συνοδεύω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wenn sie mitgehen will... | Αλλά νομίζω ότι θα είναι ανοησία να την πάρεις. Übersetzung nicht bestätigt |
Warum wollten Sie mit dem Barbaren mitgehen, den diese Frau getötet hat? | Γιατί αποφασίσατε να φύγετε με αυτόν τον βάρβαρο, που σκότωσε αυτή; Übersetzung nicht bestätigt |
Ja, und am nächsten Tag gingst du ins königliche Schloss und hast die Mingvase mitgehen lassen. | Ναι. Δεν θυμάσαι την ημέρα που έκλεψες το Κινέζικο βάζο από το βασιλικό παλάτι; Übersetzung nicht bestätigt |
Ich auch mitgehen, ich möchte finden Miss. | Και εγω ερχομαι, θελω βρω δεσποινις. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn wir mitgehen, erleben wir was. | Θα μας δείξει πράγματα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
mitspielen |
mitmachen (passiv) |
mitgehen |
mittun |
(sich etwas) (gerne) gefallen lassen |
(sich) einlassen auf |
Ähnliche Wörter |
---|
mitgehen lassen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gehe mit | ||
du | gehst mit | |||
er, sie, es | geht mit | |||
Präteritum | ich | ging mit | ||
Konjunktiv II | ich | ginge mit | ||
Imperativ | Singular | geh mit! gehe mit! | ||
Plural | geht mit! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
mitgegangen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:mitgehen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συνοδεύω | συνοδεύουμε, συνοδεύομε | συνοδεύομαι | συνοδευόμαστε |
συνοδεύεις | συνοδεύετε | συνοδεύεσαι | συνοδεύεστε, συνοδευόσαστε | ||
συνοδεύει | συνοδεύουν(ε) | συνοδεύεται | συνοδεύονται | ||
Imper fekt | συνόδευα | συνοδεύαμε | συνοδευόμουν(α) | συνοδευόμαστε, συνοδευόμασταν | |
συνόδευες | συνοδεύατε | συνοδευόσουν(α) | συνοδευόσαστε, συνοδευόσασταν | ||
συνόδευε | συνόδευαν, συνοδεύαν(ε) | συνοδευόταν(ε) | συνοδεύονταν, συνοδευόντανε, συνοδευόντουσαν | ||
Aorist | συνόδεψα | συνοδέψαμε | συνοδεύτηκα | συνοδευτήκαμε | |
συνόδεψες | συνοδέψατε | συνοδεύτηκες | συνοδευτήκατε | ||
συνόδεψε | συνόδεψαν, συνοδέψαν(ε) | συνοδεύτηκε | συνοδεύτηκαν, συνοδευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συνοδεύω | θα συνοδεύουμε, | θα συνοδεύομαι | θα συνοδευόμαστε | |
θα συνοδεύεις | θα συνοδεύετε | θα συνοδεύεσαι | θα συνοδεύεστε, | ||
θα συνοδεύει | θα συνοδεύουν(ε) | θα συνοδεύεται | θα συνοδεύονται | ||
Fut ur | θα συνοδέψω | θα συνοδέψουμε, | θα συνοδευτώ | θα συνοδευτούμε | |
θα συνοδέψεις | θα συνοδέψετε | θα συνοδευτείς | θα συνοδευτείτε | ||
θα συνοδέψει | θα συνοδέψουν(ε) | θα συνοδευτεί | θα συνοδευτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συνοδεύω | να συνοδεύουμε, | να συνοδεύομαι | να συνοδευόμαστε |
να συνοδεύεις | να συνοδεύετε | να συνοδεύεσαι | να συνοδεύεστε, | ||
να συνοδεύει | να συνοδεύουν(ε) | να συνοδεύεται | να συνοδεύονται | ||
Aorist | να συνοδέψω | να συνοδέψουμε, | να συνοδευτώ | να συνοδευτούμε | |
να συνοδέψεις | να συνοδέψετε | να συνοδευτείς | να συνοδευτείτε | ||
να συνοδέψει | να συνοδέψουν(ε) | να συνοδευτεί | να συνοδευτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συνόδευε | συνοδεύετε | συνοδεύεστε | |
Aorist | συνόδεψε | συνοδέψτε, συνοδεύτε | συνοδέψου | συνοδευτείτε | |
Part izip | Pres | συνοδεύοντας | |||
Perf | έχοντας συνοδέψει, | συνοδεμένος, -η, -ο | συνοδεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συνοδέψει | συνοδευτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.