρίσει έχουμε αναγνωρισμένο | έχω αναγνωριστεί είμαι αναγνωρισμένος, -η | έχουμε αναγνωριστεί είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
έχεις αναγνωρίσει έχεις αναγνωρισμένο | έχετε αναγνωρίσει έχετε αναγνωρισμένο | έχεις αναγνωριστεί είσαι αναγνωρισμένος, -η | έχετε αναγνωριστεί είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
έχει αναγνωρίσει έχει αναγνωρισμένο | έχουν αναγνωρίσει έχουν αναγνωρισμένο | έχει αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | έχουν αναγνωριστεί είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αναγνωρίσει είχα αναγνωρισμένο | είχαμε αναγνωρίσει είχαμε αναγνωρισμένο | είχα αναγνωριστεί ήμουν αναγνωρισμένος, -η | είχαμε αναγνωριστεί ήμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
είχες αναγνωρίσει είχες αναγνωρισμένο | είχατε αναγνωρίσει είχατε αναγνωρισμένο | είχες αναγνωριστεί ήσουν αναγνωρισμένος, -η | είχατε αναγνωριστεί ήσαστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
είχε αναγνωρίσει είχε αναγνωρισμένο | είχαν αναγνωρίσει είχαν αναγνωρισμένο | είχε αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένος, -η, -ο | είχαν αναγνωριστεί ήταν αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αναγνωρίζω | θα αναγνωρίζουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωρίζομαι | θα αναγνωριζόμαστε | |
θα αναγνωρίζεις | θα αναγνωρίζετε | θα αναγνωρίζεσαι | θα αναγνωρίζεστε, θα αναγνωριζόσαστε | ||
θα αναγνωρίζει | θα αναγνωρίζουν(ε) | θα αναγνωρίζεται | θα αναγνωρίζονται | ||
Fut ur | θα αναγνωρίσω | θα αναγνωρίσουμε, θα αναγνωρίζομε | θα αναγνωριστώ | θα αναγνωριστούμε | |
θα αναγνωρίσεις | θα αναγνωρίσετε | θα αναγνωριστείς | θα αναγνωριστείτε | ||
θα αναγνωρίσει | θα αναγνωρίσουν(ε) | θα αναγνωριστεί | θα αναγνωριστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αναγνωρίσει θα έχω αναγνωρισμένο | θα έχουμε αναγνωρίσει θα έχουμε αναγνωρισμένο | θα έχω αναγνωριστεί θα είμαι αναγνωρισμένος, -η | θα έχουμε αναγνωριστεί θα είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
θα έχεις αναγνωρίσει θα έχεις αναγνωρισμένο | θα έχετε αναγνωρίσει θα έχετε αναγνωρισμένο | θα έχεις αναγνωριστεί θα είσαι αναγνωρισμένος, -η | θα έχετε αναγνωριστεί θα είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
θα έχει αναγνωρίσει θα έχει αναγνωρισμένο | θα έχουν αναγνωρίσει θα έχουν αναγνωρισμένο | θα έχει αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | θα έχουν αναγνωριστεί θα είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αναγνωρίζω | να αναγνωρίζουμε, να αναγνωρίζομε | να αναγνωρίζομαι | να αναγνωριζόμαστε |
να αναγνωρίζεις | να αναγνωρίζετε | να αναγνωρίζεσαι | να αναγνωρίζεστε, να αναγνωριζόσαστε | ||
να αναγνωρίζει | να αναγνωρίζουν(ε) | να αναγνωρίζεται | να αναγνωρίζονται | ||
Aorist | να αναγνωρίσω | να αναγνωρίσουμε, να αναγνωρίσομε | να αναγνωριστώ | να αναγνωριστούμε | |
να αναγνωρίσεις | να αναγνωρίσετε | να αναγνωριστείς | να αναγνωριστείτε | ||
να αναγνωρίσει | να αναγνωρίσουν(ε) | να αναγνωριστεί | να αναγνωριστούν(ε) | ||
Perf | να έχω αναγνωρίσει να έχω αναγνωρισμένο | να έχουμε αναγνωρίσει να έχουμε αναγνωρισμένο | να έχω αναγνωριστεί να είμαι αναγνωρισμένος, -η | να έχουμε αναγνωριστεί να είμαστε αναγνωρισμένοι, -ες | |
να έχεις αναγνωρίσει να έχεις αναγνωρισμένο | να έχετε αναγνωρίσει να έχετε αναγνωρισμένο | να έχεις αναγνωριστεί να είσαι αναγνωρισμένος, -η | να έχετε αναγνωριστεί να είστε αναγνωρισμένοι, -ες | ||
να έχει αναγνωρίσει να έχει αναγνωρισμένο | να έχουν αναγνωρίσει να έχουν αναγνωρισμένο | να έχει αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένος, -η, -ο | να έχουν αναγνωριστεί να είναι αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | αναγνώριζε | αναγνωρίζετε | αναγνωρίζεστε | |
Aorist | αναγνώρισε | αναγνωρίστε | αναγνωρίσου | αναγνωριστείτε | |
Part izip | Pres | αναγνωρίζοντας | αναγνωριζόμενος | ||
Perf | έχοντας αναγνωρίσει, έχοντας αναγνωρισμένο | αναγνωρισμένος, -η, -ο | αναγνωρισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναγνωρίσει | αναγνωριστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.