Deutsch | Griechisch |
---|---|
Vor dem Hintergrund des heutigen Urteilsspruchs werde ich die Situation eingehend prüfen und die sich uns bietenden Möglichkeiten ermitteln. | Επομένως, υπό το πρίσμα της αποφάσεως που ελήφθη σήμερα, εξετάζω προσεκτικά την κατάσταση προκειμένου να διαπιστώσω τι δυνατότητες έχουμε. Übersetzung bestätigt |
Deshalb beabsichtige ich, in nächster Zeit mit Hilfe anderer Kollegen Jahresübersichten des Pariser Memorandum of understanding sowie andere Dinge nachzusehen und zu prüfen, ob tatsächlich eine verstärkte Kontrolle ausgeübt wird. | Προτίθεμαι κατά τις επόμενες περιόδους, με τη βοήθεια άλλων, να παρακολουθώ την ετήσια επισκόπηση του μνημονίου συνεννόησης του Παρισιού και άλλων επιθεωρήσεων και να εξετάζω κατά πόσο ο έλεγχος πράγματι αυξάνεται. Übersetzung bestätigt |
Wir tun dies auf unterschiedliche Weise. Das Mandat des Bürgerbeauftragten ist beschränkter; ich kann mich nur mit Beschwerden gegen EU-Institutionen und -Organe befassen, während der Petitionsausschuss auch prüfen kann, was die Mitgliedstaaten tun. | Αυτό το πράττουμε με διαφορετικούς τρόπους. " εντολή του Διαμεσολαβητή είναι πιο περιορισμένη· μπορώ να εξετάζω μόνο καταγγελίες εις βάρος θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ, ενώ η Επιτροπή Αναφορών μπορεί να εξετάζει και τα όσα πράττουν τα κράτη μέλη. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
abchecken |
abklären |
prüfen |
nachprüfen |
Ähnliche Wörter |
---|
prüfend |
Dieser Eintrag oder Abschnitt bedarf einer Erweiterung. Wenn du Lust hast, beteilige dich daran und entferne diesen Baustein, sobald du den Eintrag ausgebaut hast. Bitte halte dich dabei aber an unsere Formatvorlage! Folgendes ist zu erweitern: Bedeutungen ergänzen/neue Bedeutungen hinzufügen, siehe zum Beispiel im Duden |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εξετάζω | εξετάζουμε, εξετάζομε | εξετάζομαι | εξεταζόμαστε |
εξετάζεις | εξετάζετε | εξετάζεσαι | εξετάζεστε, εξεταζόσαστε | ||
εξετάζει | εξετάζουν(ε) | εξετάζεται | εξετάζονται | ||
Imper fekt | εξέταζα | εξετάζαμε | εξεταζόμουν(α) | εξεταζόμαστε, εξεταζόμασταν | |
εξέταζες | εξετάζατε | εξεταζόσουν(α) | εξεταζόσαστε, εξεταζόσασταν | ||
εξέταζε | εξέταζαν, εξετάζαν(ε) | εξεταζόταν(ε) | εξετάζονταν, εξεταζόντανε, εξεταζόντουσαν | ||
Aorist | εξέτασα | εξετάσαμε | εξετάστηκα | εξεταστήκαμε | |
εξέτασες | εξετάσατε | εξετάστηκες | εξεταστήκατε | ||
εξέτασε | εξέτασαν, εξετάσαν(ε) | εξετάστηκε | εξετάστηκαν, εξεταστήκανε | ||
Per fekt | έχω εξετάσει έχω εξετασμένο | έχουμε εξετάσει έχουμε εξετασμένο | έχω εξεταστεί είμαι εξετασμένος, -η | έχουμε εξεταστεί είμαστε εξετασμένοι, -ες | |
έχεις εξετάσει έχεις εξετασμένο | έχετε εξετάσει έχετε εξετασμένο | έχεις εξεταστεί είσαι εξετασμένος, -η | έχετε εξεταστεί είστε εξετασμένοι, -ες | ||
έχει εξετάσει έχει εξετασμένο | έχουν εξετάσει έχουν εξετασμένο | έχει εξεταστεί είναι εξετασμένος, -η, -ο | έχουν εξεταστεί είναι εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εξετάσει είχα εξετασμένο | είχαμε εξετάσει είχαμε εξετασμένο | είχα εξεταστεί ήμουν εξετασμένος, -η | είχαμε εξεταστεί ήμαστε εξετασμένοι, -ες | |
είχες εξετάσει είχες εξετασμένο | είχατε εξετάσει είχατε εξετασμένο | είχες εξεταστεί ήσουν εξετασμένος, -η | είχατε εξεταστεί ήσαστε εξετασμένοι, -ες | ||
είχε εξετάσει είχε εξετασμένο | είχαν εξετάσει είχαν εξετασμένο | είχε εξεταστεί ήταν εξετασμένος, -η, -ο | είχαν εξεταστεί ήταν εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εξετάζω | θα εξετάζουμε, θα εξετάζομε | θα εξετάζομαι | θα εξεταζόμαστε | |
θα εξετάζεις | θα εξετάζετε | θα εξετάζεσαι | θα εξετάζεστε, θα εξεταζόσαστε | ||
θα εξετάζει | θα εξετάζουν(ε) | θα εξετάζεται | θα εξετάζονται | ||
Fut ur | θα εξετάσω | θα εξετάσουμε, θα εξετάσομε | θα εξεταστώ | θα εξεταστούμε | |
θα εξετάσεις | θα εξετάσετε | θα εξεταστείς | θα εξεταστείτε | ||
θα εξετάσει | θα εξετάσουν(ε) | θα εξεταστεί | θα εξεταστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εξετάσει θα έχω εξετασμένο | θα έχουμε εξετάσει θα έχουμε εξετασμένο | θα έχω εξεταστεί θα είμαι εξετασμένος, -η | θα έχουμε εξεταστεί θα είμαστε εξετασμένοι, -ες | |
θα έχεις εξετάσει θα έχεις εξετασμένο | θα έχετε εξετάσει θα έχετε εξετασμένο | θα έχεις εξεταστεί θα είσαι εξετασμένος, -η | θα έχετε εξεταστεί θα είστε εξετασμένοι, -ες | ||
θα έχει εξετάσει θα έχει εξετασμένο | θα έχουν εξετάσει θα έχουν εξετασμένο | θα έχει εξεταστεί θα είναι εξετασμένος, -η, -ο | θα έχουν εξεταστεί θα είναι εξετασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εξετάζω | να εξετάζουμε, να εξετάζομε | να εξετάζομαι | να εξεταζόμαστε |
να εξετάζεις | να εξετάζετε | να εξετάζεσαι | να εξετάζεστε, | ||
να εξετάζει | να εξετάζουν(ε) | να εξετάζεται | να εξετάζονται | ||
Aorist | να εξετάσω | να εξετάσουμε, να εξετάσομε | να εξεταστώ | να εξεταστούμε | |
να εξετάσεις | να εξετάσετε | να εξεταστείς | να εξεταστείτε | ||
να εξετάσει | να εξετάσουν | να εξεταστεί | να εξεταστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εξετάσει να έχω εξετασμένο | να έχουμε εξετασμένο | να έχω εξεταστεί | να έχουμε εξεταστεί | |
να έχεις εξετασμένο | να έχετε εξετάσει να έχετε εξετασμένο | να έχεις εξεταστεί να είσαι εξετασμένος, -η | να έχετε εξεταστεί να είστε εξετασμένοι, -ες | ||
να έχει εξετάσει να έχει εξετασμένο | να έχουν εξετάσει να έχουν εξετασμένο | να έχει εξεταστεί | να έχουν εξεταστεί | ||
Imper ativ | Pres | εξέταζε | εξετάζετε | εξετάζεστε | |
Aorist | εξέτασε | εξετάστε | εξετάσου | εξεταστείτε | |
Part izip | Pres | εξετάζοντας | εξεταζόμενος | ||
Perf | έχοντας εξετάσει, έχοντας εξετασμένο | εξετασμένος, -η, -ο | εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εξετάσει | εξεταστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ελέγχω | ελέγχουμε, ελέγχομε | ελέγχομαι | ελεγχόμαστε |
ελέγχεις | ελέγχετε | ελέγχεσαι | ελέγχεστε, ελεγχόσαστε | ||
ελέγχει | ελέγχουν(ε) | ελέγχεται | ελέγχονται | ||
Imper fekt | έλεγχα | ελέγχαμε | ελεγχόμουν(α) | ελεγχόμαστε, ελεγχόμασταν | |
έλεγχες | ελέγχατε | ελεγχόσουν(α) | ελεγχόσαστε, ελεγχόσασταν | ||
έλεγχε | έλεγχαν, ελέγχαν(ε) | ελεγχόταν(ε) | ελέγχονταν, ελεγχόντανε, ελεγχόντουσαν | ||
Aorist | έλεγξα | ελέγξαμε | ελέγχθηκα, ελέγχτηκα | ελεγχθήκαμε, ελεγχτήκαμε | |
έλεγξες | ελέγξατε | ελέγχθηκες, ελέγχτηκες | ελεγχθήκατε, ελεγχτήκατε | ||
έλεγξε | έλεγξαν, ελέγξαν(ε) | ελέγχθηκε, ελέγχτηκε | ελέγχθηκαν/ελέγχτηκαν, ελεγχθήκαν(ε)/ελεγχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ελέγχω | θα ελέγχουμε, | θα ελέγχομαι | θα ελεγχόμαστε | |
θα ελέγχεις | θα ελέγχετε | θα ελέγχεσαι | θα ελέγχεστε, | ||
θα ελέγχει | θα ελέγχουν(ε) | θα ελέγχεται | θα ελέγχονται | ||
Fut ur | θα ελέγξω | θα ελέγξουμε, | θα ελεγχθώ, θα ελεγχτώ | θα ελεγχθούμε, θα ελεγχτούμε | |
θα ελέγξεις | θα ελέγξετε | θα ελεγχθείς, θα ελεγχτείς | θα ελεγχθείτε, θα ελεγχτείτε | ||
θα ελέγξει | θα ελέγξουν(ε) | θα ελεγχθεί, θα ελεγχτεί | θα ελεγχθούν(ε), θα ελεγχτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ελέγχω | να ελέγχουμε, | να ελέγχομαι | να ελεγχόμαστε |
να ελέγχεις | να ελέγχετε | να ελέγχεσαι | να ελέγχεστε, | ||
να ελέγχει | να ελέγχουν(ε) | να ελέγχεται | να ελέγχονται | ||
Aorist | να ελέγξω | να ελέγξουμε, | να ελεγχθώ, να ελεγχτώ | να ελεγχθούμε, να ελεγχτούμε | |
να ελέγξεις | να ελέγξετε | να ελεγχθείς, να ελεγχτείς | να ελεγχθείτε, να ελεγχτείτε | ||
να ελέγξει | να ελέγξουν(ε) | να ελεγχθεί, να ελεγχτεί | να ελεγχθούν(ε), να ελεγχτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | έλεγχε | ελέγχετε | ελέγχεστε | |
Aorist | έλεγξε | ελέγξτε, ελέγξετε | ελέγξου | ελεγχθείτε, ελεγχτείτε | |
Part izip | Pres | ελέγχοντας | ελεγχόμενος | ||
Perf | έχοντας ελέγξει, έχοντας ελεγμένο | ελεγμένος, -η, -ο | ελεγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ελέγξει | ελεγχθεί, ελεγχτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.