mitgehen
 Verb

συνοδεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn sie mitgehen will...Αλλά νομίζω ότι θα είναι ανοησία να την πάρεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Warum wollten Sie mit dem Barbaren mitgehen, den diese Frau getötet hat?Γιατί αποφασίσατε να φύγετε με αυτόν τον βάρβαρο, που σκότωσε αυτή;

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, und am nächsten Tag gingst du ins königliche Schloss und hast die Mingvase mitgehen lassen.Ναι. Δεν θυμάσαι την ημέρα που έκλεψες το Κινέζικο βάζο από το βασιλικό παλάτι;

Übersetzung nicht bestätigt

Ich auch mitgehen, ich möchte finden Miss.Και εγω ερχομαι, θελω βρω δεσποινις.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn wir mitgehen, erleben wir was.Θα μας δείξει πράγματα.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνοδεύωσυνοδεύουμε, συνοδεύομεσυνοδεύομαισυνοδευόμαστε
συνοδεύειςσυνοδεύετεσυνοδεύεσαισυνοδεύεστε, συνοδευόσαστε
συνοδεύεισυνοδεύουν(ε)συνοδεύεταισυνοδεύονται
Imper
fekt
συνόδευασυνοδεύαμεσυνοδευόμουν(α)συνοδευόμαστε, συνοδευόμασταν
συνόδευεςσυνοδεύατεσυνοδευόσουν(α)συνοδευόσαστε, συνοδευόσασταν
συνόδευεσυνόδευαν, συνοδεύαν(ε)συνοδευόταν(ε)συνοδεύονταν, συνοδευόντανε, συνοδευόντουσαν
Aoristσυνόδεψασυνοδέψαμεσυνοδεύτηκασυνοδευτήκαμε
συνόδεψεςσυνοδέψατεσυνοδεύτηκεςσυνοδευτήκατε
συνόδεψεσυνόδεψαν, συνοδέψαν(ε)συνοδεύτηκεσυνοδεύτηκαν, συνοδευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συνοδέψει
έχω συνοδεμένο
έχουμε συνοδέψει
έχουμε συνοδεμένο
έχω συνοδευτεί
είμαι συνοδεμένος, -η
έχουμε συνοδευτεί
είμαστε συνοδεμένοι, -ες
έχεις συνοδέψει
έχεις συνοδεμένο
έχετε συνοδέψει
έχετε συνοδεμένο
έχεις συνοδευτεί
είσαι συνοδεμένος, -η
έχετε συνοδευτεί
είστε συνοδεμένοι, -ες
έχει συνοδέψει
έχει συνοδεμένο
έχουν συνοδέψει
έχουν συνοδεμένο
έχει συνοδευτεί
είναι συνοδεμένος, -η, -ο
έχουν συνοδευτεί
είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συνοδέψει
είχα συνοδεμένο
είχαμε συνοδέψει
είχαμε συνοδεμένο
είχα συνοδευτεί
ήμουν συνοδεμένος, -η
είχαμε συνοδευτεί
ήμαστε συνοδεμένοι, -ες
είχες συνοδέψει
είχες συνοδεμένο
είχατε συνοδέψει
είχατε συνοδεμένο
είχες συνοδευτεί
ήσουν συνοδεμένος, -η
είχατε συνοδευτεί
ήσαστε συνοδεμένοι, -ες
είχε συνοδέψει
είχε συνοδεμένο
είχαν συνοδέψει
είχαν συνοδεμένο
είχε συνοδευτεί
ήταν συνοδεμένος, -η, -ο
είχαν συνοδευτεί
ήταν συνοδεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνοδεύωθα συνοδεύουμε, θα συνοδεύομεθα συνοδεύομαιθα συνοδευόμαστε
θα συνοδεύειςθα συνοδεύετεθα συνοδεύεσαιθα συνοδεύεστε, θα συνοδευόσαστε
θα συνοδεύειθα συνοδεύουν(ε)θα συνοδεύεταιθα συνοδεύονται
Fut
ur
θα συνοδέψωθα συνοδέψουμε, θα συνοδέψομεθα συνοδευτώθα συνοδευτούμε
θα συνοδέψειςθα συνοδέψετεθα συνοδευτείςθα συνοδευτείτε
θα συνοδέψειθα συνοδέψουν(ε)θα συνοδευτείθα συνοδευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνοδέψει
θα έχω συνοδεμένο
θα έχουμε συνοδέψει
θα έχουμε συνοδεμένο
θα έχω συνοδευτεί
θα είμαι συνοδεμένος, -η
θα έχουμε συνοδευτεί
θα είμαστε συνοδεμένοι, -ες
θα έχεις συνοδέψει
θα έχεις συνοδεμένο
θα έχετε συνοδέψει
θα έχετε συνοδεμένο
θα έχεις συνοδευτεί
θα είσαι συνοδεμένος, -η
θα έχετε συνοδευτεί
θα είστε συνοδεμένοι, -ες
θα έχει συνοδέψει
θα έχει συνοδεμένο
θα έχουν συνοδέψει
θα έχουν συνοδεμένο
θα έχει συνοδευτεί
θα είναι συνοδεμένος, -η, -ο
θα έχουν συνοδευτεί
θα είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνοδεύωνα συνοδεύουμε, να συνοδεύομενα συνοδεύομαινα συνοδευόμαστε
να συνοδεύειςνα συνοδεύετενα συνοδεύεσαινα συνοδεύεστε, να συνοδευόσαστε
να συνοδεύεινα συνοδεύουν(ε)να συνοδεύεταινα συνοδεύονται
Aoristνα συνοδέψωνα συνοδέψουμε, να συνοδέψομενα συνοδευτώνα συνοδευτούμε
να συνοδέψειςνα συνοδέψετενα συνοδευτείςνα συνοδευτείτε
να συνοδέψεινα συνοδέψουν(ε)να συνοδευτείνα συνοδευτούν(ε)
Perfνα έχω συνοδέψει
να έχω συνοδεμένο
να έχουμε συνοδέψει
να έχουμε συνοδεμένο
να έχω συνοδευτεί
να είμαι συνοδεμένος, -η
να έχουμε συνοδευτεί
να είμαστε συνοδεμένοι, -ες
να έχεις συνοδέψει
να έχεις συνοδεμένο
να έχετε συνοδέψει
να έχετε συνοδεμένο
να έχεις συνοδευτεί
να είσαι συνοδεμένος, -η
να έχετε συνοδευτεί
να είστε συνοδεμένοι, -ες
να έχει συνοδέψει
να έχει συνοδεμένο
να έχουν συνοδέψει
να έχουν συνοδεμένο
να έχει συνοδευτεί
να είναι συνοδεμένος, -η, -ο
να έχουν συνοδευτεί
να είναι συνοδεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυνόδευεσυνοδεύετεσυνοδεύεστε
Aoristσυνόδεψεσυνοδέψτε, συνοδεύτεσυνοδέψουσυνοδευτείτε
Part
izip
Presσυνοδεύοντας
Perfέχοντας συνοδέψει, έχοντας συνοδεμένοσυνοδεμένος, -η, -οσυνοδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυνοδέψεισυνοδευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback