δοκιμάζω Verb  [dokimazo, thokimazo, dokimazw]

  Verb
(7)
  Verb
(5)
  Verb
(2)
  Verb
(2)
  Verb
(0)
abchecken (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu δοκιμάζω

δοκιμάζω altgriechisch δοκιμάζω δόκιμος δέχομαι


GriechischDeutsch
Πήγα αυτό σε εκείνους τους εφήβους, επειδή αυτοί οι έφηβοι είναι πραγματικά φοβεροί και θα δοκιμάσουν πράγματα που εγώ δεν δοκιμάζω.Ich gab das denselben Teenagern, da sie fantastisch sind. Sie probieren Dinge, die ich nicht ausprobieren würde.

Übersetzung nicht bestätigt

Θέλω πάντα να τα δοκιμάζω.Ich möchte sie immer probieren. Bin ich unnormal?

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu δοκιμάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δοκιμάζωδοκιμάζουμε, δοκιμάζομεδοκιμάζομαιδοκιμαζόμαστε
δοκιμάζειςδοκιμάζετεδοκιμάζεσαιδοκιμάζεστε, δοκιμαζόσαστε
δοκιμάζειδοκιμάζουν(ε)δοκιμάζεταιδοκιμάζονται
Imper
fekt
δοκίμαζαδοκιμάζαμεδοκιμαζόμουναδοκιμαζόμαστε, δοκιμαζόμασταν
δοκίμαζεςδοκιμάζατεδοκιμαζόσουναδοκιμαζόσαστε, δοκιμαζόσασταν
δοκίμαζεδοκίμαζαν, δοκιμάζαν(ε)δοκιμαζότανεδοκιμάζονταν, δοκιμαζόντανε, δοκιμαζόντουσαν
Aoristδοκίμασαδοκιμάσαμεδοκιμάστηκαδοκιμαστήκαμε
δοκίμασεςδοκιμάσατεδοκιμάστηκεςδοκιμαστήκατε
δοκίμασεδοκίμασαν, δοκιμάσαν(ε)δοκιμάστηκεδοκιμάστηκαν, δοκιμαστήκανε
Per
fekt
έχω δοκιμάσει
έχω δοκιμασμένο
έχουμε δοκιμάσει
έχουμε δοκιμασμένο
έχω δοκιμαστεί
είμαι δοκιμασμένος, -η
έχουμε δοκιμαστεί
είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
έχεις δοκιμάσει
έχεις δοκιμασμένο
έχετε δοκιμάσει
έχετε δοκιμασμένο
έχεις δοκιμαστεί
είσαι δοκιμασμένος, -η
έχετε δοκιμαστεί
είστε δοκιμασμένοι, -ες
έχει δοκιμάσει
έχει δοκιμασμένο
έχουν δοκιμάσει
έχουν δοκιμασμένο
έχει δοκιμαστεί
είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
έχουν δοκιμαστεί
είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δοκιμάσει
είχα δοκιμασμένο
είχαμε δοκιμάσει
είχαμε δοκιμασμένο
είχα δοκιμαστεί
ήμουν δοκιμασμένος, -η
είχαμε δοκιμαστεί
ήμαστε δοκιμασμένοι, -ες
είχες δοκιμάσει
είχες δοκιμασμένο
είχατε δοκιμάσει
είχατε δοκιμασμένο
είχες δοκιμαστεί
ήσουν δοκιμασμένος, -η
είχατε δοκιμαστεί
ήσαστε δοκιμασμένοι, -ες
είχε δοκιμάσει
είχε δοκιμασμένο
είχαν δοκιμάσει
είχαν δοκιμασμένο
είχε δοκιμαστεί
ήταν δοκιμασμένος, -η, -ο
είχαν δοκιμαστεί
ήταν δοκιμασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δοκιμάζωθα δοκιμάζουμε, θα δοκιμάζομεθα δοκιμάζομαιθα δοκιμαζόμαστε
θα δοκιμάζειςθα δοκιμάζετεθα δοκιμάζεσαιθα δοκιμάζεστε, θα δοκιμαζόσαστε
θα δοκιμάζειθα δοκιμάζουν(ε)θα δοκιμάζεταιθα δοκιμάζονται
Fut
ur
θα δοκιμάσωθα δοκιμάσουμε, θα δοκιμάσομεθα δοκιμαστώθα δοκιμαστούμε
θα δοκιμάσειςθα δοκιμάσετεθα δοκιμαστείςθα δοκιμαστείτε
θα δοκιμάσειθα δοκιμάσουν(ε)θα δοκιμαστείθα δοκιμαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δοκιμάσει
θα έχω δοκιμασμένο
θα έχουμε δοκιμάσει
θα έχουμε δοκιμασμένο
θα έχω δοκιμαστεί
θα είμαι δοκιμασμένος, -η
θα έχουμε δοκιμαστεί
θα είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
θα έχεις δοκιμάσει
θα έχεις δοκιμασμένο
θα έχετε δοκιμάσει
θα έχετε δοκιμασμένο
θα έχεις δοκιμαστεί
θα είσαι δοκιμασμένος, -η
θα έχετε δοκιμαστεί
θα είστε δοκιμασμένοι, -ες
θα έχει δοκιμάσει
θα έχει δοκιμασμένο
θα έχουν δοκιμάσει
θα έχουν δοκιμασμένο
θα έχει δοκιμαστεί
θα είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
θα έχουν δοκιμαστεί
θα είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δοκιμάζωνα δοκιμάζουμε, να δοκιμάζομενα δοκιμάζομαινα δοκιμαζόμαστε
να δοκιμάζειςνα δοκιμάζετενα δοκιμάζεσαινα δοκιμάζεστε, να δοκιμαζόσαστε
να δοκιμάζεινα δοκιμάζουν(ε)να δοκιμάζεταινα δοκιμάζονται
Aoristνα δοκιμάσωνα δοκιμάσουμε, να δοκιμάσομενα δοκιμαστώνα δοκιμαστούμε
να δοκιμάσειςνα δοκιμάσετενα δοκιμαστείςνα δοκιμαστείτε
να δοκιμάσεινα δοκιμάσουννα δοκιμαστείνα δοκιμαστούν(ε)
Perfνα έχω δοκιμάσει
να έχω δοκιμασμένο
να έχουμε δοκιμάσει
να έχουμε δοκιμασμένο
να έχω δοκιμαστεί
να είμαι δοκιμασμένος, -η
να έχουμε δοκιμαστεί
να είμαστε δοκιμασμένοι, -ες
να έχεις δοκιμάσει
να έχεις δοκιμασμένο
να έχετε δοκιμάσει
να έχετε δοκιμασμένο
να έχεις δοκιμαστεί
να είσαι δοκιμασμένος, -η
να έχετε δοκιμαστεί
να είστε δοκιμασμένοι, -ες
να έχει δοκιμάσει
να έχει δοκιμασμένο
να έχουν δοκιμάσει
να έχουν δοκιμασμένο
να έχει δοκιμαστεί
να είναι δοκιμασμένος, -η, -ο
να έχουν δοκιμαστεί
να είναι δοκιμασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδοκίμαζεδοκιμάζετεδοκιμάζεστε
Aoristδοκίμασεδοκιμάστεδοκιμάσουδοκιμαστείτε
Part
izip
Presδοκιμάζονταςδοκιμαζόμενος
Perfέχοντας δοκιμάσει, έχοντας δοκιμασμένοδοκιμασμένος, -η, -οδοκιμασμένοι, -ες, -α
InfinAoristδοκιμάσειδοκιμαστεί

















Griechische Definition zu δοκιμάζω

δοκιμάζω [δokimázo] -ομαι : 1. ελέγχω ή εξετάζω: α. κτ. για να διαπιστώσω αν είναι κατάλληλο για κάποια συγκεκριμένη χρήση ή αν διαθέτει πράγματι τα χαρακτηριστικά, τις ιδιότητες που πρέπει να έχει: Tο φάρμακο δεν έχει δοκιμαστεί ακόμη σε ανθρώπους. Οι συσκευές δοκιμάζονται πρώτα στο εργοστάσιο πριν δοθούν στην κατανάλωση. δοκιμάζω το στιλό αν γράφει / το μαχαίρι αν κόβει. || Θα δοκιμάσω μια νέα μέθοδο διδασκαλίας. β. κπ. για να διαπιστώσω αν διαθέτει κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή ικανότητα: Tου ανέθεσα αυτή τη δουλειά, για να δοκιμάσω την εντιμότητά του / την εξυπνάδα του / την επιστημονική του κατάρτιση. Θέλω να δοκιμάσω την αντοχή μου στην πεζοπορία. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback