τερματίζω Verb  [termatizo, termatizw]

  Verb
(1)
(1)

Etymologie zu τερματίζω

τερματίζω Koine-Griechisch τερματίζω altgriechisch τέρμα proto-indogermanisch *térmn̥ (τέρμα, όριο)


GriechischDeutsch
Επειδή δεν τερματίζω τη ζωή μου, τερματίζουν το έργο μου.Weil ich mein Leben nicht beende, beenden sie meine Arbeit.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu τερματίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τερματίζωτερματίζουμε, τερματίζομετερματίζομαιτερματιζόμαστε
τερματίζειςτερματίζετετερματίζεσαιτερματίζεστε, τερματιζόσαστε
τερματίζειτερματίζουν(ε)τερματίζεταιτερματίζονται
Imper
fekt
τερμάτιζατερματίζαμετερματιζόμουν(α)τερματιζόμαστε, τερματιζόμασταν
τερμάτιζεςτερματίζατετερματιζόσουν(α)τερματιζόσαστε, τερματιζόσασταν
τερμάτιζετερμάτιζαν, τερματίζαν(ε)τερματιζόταν(ε)τερματίζονταν, τερματιζόντανε, τερματιζόντουσαν
Aoristτερμάτισατερματίσαμετερματίστηκατερματιστήκαμε
τερμάτισεςτερματίσατετερματίστηκεςτερματιστήκατε
τερμάτισετερμάτισαν, τερματίσαν(ε)τερματίστηκετερματίστηκαν, τερματιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τερματίσει
έχω τερματισμένο
έχουμε τερματίσει
έχουμε τερματισμένο
έχω τερματιστεί
είμαι τερματισμένος, -η
έχουμε τερματιστεί
είμαστε τερματισμένοι, -ες
έχεις τερματίσει
έχεις τερματισμένο
έχετε τερματίσει
έχετε τερματισμένο
έχεις τερματιστεί
είσαι τερματισμένος, -η
έχετε τερματιστεί
είστε τερματισμένοι, -ες
έχει τερματίσει
έχει τερματισμένο
έχουν τερματίσει
έχουν τερματισμένο
έχει τερματιστεί
είναι τερματισμένος, -η, -ο
έχουν τερματιστεί
είναι τερματισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τερματίσει
είχα τερματισμένο
είχαμε τερματίσει
είχαμε τερματισμένο
είχα τερματιστεί
ήμουν τερματισμένος, -η
είχαμε τερματιστεί
ήμαστε τερματισμένοι, -ες
είχες τερματίσει
είχες τερματισμένο
είχατε τερματίσει
είχατε τερματισμένο
είχες τερματιστεί
ήσουν τερματισμένος, -η
είχατε τερματιστεί
ήσαστε τερματισμένοι, -ες
είχε τερματίσει
είχε τερματισμένο
είχαν τερματίσει
είχαν τερματισμένο
είχε τερματιστεί
ήταν τερματισμένος, -η, -ο
είχαν τερματιστεί
ήταν τερματισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τερματίζωθα τερματίζουμε, θα τερματίζομεθα τερματίζομαιθα τερματιζόμαστε
θα τερματίζειςθα τερματίζετεθα τερματίζεσαιθα τερματίζεστε, θα τερματιζόσαστε
θα τερματίζειθα τερματίζουν(ε)θα τερματίζεταιθα τερματίζονται
Fut
ur
θα τερματίσωθα τερματίσουμε, θα τερματίζομεθα τερματιστώθα τερματιστούμε
θα τερματίσειςθα τερματίσετεθα τερματιστείςθα τερματιστείτε
θα τερματίσειθα τερματίσουν(ε)θα τερματιστείθα τερματιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τερματίσει
θα έχω τερματισμένο
θα έχουμε τερματίσει
θα έχουμε τερματισμένο
θα έχω τερματιστεί
θα είμαι τερματισμένος, -η
θα έχουμε τερματιστεί
θα είμαστε τερματισμένοι, -ες
θα έχεις τερματίσει
θα έχεις τερματισμένο
θα έχετε τερματίσει
θα έχετε τερματισμένο
θα έχεις τερματιστεί
θα είσαι τερματισμένος, -η
θα έχετε τερματιστεί
θα είστε τερματισμένοι, -ες
θα έχει τερματίσει
θα έχει τερματισμένο
θα έχουν τερματίσει
θα έχουν τερματισμένο
θα έχει τερματιστεί
θα είναι τερματισμένος, -η, -ο
θα έχουν τερματιστεί
θα είναι τερματισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τερματίζωνα τερματίζουμε, να τερματίζομενα τερματίζομαινα τερματιζόμαστε
να τερματίζειςνα τερματίζετενα τερματίζεσαινα τερματίζεστε, να τερματιζόσαστε
να τερματίζεινα τερματίζουν(ε)να τερματίζεταινα τερματίζονται
Aoristνα τερματίσωνα τερματίσουμε, να τερματίσομενα τερματιστώνα τερματιστούμε
να τερματίσειςνα τερματίσετενα τερματιστείςνα τερματιστείτε
να τερματίσεινα τερματίσουν(ε)να τερματιστείνα τερματιστούν(ε)
Perfνα έχω τερματίσει
να έχω τερματισμένο
να έχουμε τερματίσει
να έχουμε τερματισμένο
να έχω τερματιστεί
να είμαι τερματισμένος, -η
να έχουμε τερματιστεί
να είμαστε τερματισμένοι, -ες
να έχεις τερματίσει
να έχεις τερματισμένο
να έχετε τερματίσει
να έχετε τερματισμένο
να έχεις τερματιστεί
να είσαι τερματισμένος, -η
να έχετε τερματιστεί
να είστε τερματισμένοι, -ες
να έχει τερματίσει
να έχει τερματισμένο
να έχουν τερματίσει
να έχουν τερματισμένο
να έχει τερματιστεί
να είναι τερματισμένος, -η, -ο
να έχουν τερματιστεί
να είναι τερματισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτερμάτιζετερματίζετετερματίζεστε
Aoristτερμάτισετερματίστετερματίσουτερματιστείτε
Part
izip
Presτερματίζονταςτερματιζόμενος
Perfέχοντας τερματίσει, έχοντας τερματισμένοτερματισμένος, -η, -οτερματισμένοι, -ες, -α
InfinAoristτερματίσειτερματιστεί





Griechische Definition zu τερματίζω

τερματίζω [termatízo] -ομαι : 1. (χρονικά, συνήθ. παθ.) βάζω τέρμα σε κτ., το τελειώνω: Tερματίστηκαν οι συνομιλίες / οι θεατρικές παραστάσεις. H υπόθεση θεωρείται οριστικά τερματισμένη. τερματίζω τη ζωή μου, πεθαίνω ή θέτω τέρμα στη ζωή μου. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback