ελέγχω Verb  [elegcho, elercho, elegxw]

  Verb
(132)
  Verb
(29)
  Verb
(17)
  Verb
(7)
  Verb
(4)
auditieren (fachspr.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ελέγχω

ελέγχω altgriechisch ἐλέγχω αβέβαιης ετυμολογίας· το ρήμα απαντά στην αρχαία αττική διάλεκτο με τη σημασία του εξακριβώνω, εξετάζω


GriechischDeutsch
Όσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραμένει στην πράξη μοναδική υπεύθυνη έναντι της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, καθώς και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είμαι υποχρεωμένος να ελέγχω, να επιτηρώ και να διασφαλίζω την ορθή και απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων ελέγχου.Solange die Europäische Kommission gleichsam ganz allein Ihnen, der Haushaltsbehörde und dem Gerichtshof gegenüber verantwortlich ist, bin ich verpflichtet zu überprüfen, zu kontrollieren und mich zu vergewissern, dass die Kontrollsysteme vorschriftsmäßig und funktionsfähig sind.

Übersetzung bestätigt

Υπάρχει εμπιστοσύνη και κατανόηση και αφοσίωση σε ένα ιδανικό που απλά δεν χρειάζεται να κάνω όσα πίστευα ότι θα έπρεπε όταν ξεκινούσα ως δάσκαλος: να ελέγχω κάθε συζήτηση και αντίδραση στην τάξη.Es gibt ein Vertrauen und Einvernehmen und eine Hingabe an ein Ideal, sodass ich ganz einfach nicht tun muss, was ich als junger Lehrer meinte, tun zu müssen: Jedes Gespräch und jede Antwort in der Klasse zu kontrollieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Και τώρα η αποστολή μου να ελέγχω και να προβλέπω είχε καταλήξει στην απάντηση ότι ο τρόπος για να ζεις είναι με ευπάθεια και να σταματήσεις να ελέγχεις και να προβλέπεις.Und jetzt hatte meine Mission, zu kontrollieren und vorauszusagen, die Antwort hervorgebracht, dass mit Verletzlichkeit zu leben, die Art zu leben sei, und aufzuhören mit Kontrollieren und Voraussagen.

Übersetzung nicht bestätigt

Αλλά όλα πρέπει να τα ελέγχω.Ich muss alles zwei Mal kontrollieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Αν μπορώ να ελέγχω τον πλούτο ενός έθνους, δεν με νοιάζει ποιος κάνει τους νόμους του."Wenn ich die Finanzen einer Nation kontrollieren kann, kümmert mich nicht, wer die Gesetze schreibt." [macht] Wenn ich den Wohlstand einer Nation kontrollieren kann, interessiert mich nicht, wer die Gesetze schreibt." (ZITAT)

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ελέγχω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ελέγχωελέγχουμε, ελέγχομεελέγχομαιελεγχόμαστε
ελέγχειςελέγχετεελέγχεσαιελέγχεστε, ελεγχόσαστε
ελέγχειελέγχουν(ε)ελέγχεταιελέγχονται
Imper
fekt
έλεγχαελέγχαμεελεγχόμουν(α)ελεγχόμαστε, ελεγχόμασταν
έλεγχεςελέγχατεελεγχόσουν(α)ελεγχόσαστε, ελεγχόσασταν
έλεγχεέλεγχαν, ελέγχαν(ε)ελεγχόταν(ε)ελέγχονταν, ελεγχόντανε, ελεγχόντουσαν
Aoristέλεγξαελέγξαμεελέγχθηκα, ελέγχτηκαελεγχθήκαμε, ελεγχτήκαμε
έλεγξεςελέγξατεελέγχθηκες, ελέγχτηκεςελεγχθήκατε, ελεγχτήκατε
έλεγξεέλεγξαν, ελέγξαν(ε)ελέγχθηκε, ελέγχτηκεελέγχθηκαν/ελέγχτηκαν, ελεγχθήκαν(ε)/ελεγχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ελέγξει
έχω ελεγμένο
έχουμε ελέγξει
έχουμε ελεγμένο
έχω ελεγχθεί
έχω ελεγχτεί
είμαι ελεγμένος, -η
έχουμε ελεγχθεί
έχουμε ελεγχτεί
είμαστε ελεγμένοι, -ες
έχεις ελέγξει
έχεις ελεγμένο
έχετε ελέγξει
έχετε ελεγμένο
έχεις ελεγχθεί
έχεις ελεγχτεί
είσαι ελεγμένος, -η
έχετε ελεγχθεί
έχετε ελεγχτεί
είστε ελεγμένοι, -ες
έχει ελέγξει
έχει ελεγμένο
έχουν ελέγξει
έχουν ελεγμένο
έχει ελεγχθεί
έχει ελεγχτεί
είναι ελεγμένος, -η, -ο
έχουν ελεγχθεί
έχουν ελεγχτεί
είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ελέγξει
είχα ελεγμένο
είχαμε ελέγξει
είχαμε ελεγμένο
είχα ελεγχθεί
είχα ελεγχτεί
ήμουν ελεγμένος, -η
είχαμε ελεγχθεί
είχαμε ελεγχτεί
ήμαστε ελεγμένοι, -ες
είχες ελέγξει
είχες ελεγμένο
είχατε ελέγξει
είχατε ελεγμένο
είχες ελεγχθεί
είχες ελεγχτεί
ήσουν ελεγμένος, -η
είχατε ελεγχθεί
είχατε ελεγχτεί
ήσαστε ελεγμένοι, -ες
είχε ελέγξει
είχε ελεγμένο
είχαν ελέγξει
είχαν ελεγμένο
είχε ελεγχθεί
είχε ελεγχτεί
ήταν ελεγμένος, -η, -ο
είχαν ελεγχθεί
είχαν ελεγχτεί
ήταν ελεγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ελέγχωθα ελέγχουμε, θα ελέγχομεθα ελέγχομαιθα ελεγχόμαστε
θα ελέγχειςθα ελέγχετεθα ελέγχεσαιθα ελέγχεστε, θα ελεγχόσαστε
θα ελέγχειθα ελέγχουν(ε)θα ελέγχεταιθα ελέγχονται
Fut
ur
θα ελέγξωθα ελέγξουμε, θα ελέγξομεθα ελεγχθώ, θα ελεγχτώθα ελεγχθούμε, θα ελεγχτούμε
θα ελέγξειςθα ελέγξετεθα ελεγχθείς, θα ελεγχτείςθα ελεγχθείτε, θα ελεγχτείτε
θα ελέγξειθα ελέγξουν(ε)θα ελεγχθεί, θα ελεγχτείθα ελεγχθούν(ε), θα ελεγχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ελέγξει
θα έχω ελεγμένο
θα έχουμε ελέγξει
θα έχουμε ελεγμένο
θα έχω ελεγχθεί
θα έχω ελεγχτεί
θα είμαι ελεγμένος, -η
θα έχουμε ελεγχθεί
θα έχουμε ελεγχτεί
θα είμαστε ελεγμένοι, -ες
θα έχεις ελέγξει
θα έχεις ελεγμένο
θα έχετε ελέγξει
θα έχετε ελεγμένο
θα έχεις ελεγχθεί
θα έχεις ελεγχτεί
θα είσαι ελεγμένος, -η
θα έχετε ελεγχθεί
θα έχετε ελεγχτεί
θα είστε ελεγμένοι, -ες
θα έχει ελέγξει
θα έχει ελεγμένο
θα έχουν ελέγξει
θα έχουν ελεγμένο
θα έχει ελεγχθεί
θα έχει ελεγχτεί
θα είναι ελεγμένος, -η, -ο
θα έχουν ελεγχθεί
θα έχουν ελεγχτεί
θα είναι ελεγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ελέγχωνα ελέγχουμε, να ελέγχομενα ελέγχομαινα ελεγχόμαστε
να ελέγχειςνα ελέγχετενα ελέγχεσαινα ελέγχεστε, να ελεγχόσαστε
να ελέγχεινα ελέγχουν(ε)να ελέγχεταινα ελέγχονται
Aoristνα ελέγξωνα ελέγξουμε, να ελέγξομενα ελεγχθώ, να ελεγχτώνα ελεγχθούμε, να ελεγχτούμε
να ελέγξειςνα ελέγξετενα ελεγχθείς, να ελεγχτείςνα ελεγχθείτε, να ελεγχτείτε
να ελέγξεινα ελέγξουν(ε)να ελεγχθεί, να ελεγχτείνα ελεγχθούν(ε), να ελεγχτούν(ε)
Perfνα έχω ελέγξει
να έχω ελεγμένο
να έχουμε ελέγξει
να έχουμε ελεγμένο
να έχω ελεγχθεί
να έχω ελεγχτεί
να είμαι ελεγμένος, -η
να έχουμε ελεγχθεί
να έχουμε ελεγχτεί
να είμαστε ελεγμένοι, -ες
να έχεις ελέγξει
να έχεις ελεγμένο
να έχετε ελέγξει
να έχετε ελεγμένο
να έχεις ελεγχθεί
να έχεις ελεγχτεί
να είσαι ελεγμένος, -η
να έχετε ελεγχθεί
να έχετε ελεγχτεί
να είστε ελεγμένοι, -ες
να έχει ελέγξει
να έχει ελεγμένο
να έχουν ελέγξει
να έχουν ελεγμένο
να έχει ελεγχθεί
να έχει ελεγχτεί
να είναι ελεγμένος, -η, -ο
να έχουν ελεγχθεί
να έχουν ελεγχτεί
να είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέλεγχεελέγχετεελέγχεστε
Aoristέλεγξεελέγξτε, ελέγξετεελέγξουελεγχθείτε, ελεγχτείτε
Part
izip
Presελέγχονταςελεγχόμενος
Perfέχοντας ελέγξει, έχοντας ελεγμένοελεγμένος, -η, -οελεγμένοι, -ες, -α
InfinAoristελέγξειελεγχθεί, ελεγχτεί











QSicon in Arbeit.svgDieser Eintrag oder Abschnitt bedarf einer Erweiterung. Wenn du Lust hast, beteilige dich daran und entferne diesen Baustein, sobald du den Eintrag ausgebaut hast. Bitte halte dich dabei aber an unsere Formatvorlage!

Folgendes ist zu erweitern: Bedeutungen ergänzen/neue Bedeutungen hinzufügen, siehe zum Beispiel im Duden










Griechische Definition zu ελέγχω

ελέγχω [eléŋxo] -ομαι Ρ αόρ. έλεγξα και (λόγ.) ήλεγξα, απαρέμφ. ελέγξει, παθ. αόρ. ελέγχθηκα, απαρέμφ. ελεγχθεί, μππ. ελεγμένος και ηλεγμένος* : 1α.ερευνώ κτ. για να βεβαιωθώ για την αλήθεια, την ορθότητά του, την αξία του, την ικανότητά του: ελέγχω τα στοιχεία / τα εισιτήρια. ελέγχω ένα συλλογισμό / ένα σχέδιο / μια εργασία. β. εξετάζω και ανασκευάζω. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback