prüfen
 Verb

εξετάζω Verb
(6)
ελέγχω Verb
(4)
επιθεωρώ Verb
(0)
εξελέγχω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Vor dem Hintergrund des heutigen Urteilsspruchs werde ich die Situation eingehend prüfen und die sich uns bietenden Möglichkeiten ermitteln.Επομένως, υπό το πρίσμα της αποφάσεως που ελήφθη σήμερα, εξετάζω προσεκτικά την κατάσταση προκειμένου να διαπιστώσω τι δυνατότητες έχουμε.

Übersetzung bestätigt

Deshalb beabsichtige ich, in nächster Zeit mit Hilfe anderer Kollegen Jahresübersichten des Pariser Memorandum of understanding sowie andere Dinge nachzusehen und zu prüfen, ob tatsächlich eine verstärkte Kontrolle ausgeübt wird.Προτίθεμαι κατά τις επόμενες περιόδους, με τη βοήθεια άλλων, να παρακολουθώ την ετήσια επισκόπηση του μνημονίου συνεννόησης του Παρισιού και άλλων επιθεωρήσεων και να εξετάζω κατά πόσο ο έλεγχος πράγματι αυξάνεται.

Übersetzung bestätigt

Wir tun dies auf unterschiedliche Weise. Das Mandat des Bürgerbeauftragten ist beschränkter; ich kann mich nur mit Beschwerden gegen EU-Institutionen und -Organe befassen, während der Petitionsausschuss auch prüfen kann, was die Mitgliedstaaten tun.Αυτό το πράττουμε με διαφορετικούς τρόπους. " εντολή του Διαμεσολαβητή είναι πιο περιορισμένη· μπορώ να εξετάζω μόνο καταγγελίες εις βάρος θεσμικών οργάνων και οργανισμών της ΕΕ, ενώ η Επιτροπή Αναφορών μπορεί να εξετάζει και τα όσα πράττουν τα κράτη μέλη.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
prüfend

Grammatik


QSicon in Arbeit.svgDieser Eintrag oder Abschnitt bedarf einer Erweiterung. Wenn du Lust hast, beteilige dich daran und entferne diesen Baustein, sobald du den Eintrag ausgebaut hast. Bitte halte dich dabei aber an unsere Formatvorlage!

Folgendes ist zu erweitern: Bedeutungen ergänzen/neue Bedeutungen hinzufügen, siehe zum Beispiel im Duden




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξετάζωεξετάζουμε, εξετάζομεεξετάζομαιεξεταζόμαστε
εξετάζειςεξετάζετεεξετάζεσαιεξετάζεστε, εξεταζόσαστε
εξετάζειεξετάζουν(ε)εξετάζεταιεξετάζονται
Imper
fekt
εξέταζαεξετάζαμεεξεταζόμουν(α)εξεταζόμαστε, εξεταζόμασταν
εξέταζεςεξετάζατεεξεταζόσουν(α)εξεταζόσαστε, εξεταζόσασταν
εξέταζεεξέταζαν, εξετάζαν(ε)εξεταζόταν(ε)εξετάζονταν, εξεταζόντανε, εξεταζόντουσαν
Aoristεξέτασαεξετάσαμεεξετάστηκαεξεταστήκαμε
εξέτασεςεξετάσατεεξετάστηκεςεξεταστήκατε
εξέτασεεξέτασαν, εξετάσαν(ε)εξετάστηκεεξετάστηκαν, εξεταστήκανε
Per
fekt
έχω εξετάσει
έχω εξετασμένο
έχουμε εξετάσει
έχουμε εξετασμένο
έχω εξεταστεί
είμαι εξετασμένος, -η
έχουμε εξεταστεί
είμαστε εξετασμένοι, -ες
έχεις εξετάσει
έχεις εξετασμένο
έχετε εξετάσει
έχετε εξετασμένο
έχεις εξεταστεί
είσαι εξετασμένος, -η
έχετε εξεταστεί
είστε εξετασμένοι, -ες
έχει εξετάσει
έχει εξετασμένο
έχουν εξετάσει
έχουν εξετασμένο
έχει εξεταστεί
είναι εξετασμένος, -η, -ο
έχουν εξεταστεί
είναι εξετασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξετάσει
είχα εξετασμένο
είχαμε εξετάσει
είχαμε εξετασμένο
είχα εξεταστεί
ήμουν εξετασμένος, -η
είχαμε εξεταστεί
ήμαστε εξετασμένοι, -ες
είχες εξετάσει
είχες εξετασμένο
είχατε εξετάσει
είχατε εξετασμένο
είχες εξεταστεί
ήσουν εξετασμένος, -η
είχατε εξεταστεί
ήσαστε εξετασμένοι, -ες
είχε εξετάσει
είχε εξετασμένο
είχαν εξετάσει
είχαν εξετασμένο
είχε εξεταστεί
ήταν εξετασμένος, -η, -ο
είχαν εξεταστεί
ήταν εξετασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξετάζωθα εξετάζουμε, θα εξετάζομεθα εξετάζομαιθα εξεταζόμαστε
θα εξετάζειςθα εξετάζετεθα εξετάζεσαιθα εξετάζεστε, θα εξεταζόσαστε
θα εξετάζειθα εξετάζουν(ε)θα εξετάζεταιθα εξετάζονται
Fut
ur
θα εξετάσωθα εξετάσουμε, θα εξετάσομεθα εξεταστώθα εξεταστούμε
θα εξετάσειςθα εξετάσετεθα εξεταστείςθα εξεταστείτε
θα εξετάσειθα εξετάσουν(ε)θα εξεταστείθα εξεταστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξετάσει
θα έχω εξετασμένο
θα έχουμε εξετάσει
θα έχουμε εξετασμένο
θα έχω εξεταστεί
θα είμαι εξετασμένος, -η
θα έχουμε εξεταστεί
θα είμαστε εξετασμένοι, -ες
θα έχεις εξετάσει
θα έχεις εξετασμένο
θα έχετε εξετάσει
θα έχετε εξετασμένο
θα έχεις εξεταστεί
θα είσαι εξετασμένος, -η
θα έχετε εξεταστεί
θα είστε εξετασμένοι, -ες
θα έχει εξετάσει
θα έχει εξετασμένο
θα έχουν εξετάσει
θα έχουν εξετασμένο
θα έχει εξεταστεί
θα είναι εξετασμένος, -η, -ο
θα έχουν εξεταστεί
θα είναι εξετασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξετάζωνα εξετάζουμε, να εξετάζομενα εξετάζομαινα εξεταζόμαστε
να εξετάζειςνα εξετάζετενα εξετάζεσαινα εξετάζεστε, να εξεταζόσαστε
να εξετάζεινα εξετάζουν(ε)να εξετάζεταινα εξετάζονται
Aoristνα εξετάσωνα εξετάσουμε, να εξετάσομενα εξεταστώνα εξεταστούμε
να εξετάσειςνα εξετάσετενα εξεταστείςνα εξεταστείτε
να εξετάσεινα εξετάσουννα εξεταστείνα εξεταστούν(ε)
Perfνα έχω εξετάσει
να έχω εξετασμένο
να έχουμε εξετάσει
να έχουμε εξετασμένο
να έχω εξεταστεί
να είμαι εξετασμένος, -η
να έχουμε εξεταστεί
να είμαστε εξετασμένοι, -ες
να έχεις εξετάσει
να έχεις εξετασμένο
να έχετε εξετάσει
να έχετε εξετασμένο
να έχεις εξεταστεί
να είσαι εξετασμένος, -η
να έχετε εξεταστεί
να είστε εξετασμένοι, -ες
να έχει εξετάσει
να έχει εξετασμένο
να έχουν εξετάσει
να έχουν εξετασμένο
να έχει εξεταστεί
να είναι εξετασμένος, -η, -ο
να έχουν εξεταστεί
να είναι εξετασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξέταζεεξετάζετεεξετάζεστε
Aoristεξέτασεεξετάστεεξετάσουεξεταστείτε
Part
izip
Presεξετάζονταςεξεταζόμενος
Perfέχοντας εξετάσει, έχοντας εξετασμένοεξετασμένος, -η, -οεξετασμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξετάσειεξεταστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ελέγχωελέγχουμε, ελέγχομεελέγχομαιελεγχόμαστε
ελέγχειςελέγχετεελέγχεσαιελέγχεστε, ελεγχόσαστε
ελέγχειελέγχουν(ε)ελέγχεταιελέγχονται
Imper
fekt
έλεγχαελέγχαμεελεγχόμουν(α)ελεγχόμαστε, ελεγχόμασταν
έλεγχεςελέγχατεελεγχόσουν(α)ελεγχόσαστε, ελεγχόσασταν
έλεγχεέλεγχαν, ελέγχαν(ε)ελεγχόταν(ε)ελέγχονταν, ελεγχόντανε, ελεγχόντουσαν
Aoristέλεγξαελέγξαμεελέγχθηκα, ελέγχτηκαελεγχθήκαμε, ελεγχτήκαμε
έλεγξεςελέγξατεελέγχθηκες, ελέγχτηκεςελεγχθήκατε, ελεγχτήκατε
έλεγξεέλεγξαν, ελέγξαν(ε)ελέγχθηκε, ελέγχτηκεελέγχθηκαν/ελέγχτηκαν, ελεγχθήκαν(ε)/ελεγχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ελέγξει
έχω ελεγμένο
έχουμε ελέγξει
έχουμε ελεγμένο
έχω ελεγχθεί
έχω ελεγχτεί
είμαι ελεγμένος, -η
έχουμε ελεγχθεί
έχουμε ελεγχτεί
είμαστε ελεγμένοι, -ες
έχεις ελέγξει
έχεις ελεγμένο
έχετε ελέγξει
έχετε ελεγμένο
έχεις ελεγχθεί
έχεις ελεγχτεί
είσαι ελεγμένος, -η
έχετε ελεγχθεί
έχετε ελεγχτεί
είστε ελεγμένοι, -ες
έχει ελέγξει
έχει ελεγμένο
έχουν ελέγξει
έχουν ελεγμένο
έχει ελεγχθεί
έχει ελεγχτεί
είναι ελεγμένος, -η, -ο
έχουν ελεγχθεί
έχουν ελεγχτεί
είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ελέγξει
είχα ελεγμένο
είχαμε ελέγξει
είχαμε ελεγμένο
είχα ελεγχθεί
είχα ελεγχτεί
ήμουν ελεγμένος, -η
είχαμε ελεγχθεί
είχαμε ελεγχτεί
ήμαστε ελεγμένοι, -ες
είχες ελέγξει
είχες ελεγμένο
είχατε ελέγξει
είχατε ελεγμένο
είχες ελεγχθεί
είχες ελεγχτεί
ήσουν ελεγμένος, -η
είχατε ελεγχθεί
είχατε ελεγχτεί
ήσαστε ελεγμένοι, -ες
είχε ελέγξει
είχε ελεγμένο
είχαν ελέγξει
είχαν ελεγμένο
είχε ελεγχθεί
είχε ελεγχτεί
ήταν ελεγμένος, -η, -ο
είχαν ελεγχθεί
είχαν ελεγχτεί
ήταν ελεγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ελέγχωθα ελέγχουμε, θα ελέγχομεθα ελέγχομαιθα ελεγχόμαστε
θα ελέγχειςθα ελέγχετεθα ελέγχεσαιθα ελέγχεστε, θα ελεγχόσαστε
θα ελέγχειθα ελέγχουν(ε)θα ελέγχεταιθα ελέγχονται
Fut
ur
θα ελέγξωθα ελέγξουμε, θα ελέγξομεθα ελεγχθώ, θα ελεγχτώθα ελεγχθούμε, θα ελεγχτούμε
θα ελέγξειςθα ελέγξετεθα ελεγχθείς, θα ελεγχτείςθα ελεγχθείτε, θα ελεγχτείτε
θα ελέγξειθα ελέγξουν(ε)θα ελεγχθεί, θα ελεγχτείθα ελεγχθούν(ε), θα ελεγχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ελέγξει
θα έχω ελεγμένο
θα έχουμε ελέγξει
θα έχουμε ελεγμένο
θα έχω ελεγχθεί
θα έχω ελεγχτεί
θα είμαι ελεγμένος, -η
θα έχουμε ελεγχθεί
θα έχουμε ελεγχτεί
θα είμαστε ελεγμένοι, -ες
θα έχεις ελέγξει
θα έχεις ελεγμένο
θα έχετε ελέγξει
θα έχετε ελεγμένο
θα έχεις ελεγχθεί
θα έχεις ελεγχτεί
θα είσαι ελεγμένος, -η
θα έχετε ελεγχθεί
θα έχετε ελεγχτεί
θα είστε ελεγμένοι, -ες
θα έχει ελέγξει
θα έχει ελεγμένο
θα έχουν ελέγξει
θα έχουν ελεγμένο
θα έχει ελεγχθεί
θα έχει ελεγχτεί
θα είναι ελεγμένος, -η, -ο
θα έχουν ελεγχθεί
θα έχουν ελεγχτεί
θα είναι ελεγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ελέγχωνα ελέγχουμε, να ελέγχομενα ελέγχομαινα ελεγχόμαστε
να ελέγχειςνα ελέγχετενα ελέγχεσαινα ελέγχεστε, να ελεγχόσαστε
να ελέγχεινα ελέγχουν(ε)να ελέγχεταινα ελέγχονται
Aoristνα ελέγξωνα ελέγξουμε, να ελέγξομενα ελεγχθώ, να ελεγχτώνα ελεγχθούμε, να ελεγχτούμε
να ελέγξειςνα ελέγξετενα ελεγχθείς, να ελεγχτείςνα ελεγχθείτε, να ελεγχτείτε
να ελέγξεινα ελέγξουν(ε)να ελεγχθεί, να ελεγχτείνα ελεγχθούν(ε), να ελεγχτούν(ε)
Perfνα έχω ελέγξει
να έχω ελεγμένο
να έχουμε ελέγξει
να έχουμε ελεγμένο
να έχω ελεγχθεί
να έχω ελεγχτεί
να είμαι ελεγμένος, -η
να έχουμε ελεγχθεί
να έχουμε ελεγχτεί
να είμαστε ελεγμένοι, -ες
να έχεις ελέγξει
να έχεις ελεγμένο
να έχετε ελέγξει
να έχετε ελεγμένο
να έχεις ελεγχθεί
να έχεις ελεγχτεί
να είσαι ελεγμένος, -η
να έχετε ελεγχθεί
να έχετε ελεγχτεί
να είστε ελεγμένοι, -ες
να έχει ελέγξει
να έχει ελεγμένο
να έχουν ελέγξει
να έχουν ελεγμένο
να έχει ελεγχθεί
να έχει ελεγχτεί
να είναι ελεγμένος, -η, -ο
να έχουν ελεγχθεί
να έχουν ελεγχτεί
να είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέλεγχεελέγχετεελέγχεστε
Aoristέλεγξεελέγξτε, ελέγξετεελέγξουελεγχθείτε, ελεγχτείτε
Part
izip
Presελέγχονταςελεγχόμενος
Perfέχοντας ελέγξει, έχοντας ελεγμένοελεγμένος, -η, -οελεγμένοι, -ες, -α
InfinAoristελέγξειελεγχθεί, ελεγχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback