{η}  απεργία Subst.  [apergia, aperjia]

{der}    Subst.
(352)
{der}    Subst.
(2)

Etymologie zu απεργία

απεργία απεργός + -ία altgriechisch ἔργον


GriechischDeutsch
Επίσης, της εν λόγω αύξησης των μισθών είχε προηγηθεί απεργία το 2003 με αποτέλεσμα τη σχετική μείωση του ετήσιου κόστους εργασίας σε σύγκριση με τα επόμενα έτη, λόγω των μη πληρωμένων ωρών.Ferner ging dieser Lohnerhöhung ein Streik im Jahr 2003 voraus, und die aus diesem Grund nicht gezahlten Arbeitslöhne führten zu einer relativen Verringerung der durchschnittlichen jährlichen Arbeitskosten im Vergleich zu den folgenden Jahren.

Übersetzung bestätigt

ώρες που αμείφθηκαν αλλά δεν πραγματοποιήθηκαν, π.χ. ετήσια άδεια, αναρρωτική άδεια, ατυχήματα, απεργίες, ανταπεργίες, περίοδοι απραξίας κ.λπ.,bezahlte, aber aufgrund von Urlaub, Krankheit, Unfall, Streik, Aussperrung, Unterbeschäftigung usw. nicht gearbeitete Stunden,

Übersetzung bestätigt

άτομα σε προσωρινή άδεια (μητρότητα, άδεια ασθένειας, απεργία, ανταπεργία κ.λπ.) για μια ορισμένη χρονική περίοδο,vorübergehend abwesende Personen (Mutterschutz, Krankheit, Urlaub, Streik, Aussperrung usw.),

Übersetzung bestätigt

Οι κρατικές ενισχύσεις τις οποίες η Ιταλία επρόκειτο να εφαρμόσει υπέρ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, τη μεταποίηση ή/και την εμπορία των αγροτικών προϊόντων του παραρτήματος Ι δυνάμει του άρθρου 1 του σικελικού περιφερειακού νόμου αριθ. 27/2000 της 23ης Δεκεμβρίου 2000 για την αντιστάθμιση της ζημίας που προκλήθηκε από την απεργία και τα οδοφράγματα των επιχειρήσεων οδικών μεταφορών στη Σικελία μεταξύ 30 Σεπτεμβρίου και 8 Οκτωβρίου 2000 δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.Die staatlichen Beihilfen, die in Artikel 1 des Gesetzes Nr. 27/2000 der Region Sizilien vom 23.12.2000 vorgesehen sind und die Italien zu Gunsten der Unternehmen gewähren möchte, die im Bereich der Produktion, Verarbeitung oder Vermarktung von Agrarerzeugnissen gemäß Anlage I EG-Vertrag tätig sind, um sie für die durch den Streik der Fuhrunternehmer und durch die Straßenblockaden in Sizilien vom 30. September bis 8. Oktober 2000 verursachten Nachteile zu entschädigen, sind mit dem Gemeinsamen Markt unvereinbar

Übersetzung bestätigt

Τέλος, οι ιταλικές αρχές δεν απέκλεισαν την αμφιβολία ότι οι επιχειρήσεις οδικών μεταφορών μπορεί να είναι υπεύθυνες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας για αποζημίωση στις γεωργικές επιχειρήσεις για τη (συμβατική και μη συμβατική) ζημία που προκάλεσαν με τη διαδήλωση, την απεργία και τα οδοφράγματά τους και, συνεπώς, ότι το μέτρο ενίσχυσης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά έμμεση λειτουργική ενίσχυση στις ίδιες τις απεργούσες επιχειρήσεις οδικών μεταφορών.Schließlich haben die italienischen Behörden den Zweifel nicht ausräumen können, dass die Fuhrunternehmer laut nationalem Gesetz für den Ersatz der Schäden (vertraglicher und nicht-vertraglicher Art) verantwortlich sein könnten, die sie den Agrarunternehmen mit ihrer Demonstration, dem Streik und den Straßenblockaden verursacht haben, und dass somit die betreffende Beihilfemaßnahme für eine indirekte Betriebsbeihilfe zu Gunsten der Fuhrunternehmer gehalten werden könnte, die sich am Streik beteiligt haben.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu απεργία

απεργία η [aperjía] : σκόπιμη αναστολή της εργασίας που γίνεται από ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων με σκοπό την επίτευξη ενός στόχου ή την εκδήλωση της θέλησής του: απεργία εργατών / υπαλλήλων / επαγγελματιών. απεργία στο ηλεκτρικό / στο νερό / στα λεωφορεία, απεργία των εργαζομένων στις αντίστοιχες υπηρεσίες. απεργία πείνας*. απεργία κλαδική / γενική / εικοσιτετράωρη / διαρκείας / προειδοποιητική / αλληλεγγύης. απεργία πολιτική, που έχει πολιτικά κίνητρα. Kυλιόμενη απεργία, που πλήττει με τη σειρά τα διάφορα τμήματα μιας επιχείρησης, μιας υπηρεσίας κτλ. Kήρυξη / περιφρούρηση / παράταση / αναστολή / λύση της απεργίας. Είμαι σε / έχω απεργία. Kατεβαίνω σε απεργία. Kηρύσσω απεργία. ΦΡ λευκή* απεργία.

[λόγ. απεργ(ός) -ία]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback