τέρμα altgriechisch τέρμα proto-indogermanisch *térmn̥ (τέρμα, όριο)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Επομένως, και κατόπιν σταθμίσεως όλων των προαναφερομένων στοιχείων, θεωρείται, αφενός, ότι η επιβολή μέτρων για την εξάλειψη του ζημιογόνου ντάμπινγκ θα επιτρέψει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να διατηρήσει τη δραστηριότητά του και θα θέσει τέρμα στα διαδοχικά κρούσματα κλεισίματος εταιρειών και απώλειας θέσεων απασχόλησης που σημειώθηκαν κατά τα τελευταία έτη και, αφετέρου, ότι οι αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να έχουν αυτά τα μέτρα για ορισμένους επιχειρηματίες της Κοινότητας δεν είναι δυσανάλογες σε σύγκριση με τα οφέλη που θα αποκομίσει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. | Insgesamt wird daher davon ausgegangen, dass der Wirtschaftszweig der Gemeinschaft im Falle der Einführung von Maßnahmen, d. h. der Beseitigung des schädigenden Dumpings, in der Lage wäre, seine Tätigkeit aufrechtzuerhalten und den Betriebsschließungen und Arbeitsplatzverlusten der letzten Jahre ein Ende zu bereiten, und dass die etwaigen nachteiligen Auswirkungen auf bestimmte andere Wirtschaftsbeteiligte in der Gemeinschaft die positiven Auswirkungen für den Wirtschaftszweig der Gemeinschaft nicht aufwiegen. Übersetzung bestätigt |
Οι Κάτω Χώρες μεριμνούν ώστε οι επιχειρήσεις να τεθούν υπό εκκαθάριση ούτως ώστε να τεθεί τέρμα στη στρέβλωση του ανταγωνισμού, γεγονός που συνεπάγεται την ανάκληση των δραστηριοτήτων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και την πώληση, το ταχύτερο δυνατόν, των περιουσιακών στοιχείων τους υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. | Die Niederlande sorgen dafür, dass die Unternehmen in der Weise abgewickelt werden, dass der Wettbewerbsverfälschung ein Ende gesetzt wird. Dies bedeutet, dass die Tätigkeiten der betreffenden Unternehmen eingestellt werden und ihre Aktiva so rasch wie möglich zu Marktbedingungen verkauft werden. Übersetzung bestätigt |
H μέτρηση της αιθάλης εξαρτάται από το σχεδιασμό της συσκευής και μπορεί να διενεργηθεί στο εσωτερικό του σωλήνα εξαγωγής (με συνδεδεμένο εν σειρά αδιαφανειόμετρο πλήρους ροής), στο τέρμα του σωλήνα εξαγωγής (με αδιαφανειόμετρο πλήρους ροής στο τέρμα της γραμμής) ή με λήψη δείγματος από το σωλήνα εξαγωγής (αδιαφανειόμετρο μερικής ροής). | Die Rauchmessung kann je nach Beschaffenheit des Gerätes im Auspuffrohr (zwischengeschalteter Vollstrom-Trübungsmesser), am Ende des Auspuffrohrs (nachgeschalteter Vollstrom-Trübungsmesser) oder durch Entnahme einer Probe aus dem Auspuffrohr (Teilstrom-Trübungsmesser) erfolgen. Übersetzung bestätigt |
τον τύπο αραίωσης μερικής ροής με ολική δειγματοληψία από το τέρμα της σήραγγας αραίωσης έως τον υποδοχέα του φίλτρου, | beim Teilstrom-Verdünnungssystem mit Gesamtprobenahme den Teil vom Ende des Verdünnungstunnels bis zum Filterhalter, Übersetzung bestätigt |
Στο πλαίσιο της κρατικής ενίσχυσης αριθ. NN 76/2000 [15], η Επιτροπή είχε κρίνει ότι προκειμένου για ενίσχυση για την απομάκρυνση των σφάγιων των ζώων, η απομάκρυνση αυτή χρησιμεύει για να τεθεί τέρμα σε μια συνήθεια που έχουν οι γεωργοί, να καίνε, να θάβουν ή να εγκαταλείπουν τα σφάγια που είναι ιδιαίτερα ρυπαντικά και επιβλαβή για το περιβάλλον και την υγεία. | Bei der Prüfung der staatlichen Beihilfe NN 76/2000 (Sammlung von Tierkörpern) [15] war die Kommission zu dem Schluss gelangt, dass die Sammlung dazu dient, der Gewohnheit der Viehzüchter, hochgradig umweltverschmutzende und umweltund gesundheitsschädigende Tierkadaver zu verbrennen, zu vergraben oder einfach verrotten zu lassen, ein Ende zu bereiten. Übersetzung bestätigt |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Endstation | die Endstationen |
Genitiv | der Endstation | der Endstationen |
Dativ | der Endstation | den Endstationen |
Akkusativ | die Endstation | die Endstationen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Endhaltestelle | die Endhaltestellen |
Genitiv | der Endhaltestelle | der Endhaltestellen |
Dativ | der Endhaltestelle | den Endhaltestellen |
Akkusativ | die Endhaltestelle | die Endhaltestellen |
τέρμα το [térma] : 1α1. το τοπικό σημείο όπου καταλήγει κτ.: Tο τέρμα του λεωφορείου, το τέλος της διαδρομής μιας λεωφορειακής γραμμής. ANT αφετηρία. || ANT αρχή: Έφτασα ως το τέρμα του δρόμου, ως το τέλος. Mένω στο τέρμα της παραλιακής λεωφόρου. || Aνοίγω / γυρίζω κτ. τέρμα, εντελώς: Άνοι ξα τέρμα τη βρύση. Mην ανοίγεις τέρμα το ραδιόφωνο, μην το βάζεις σε όλη την ένταση. Γύρισα τέρμα το διακόπτη. ΦΡ τέρμα Θεού, σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή: Mένει τέρμα Θεού. (προφ.) τέρμα τα γκάζια*. α2. το χρονικό σημείο όπου καταλήγει κτ.· τέλος. ANT αρχή: Bρίσκεται στο τέρμα της ζωής του / της σταδιοδρομίας του. Θέτω / βάζω / δίνω τέρμα σε κτ., δίνω οριστικό τέλος: Έθεσε τέρμα στη ζωή του, αυτοκτόνησε. Πρέπει να δώσουμε ένα τέρμα σ΄ αυτή τη μακροχρόνια διαμάχη. || τέρμα!, για κτ. που τελειώνει οριστικά και αμετάκλητα: τέρμα τα μπάνια, μπήκε πια ο χειμώνας. Άρχισε το σχολείο και τέρμα οι διασκεδάσεις. τέρμα με τα όνειρα που κάναμε. (έκφρ.) τέρμα και τελείωσε*. τέρμα τα ψέμα τα*. ΦΡ τέρμα τα δίφραγκα*. β. ο τελικός σκοπός: Aπό διαφορετικούς δρόμους κατέληξαν στο ίδιο τέρμα. Φτάσαμε στο τέρμα των προσπαθειών μας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.