συμμετέχω Verb (40) |
παρακολουθώ Verb (3) |
μετέχω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Herr Präsident, ich möchte dem Berichterstatter ebenfalls meinen Dank für seine äußerst kooperative Herangehensweise aussprechen, mit der er die Arbeit an diesem wichtigen Bericht begonnen hat, und ich freue mich, an dieser intimen Zusammenkunft von Anhängern erneuerbarer Energiequellen zu so nachtschlafender Zeit teilnehmen zu dürfen. | Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να επαναλάβω τις ευχαριστίες μου προς τον εισηγητή για τον εξαιρετικά συνεργάσιμο τρόπο με τον οποίο προσέγγισε αυτήν τη σημαντική έκθεση, και χαίρομαι που συμμετέχω στην οικεία αυτή συγκέντρωση φανατικών των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας τόσο αργά το βράδυ. Übersetzung bestätigt |
Wenn der Herr Abgeordnete, der hier einige sehr ernste Probleme angesprochen hat, morgen vormittag Zeit hat, dann kann er gern an der Debatte über Äthiopien teilnehmen, bei der ich zugegen sein werde, weil mein Kollege anderweitig zu tun hat. | Ο αξιότιμος βουλευτής διατύπωσε ορισμένες σοβαρές παρατηρήσεις και τον καλώ, εάν είναι εύκαιρος αύριο το πρωί, να παρακολουθήσει τη συζήτηση για την Αιθιοπία, στην οποία θα συμμετέχω ο ίδιος επειδή ο συνάδελφός μου πρέπει να βρίσκεται κάπου αλλού. Übersetzung bestätigt |
Im Hinblick auf die Beitrittskandidaten konnte ich erfreulicherweise vor einigen Wochen an einer großen Konferenz über die Informationsgesellschaft in Warschau teilnehmen, bei der auch alle Kanditatenländer anwesend waren. Das Interesse an einer Zusammenarbeit zwischen der EU und den Beitrittskandidaten war dabei sehr groß. | Σε ό,τι αφορά τις υποψήφιες χώρες, είχα την ιδιαίτερη χαρά να συμμετέχω πριν από μερικές εβδομάδες σε μια μεγάλη διάσκεψη για την κοινωνία των πληροφοριών στη Βαρσοβία, όπου συμμετείχαν όλες οι υποψήφιες χώρες και όπου υπήρχε μεγάλη ζήτηση για συνεργασία μεταξύ ΕΕ και των υποψηφίων χωρών. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte dem Parlament regelmäßig über dieses Thema Bericht erstatten, und wie Sie vielleicht wissen, werde ich nächste Woche am 12. September an einer Sitzung des Ausschusses für bürgerliche Freiheiten, Justiz und Inneres teilnehmen. | Πρόθεσή μου είναι μάλιστα να ενημερώνω το Κοινοβούλιο τακτικά σχετικά με το ζήτημα και, όπως πιθανώς γνωρίζετε, θα συμμετέχω σε συνεδρίαση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων την επόμενη εβδομάδα, στις 12 Σεπτεμβρίου. Übersetzung bestätigt |
(FR) Herr Präsident, meine Damen und Herren! Es ist mir eine große Freude, hier an dieser Aussprache über die europäische Verkehrspolitik teilnehmen zu können. | (FR) Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, είμαι πολύ ευτυχής που συμμετέχω σε αυτήν τη συζήτηση για την ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
teilnehmen |
mitmachen |
mitwirken |
mitmischen |
mitreden |
mitarbeiten |
(seinen) Beitrag leisten |
(das) Seine tun |
(sich) (aktiv) einbringen |
beitragen zu |
Ähnliche Wörter |
---|
teilnehmen an |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | nehme teil | ||
du | nimmst teil | |||
er, sie, es | nimmt teil | |||
Präteritum | ich | nahm teil | ||
Konjunktiv II | ich | nähme teil | ||
Imperativ | Singular | nimm teil! | ||
Plural | nehmt teil! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
teilgenommen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:teilnehmen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμμετέχω, exw>έχω | συμμετέχουμε, συμμετέχομε |
συμμετέχεις | συμμετέχετε | ||
συμμετέχει | συμμετέχουν(ε) | ||
Imper fekt | συμμετείχα | συμμετείχαμε | |
συμμετείχες | συμμετείχατε | ||
συμμετείχε | συμμετείχαν(ε) | ||
Aorist | (συμμετείχα) | (συμμετείχαμε) | |
(συμμετείχες) | (συμμετείχατε) | ||
(συμμετείχε) | (συμμετείχαν(ε)) | ||
Per fekt | |||
Plu per fekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμμετέχω | θα συμμετέχουμε, | |
θα συμμετέχεις | θα συμμετέχετε | ||
θα συμμετέχει | θα συμμετέχουν(ε) | ||
Fut ur | θα συμμετάσχω | θα συμμετάσχουμε, | |
θα συμμετάσχεις | θα συμμετάσχετε | ||
θα συμμετάσχει | θα συμμετάσχουν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμμετέχω | να συμμετέχουμε, |
να συμμετέχεις | να συμμετέχετε | ||
να συμμετέχει | να συμμετέχουν(ε) | ||
Aorist | να συμμετάσχω | να συμμετάσχουμε, | |
να συμμετάσχεις | να συμμετάσχετε | ||
να συμμετάσχει | να συμμετάσχουν(ε) | ||
Perf | |||
Imper ativ | Pres | συμμετέχετε | |
Aorist | συμμετάσχετε | ||
Part izip | Pres | συμμετέχοντας | |
Perf | έχοντας συμμετάσχει | ||
Infin | Aorist | συμμετάσχει |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | μετέχω, exw>έχω | μετέχουμε, μετέχομε |
μετέχεις | μετέχετε | ||
μετέχει | μετέχουν(ε) | ||
Imper fekt | μετείχα | μετείχαμε | |
μετείχες | μετείχατε | ||
μετείχε | μετείχαν(ε) | ||
Aorist | (μετείχα) | (μετείχαμε) | |
(μετείχες) | (μετείχατε) | ||
(μετείχε) | (μετείχαν(ε)) | ||
Per fekt | |||
Plu per fekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα μετέχω | θα μετέχουμε, | |
θα μετέχεις | θα μετέχετε | ||
θα μετέχει | θα μετέχουν(ε) | ||
Fut ur | θα μετάσχω | θα μετάσχουμε, | |
θα μετάσχεις | θα μετάσχετε | ||
θα μετάσχει | θα μετάσχουν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να μετέχω | να μετέχουμε, |
να μετέχεις | να μετέχετε | ||
να μετέχει | να μετέχουν(ε) | ||
Aorist | να μετάσχω | να μετάσχουμε, | |
να μετάσχεις | να μετάσχετε | ||
να μετάσχει | να μετάσχουν(ε) | ||
Perf | |||
Imper ativ | Pres | μετέχετε | |
Aorist | μετάσχετε | ||
Part izip | Pres | μετέχοντας | |
Perf | έχοντας μετάσχει | ||
Infin | Aorist | μετάσχει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.