{το}  μωρό Subst.  [moro, mwro]

{das}    Subst.
(16954)

Etymologie zu μωρό

μωρό mittelgriechisch μωρόν (substantiviert) altgriechisch μωρός[1]


GriechischDeutsch
που προορίζεται για την παρασκευή πανών και απορροφητικών πανών για μωρά και για άλλα παρόμοια είδη υγιεινής [1]zur Verwendung beim Herstellen von Windeln und Windeleinlagen für Babys und vergleichbaren Hygieneartikeln [1]

Übersetzung bestätigt

Προϊόν (αποκαλούμενο «σύστημα βιντεοπαρακολούθησης για μωρά») με τη μορφή συνόλου που προορίζεται για λιανική πώληση, αποτελούμενο από:Eine Ware (sog. aufgemacht in einer Zusammenstellung für den Einzelverkauf, bestehend aus:

Übersetzung bestätigt

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρομέτρου για τις «Στάσεις των Ευρωπαίων απέναντι στο κάπνισμα»xxx, τα τρία τέταρτα των Ευρωπαίων γνωρίζουν ότι ο καπνός αποτελεί κίνδυνο για την υγεία των μη καπνιστών, ενώ το 95% αναγνωρίζει ότι το κάπνισμα παρουσία εγκύου μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο για το μωρό.Laut der jüngsten Eurobarometer-Umfrage über die „Einstellungen der Europäer zu Tabak“xxx sind sich 75 % der Europäer bewusst, dass Tabakrauch ein Gesundheitsrisiko für Nichtraucher darstellt, während 95 % die Meinung teilen, dass das Rauchen in Gegenwart von schwangeren Frauen sich als gefährlich für das Baby erweisen kann.

Übersetzung bestätigt

Το μωρό σας μπορεί να παρουσιάσει αιμορραγία από τα έντερα και τους νεφρούς.Bei Ihrem Baby kann es zu Blutungen im Darm und im Bereich der Nieren kommen.

Übersetzung bestätigt

Τα ακόλουθα συμπτώματα είναι πιθανό να εμφανισθούν σε νεογέννητα μωρά, των οποίων οι μητέρες έχουν χρησιμοποιήσει INVEGA στο τελευταίο τρίμηνο (στους τελευταίους τρεις μήνες της εγκυμοσύνης τους): τρέμουλο, μυϊκή δυσκαμψία και/ή αδυναμία, υπνηλία, διέγερση, προβλήματα αναπνοής και δυσκολία στην πρόσληψη τροφής.Bei neugeborenen Babys von Müttern, die Paliperidon im letzten Trimenon (letzte drei Monate der Schwangerschaft) einnahmen, können folgende Symptome auftreten: Zittern, Muskelsteifheit und/oder –schwäche, Schläfrigkeit, Ruhelosigkeit, Atembeschwerden und Schwierigkeiten beim Stillen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
αβάφτιστο
βρέφος
βυζανιάρικο
βυζαστάρικο
βυζασταρούδι
γεννητάρι
γεννηταρούδι
κλαψιάρικο
λεχούδι
μικρό
μπεμπέκα
μπέμπης
μυξιάρικο
νεογέννητο
νινί
νήπιο
νιάνιαρο
σαλό
τυλιχταρούδι



Griechische Definition zu μωρό

μωρό το [moró] : 1. νεογέννητο παιδί μέχρι ηλικίας δύο ετών περίπου· βρέφος: Tο μωρό κοιμάται στην κούνια του. Είναι ήσυχο το μωρό σου; Δεν μπόρεσαν να βγουν γιατί δεν είχαν πού να αφήσουν το μωρό. Nάνι νάνι το μωρό μου, ως νανούρισμα. Είναι ακόμα μωρό παιδί, είναι πολύ μικρό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback