προσπαθώ Koine-Griechisch προσπαθέω / προσπαθῶ προσπαθής πρός + altgriechisch πάθος πάσχω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Πρόκειται για κάτι που μου προκαλεί ανησυχία και προσπαθώ να το αντιμετωπίσω, διασφαλίζοντας την ύπαρξη σαφών κατευθυντήριων γραμμών, όπως εσείς προτείνετε, έτσι και οι δύο είμαστε σύμφωνοι σε αυτό το σημείο. | Ich bin besorgt darüber, und ich möchte versuchen, diese Schwierigkeiten mit klaren Leitlinien, wie auch Sie sie fordern, zu beheben. Somit sind wir in diesem Punkt völlig einer Meinung. Übersetzung bestätigt |
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι χρειαζόμαστε καλύτερη ρύθμιση, καλύτερη νομοθεσία, αλλά έχει να κάνει με την απλοποίηση, με το να κατανοήσουμε τι αποφασίζουμε και με το να κατανοήσει ο κόσμος τι προσπαθούμε να αποφασίσουμε. | Damit versuche ich zu sagen, dass wir bessere Rechtsetzung brauchen, aber das hat etwas mit Vereinfachung zu tun, damit, dass wir verstehen, worüber wir entscheiden, und die Bürger, worüber wir versuchen zu entscheiden. Übersetzung bestätigt |
Δεν είμαι και τόσο σίγουρος, αλλά θα συνεχίσω να προσπαθώ να πείσω το Συμβούλιο να προχωρήσει προς αυτήν την κατεύθυνση. | Ich bin mir da nicht so sicher, aber ich werde weiterhin mit Nachdruck versuchen, den Rat davon zu überzeugen, weiter in diese Richtung zu gehen. Übersetzung bestätigt |
Δεν πειράζει, θα συνεχίσω να προσπαθώ και ίσως τελικά ακόμα και η γερμανική μετάφραση να το καταλάβει σωστά και να συνεννοηθούμε. | Das macht nichts, ich werde es weiter versuchen, und vielleicht wird es sogar von den Deutschen richtig übersetzt und wir verstehen einander. Übersetzung bestätigt |
Ερωτήθηκα εάν εγγυώμαι ή αν προσπαθώ να εγγυηθώ ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε τους απαραίτητους πόρους για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα οικονομιών που δεν μπορούν τώρα να υποστηρίξουν τον εαυτό τους τη στιγμή που υπάρχει φυγή κεφαλαίων. " απάντηση είναι ότι αυτό πρέπει να κάνουμε. | Ich wurde gefragt, ob ich dafür garantieren würde oder versuchen würde, dafür zu garantieren, dass der Internationale Währungsfonds über ausreichend Mittel verfügt, um Volkswirtschaften, die derzeit nicht in der Lage sind, sich selbst zu tragen, im Falle einer Kapitalflucht zu stützen. Die Antwort lautet: das müssen wir tun. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προσπαθώ | προσπαθούμε |
προσπαθείς | προσπαθείτε | ||
προσπαθεί | προσπαθούν(ε) | ||
Imper fekt | προσπαθούσα | προσπαθούσαμε | |
προσπαθούσες | προσπαθούσατε | ||
προσπαθούσε | προσπαθούσαν(ε) | ||
Aorist | προσπάθησα | προσπαθήσαμε | |
προσπάθησες | προσπαθήσατε | ||
προσπάθησε | προσπάθησαν, προσπαθήσαν(ε) | ||
Perf ekt | |||
Plu perf ekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα προσπαθώ | θα προσπαθούμε | |
θα προσπαθείς | θα προσπαθείτε | ||
θα προσπαθεί | θα προσπαθούν(ε) | ||
Fut ur | θα προσπαθήσω | θα προσπαθήσουμε | |
θα προσπαθήσεις | θα προσπαθήσετε | ||
θα προσπαθήσει | θα προσπαθήσουν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προσπαθώ | να προσπαθούμε |
να προσπαθείς | να προσπαθείτε | ||
να προσπαθεί | να προσπαθούν(ε) | ||
Aorist | να προσπαθήσω | ||
να προσπαθήσεις | να προσπαθήσετε | ||
να προσπαθήσει | να προσπαθήσουν(ε) | ||
Perf | |||
Imper ativ | Pres | προσπαθείτε | |
Aorist | προσπάθησε | προσπαθήστε, προσπαθήσετε | |
Part izip | Pres | προσπαθώντας | |
Perf | έχοντας προσπαθήσει | ||
Infin | Aorist | προσπαθήσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | versuche | ||
du | versuchst | |||
er, sie, es | versucht | |||
Präteritum | ich | versuchte | ||
Konjunktiv II | ich | versuchte | ||
Imperativ | Singular | versuche! | ||
Plural | versucht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
versucht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:versuchen |
προσπαθώ [prospaθó] .9α : βάζω σε ενέργεια, διαθέτω όλες τις σωματικές, πνευματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου για να πετύχω κτ.: Ο αθλητής προσπάθησε να φτάσει πρώτος στο τέρμα. προσπαθώ να λύσω το πρόβλημα, όμως δεν τα καταφέρνω. Mάταια προσπαθώ να τον μεταπείσω. προσπαθώ να βελτιώσω το χαρακτήρα μου. || επιχειρώ να κάνω κτ., σχεδιάζω ή αρχίζω να κάνω κτ.· αποπειρώμαι: Προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν / να τον συκοφαντήσουν.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.