nachsehen
 Verb

ελέγχω Verb
(7)
κοιτάζω Verb
(2)
συγχωρώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich muss nicht extra nachsehen.Δεν χρειάζεται να το ελέγχω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ελέγχωελέγχουμε, ελέγχομεελέγχομαιελεγχόμαστε
ελέγχειςελέγχετεελέγχεσαιελέγχεστε, ελεγχόσαστε
ελέγχειελέγχουν(ε)ελέγχεταιελέγχονται
Imper
fekt
έλεγχαελέγχαμεελεγχόμουν(α)ελεγχόμαστε, ελεγχόμασταν
έλεγχεςελέγχατεελεγχόσουν(α)ελεγχόσαστε, ελεγχόσασταν
έλεγχεέλεγχαν, ελέγχαν(ε)ελεγχόταν(ε)ελέγχονταν, ελεγχόντανε, ελεγχόντουσαν
Aoristέλεγξαελέγξαμεελέγχθηκα, ελέγχτηκαελεγχθήκαμε, ελεγχτήκαμε
έλεγξεςελέγξατεελέγχθηκες, ελέγχτηκεςελεγχθήκατε, ελεγχτήκατε
έλεγξεέλεγξαν, ελέγξαν(ε)ελέγχθηκε, ελέγχτηκεελέγχθηκαν/ελέγχτηκαν, ελεγχθήκαν(ε)/ελεγχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ελέγξει
έχω ελεγμένο
έχουμε ελέγξει
έχουμε ελεγμένο
έχω ελεγχθεί
έχω ελεγχτεί
είμαι ελεγμένος, -η
έχουμε ελεγχθεί
έχουμε ελεγχτεί
είμαστε ελεγμένοι, -ες
έχεις ελέγξει
έχεις ελεγμένο
έχετε ελέγξει
έχετε ελεγμένο
έχεις ελεγχθεί
έχεις ελεγχτεί
είσαι ελεγμένος, -η
έχετε ελεγχθεί
έχετε ελεγχτεί
είστε ελεγμένοι, -ες
έχει ελέγξει
έχει ελεγμένο
έχουν ελέγξει
έχουν ελεγμένο
έχει ελεγχθεί
έχει ελεγχτεί
είναι ελεγμένος, -η, -ο
έχουν ελεγχθεί
έχουν ελεγχτεί
είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ελέγξει
είχα ελεγμένο
είχαμε ελέγξει
είχαμε ελεγμένο
είχα ελεγχθεί
είχα ελεγχτεί
ήμουν ελεγμένος, -η
είχαμε ελεγχθεί
είχαμε ελεγχτεί
ήμαστε ελεγμένοι, -ες
είχες ελέγξει
είχες ελεγμένο
είχατε ελέγξει
είχατε ελεγμένο
είχες ελεγχθεί
είχες ελεγχτεί
ήσουν ελεγμένος, -η
είχατε ελεγχθεί
είχατε ελεγχτεί
ήσαστε ελεγμένοι, -ες
είχε ελέγξει
είχε ελεγμένο
είχαν ελέγξει
είχαν ελεγμένο
είχε ελεγχθεί
είχε ελεγχτεί
ήταν ελεγμένος, -η, -ο
είχαν ελεγχθεί
είχαν ελεγχτεί
ήταν ελεγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ελέγχωθα ελέγχουμε, θα ελέγχομεθα ελέγχομαιθα ελεγχόμαστε
θα ελέγχειςθα ελέγχετεθα ελέγχεσαιθα ελέγχεστε, θα ελεγχόσαστε
θα ελέγχειθα ελέγχουν(ε)θα ελέγχεταιθα ελέγχονται
Fut
ur
θα ελέγξωθα ελέγξουμε, θα ελέγξομεθα ελεγχθώ, θα ελεγχτώθα ελεγχθούμε, θα ελεγχτούμε
θα ελέγξειςθα ελέγξετεθα ελεγχθείς, θα ελεγχτείςθα ελεγχθείτε, θα ελεγχτείτε
θα ελέγξειθα ελέγξουν(ε)θα ελεγχθεί, θα ελεγχτείθα ελεγχθούν(ε), θα ελεγχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ελέγξει
θα έχω ελεγμένο
θα έχουμε ελέγξει
θα έχουμε ελεγμένο
θα έχω ελεγχθεί
θα έχω ελεγχτεί
θα είμαι ελεγμένος, -η
θα έχουμε ελεγχθεί
θα έχουμε ελεγχτεί
θα είμαστε ελεγμένοι, -ες
θα έχεις ελέγξει
θα έχεις ελεγμένο
θα έχετε ελέγξει
θα έχετε ελεγμένο
θα έχεις ελεγχθεί
θα έχεις ελεγχτεί
θα είσαι ελεγμένος, -η
θα έχετε ελεγχθεί
θα έχετε ελεγχτεί
θα είστε ελεγμένοι, -ες
θα έχει ελέγξει
θα έχει ελεγμένο
θα έχουν ελέγξει
θα έχουν ελεγμένο
θα έχει ελεγχθεί
θα έχει ελεγχτεί
θα είναι ελεγμένος, -η, -ο
θα έχουν ελεγχθεί
θα έχουν ελεγχτεί
θα είναι ελεγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ελέγχωνα ελέγχουμε, να ελέγχομενα ελέγχομαινα ελεγχόμαστε
να ελέγχειςνα ελέγχετενα ελέγχεσαινα ελέγχεστε, να ελεγχόσαστε
να ελέγχεινα ελέγχουν(ε)να ελέγχεταινα ελέγχονται
Aoristνα ελέγξωνα ελέγξουμε, να ελέγξομενα ελεγχθώ, να ελεγχτώνα ελεγχθούμε, να ελεγχτούμε
να ελέγξειςνα ελέγξετενα ελεγχθείς, να ελεγχτείςνα ελεγχθείτε, να ελεγχτείτε
να ελέγξεινα ελέγξουν(ε)να ελεγχθεί, να ελεγχτείνα ελεγχθούν(ε), να ελεγχτούν(ε)
Perfνα έχω ελέγξει
να έχω ελεγμένο
να έχουμε ελέγξει
να έχουμε ελεγμένο
να έχω ελεγχθεί
να έχω ελεγχτεί
να είμαι ελεγμένος, -η
να έχουμε ελεγχθεί
να έχουμε ελεγχτεί
να είμαστε ελεγμένοι, -ες
να έχεις ελέγξει
να έχεις ελεγμένο
να έχετε ελέγξει
να έχετε ελεγμένο
να έχεις ελεγχθεί
να έχεις ελεγχτεί
να είσαι ελεγμένος, -η
να έχετε ελεγχθεί
να έχετε ελεγχτεί
να είστε ελεγμένοι, -ες
να έχει ελέγξει
να έχει ελεγμένο
να έχουν ελέγξει
να έχουν ελεγμένο
να έχει ελεγχθεί
να έχει ελεγχτεί
να είναι ελεγμένος, -η, -ο
να έχουν ελεγχθεί
να έχουν ελεγχτεί
να είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέλεγχεελέγχετεελέγχεστε
Aoristέλεγξεελέγξτε, ελέγξετεελέγξουελεγχθείτε, ελεγχτείτε
Part
izip
Presελέγχονταςελεγχόμενος
Perfέχοντας ελέγξει, έχοντας ελεγμένοελεγμένος, -η, -οελεγμένοι, -ες, -α
InfinAoristελέγξειελεγχθεί, ελεγχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κοιτάζω, koitao">κοιτάω/κοιτώκοιτάζουμε, κοιτάζομεκοιτάζομαικοιταζόμαστε
κοιτάζειςκοιτάζετεκοιτάζεσαικοιτάζεστε, κοιταζόσαστε
κοιτάζεικοιτάζουν(ε)κοιτάζεταικοιτάζονται
Imper
fekt
κοίταζακοιτάζαμεκοιταζόμουν(α)κοιταζόμαστε, κοιταζόμασταν
κοίταζεςκοιτάζατεκοιταζόσουν(α)κοιταζόσαστε, κοιταζόσασταν
κοίταζεκοίταζαν, κοιτάζαν(ε)κοιταζόταν(ε)κοιτάζονταν, κοιταζόντανε, κοιταζόντουσαν
Aoristκοίταξακοιτάξαμεκοιτάχτηκακοιταχτήκαμε
κοίταξεςκοιτάξατεκοιτάχτηκεςκοιταχτήκατε
κοίταξεκοίταξαν, κοιτάξαν(ε)κοιτάχτηκεκοιτάχτηκαν, κοιταχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κοιτάξει
έχω κοιταγμένο
έχουμε κοιτάξει
έχουμε κοιταγμένο
έχω κοιταχτεί
είμαι κοιταγμένος, -η
έχουμε κοιταχτεί
είμαστε κοιταγμένοι, -ες
έχεις κοιτάξει
έχεις κοιταγμένο
έχετε κοιτάξει
έχετε κοιταγμένο
έχεις κοιταχτεί
είσαι κοιταγμένος, -η
έχετε κοιταχτεί
είστε κοιταγμένοι, -ες
έχει κοιτάξει
έχει κοιταγμένο
έχουν κοιτάξει
έχουν κοιταγμένο
έχει κοιταχτεί
είναι κοιταγμένος, -η, -ο
έχουν κοιταχτεί
είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κοιτάξει
είχα κοιταγμένο
είχαμε κοιτάξει
είχαμε κοιταγμένο
είχα κοιταχτεί
ήμουν κοιταγμένος, -η
είχαμε κοιταχτεί
ήμαστε κοιταγμένοι, -ες
είχες κοιτάξει
είχες κοιταγμένο
είχατε κοιτάξει
είχατε κοιταγμένο
είχες κοιταχτεί
ήσουν κοιταγμένος, -η
είχατε κοιταχτεί
ήσαστε κοιταγμένοι, -ες
είχε κοιτάξει
είχε κοιταγμένο
είχαν κοιτάξει
είχαν κοιταγμένο
είχε κοιταχτεί
ήταν κοιταγμένος, -η, -ο
είχαν κοιταχτεί
ήταν κοιταγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κοιτάζωθα κοιτάζουμε, θα κοιτάζομεθα κοιτάζομαιθα κοιταζόμαστε
θα κοιτάζειςθα κοιτάζετεθα κοιτάζεσαιθα κοιτάζεστε, θα κοιταζόσαστε
θα κοιτάζειθα κοιτάζουν(ε)θα κοιτάζεταιθα κοιτάζονται
Fut
ur
θα κοιτάξωθα κοιτάξουμε, θα κοιτάξομεθα κοιταχτώθα κοιταχτούμε
θα κοιτάξειςθα κοιτάξετεθα κοιταχτείςθα κοιταχτείτε
θα κοιτάξειθα κοιτάξουν(ε)θα κοιταχτείθα κοιταχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κοιτάξει
θα έχω κοιταγμένο
θα έχουμε κοιτάξει
θα έχουμε κοιταγμένο
θα έχω κοιταχτεί
θα είμαι κοιταγμένος, -η
θα έχουμε κοιταχτεί
θα είμαστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχεις κοιτάξει
θα έχεις κοιταγμένο
θα έχετε κοιτάξει
θα έχετε κοιταγμένο
θα έχεις κοιταχτεί
θα είσαι κοιταγμένος, -η
θα έχετε κοιταχτεί
θα είστε κοιταγμένοι, -ες
θα έχει κοιτάξει
θα έχει κοιταγμένο
θα έχουν κοιτάξει
θα έχουν κοιταγμένο
θα έχει κοιταχτεί
θα είναι κοιταγμένος, -η, -ο
θα έχουν κοιταχτεί
θα είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κοιτάζωνα κοιτάζουμε, να κοιτάζομενα κοιτάζομαινα κοιταζόμαστε
να κοιτάζειςνα κοιτάζετενα κοιτάζεσαινα κοιτάζεστε, να κοιταζόσαστε
να κοιτάζεινα κοιτάζουν(ε)να κοιτάζεταινα κοιτάζονται
Aoristνα κοιτάξωνα κοιτάξουμε, να κοιτάξομενα κοιταχτώνα κοιταχτούμε
να κοιτάξειςνα κοιτάξετενα κοιταχτείςνα κοιταχτείτε
να κοιτάξεινα κοιτάξουν(ε)να κοιταχτείνα κοιταχτούν(ε)
Perfνα έχω κοιτάξει
να έχω κοιταγμένο
να έχουμε κοιτάξει
να έχουμε κοιταγμένο
να έχω κοιταχτεί
να είμαι κοιταγμένος, -η
να έχουμε κοιταχτεί
να είμαστε κοιταγμένοι, -ες
να έχεις κοιτάξει
να έχεις κοιταγμένο
να έχετε κοιτάξει
να έχετε κοιταγμένο
να έχεις κοιταχτεί
να είσαι κοιταγμένος, -η
να έχετε κοιταχτεί
να είστε κοιταγμένοι, -ες
να έχει κοιτάξει
να έχει κοιταγμένο
να έχουν κοιτάξει
να έχουν κοιταγμένο
να έχει κοιταχτεί
να είναι κοιταγμένος, -η, -ο
να έχουν κοιταχτεί
να είναι κοιταγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκοίταζεκοιτάζετεκοιτάζεστε
Aoristκοίταξεκοιτάξτε, κοιτάχτεκοιτάξουκοιταχτείτε
Part
izip
Presκοιτάζοντας
Perfέχοντας κοιτάξει, έχοντας κοιταγμένοκοιταγμένος, -η, -οκοιταγμένοι, -ες, -α
InfinAoristκοιτάξεικοιταχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
sugxorao62">συγχωράω,
sugxoro">συγχωρώ
συγχωράμε, συγχωρούμεσυγχωριέμαισυγχωριόμαστε
συγχωράςσυγχωράτεσυγχωριέσαισυγχωριέστε, συγχωριόσαστε
συγχωράει, συγχωράσυγχωράν(ε), συγχωρούν(ε)συγχωριέταισυγχωριούνται, συγχωριόνται
Imper
fekt
συγχωρούσα, συγχώραγασυγχωρούσαμε, συγχωράγαμεσυγχωριόμουν(α)συγχωριόμαστε, συγχωριόμασταν
συγχωρούσες, συγχώραγεςσυγχωρούσατε, συγχωράγατεσυγχωριόσουν(α)συγχωριόσαστε, συγχωριόσασταν
συγχωρούσε, συγχώραγεσυγχωρούσαν(ε), συγχώραγαν, συγχωράγανεσυγχωριόταν(ε)συγχωριόνταν(ε), συγχωριούνταν, συγχωριόντουσαν
Aoristσυγχώρησασυγχωρήσαμεσυγχωρήθηκασυγχωρηθήκαμε
συγχώρησεςσυγχωρήσατεσυγχωρήθηκεςσυγχωρηθήκατε
συγχώρησεσυγχώρησαν, συγχωρήσαν(ε)συγχωρήθηκεσυγχωρήθηκαν, συγχωρηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συγχωρήσει
έχω συγχωρημένο
έχουμε συγχωρήσει
έχουμε συγχωρημένο
έχω συγχωρηθεί
είμαι συγχωρημένος, -η
έχουμε συγχωρηθεί
είμαστε συγχωρημένοι, -ες
έχεις συγχωρήσει
έχεις συγχωρημένο
έχετε συγχωρήσει
έχετε συγχωρημένο
έχεις συγχωρηθεί
είσαι συγχωρημένος, -η
έχετε συγχωρηθεί
είστε συγχωρημένοι, -ες
έχει συγχωρήσει
έχει συγχωρημένο
έχουν συγχωρήσει
έχουν συγχωρημένο
έχει συγχωρηθεί
είναι συγχωρημένος, -η, -ο
έχουν συγχωρηθεί
είναι συγχωρημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα συγχωρήσει
είχα συγχωρημένο
είχαμε συγχωρήσει
είχαμε συγχωρημένο
είχα συγχωρηθεί
ήμουν συγχωρημένος, -η
είχαμε συγχωρηθεί
ήμαστε συγχωρημένοι, -ες
είχες συγχωρήσει
είχες συγχωρημένο
είχατε συγχωρήσει
είχατε συγχωρημένο
είχες συγχωρηθεί
ήσουν συγχωρημένος, -η
είχατε συγχωρηθεί
ήσαστε συγχωρημένοι, -ες
είχε συγχωρήσει
είχε συγχωρημένο
είχαν συγχωρήσει
είχαν συγχωρημένο
είχε συγχωρηθεί
ήταν συγχωρημένος, -η, -ο
είχαν συγχωρηθεί
ήταν συγχωρημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συγχωράω, θα συγχωρώθα συγχωράμε, θα συγχωρούμεθα συγχωριέμαιθα συγχωριόμαστε
θα συγχωράςθα συγχωράτεθα συγχωριέσαιθα συγχωριέστε, θα συγχωριόσαστε
θα συγχωράει, θα συγχωράθα συγχωράν(ε), θα συγχωρούν(ε)θα συγχωριέταιθα συγχωριούνται, θα συγχωριόνται
Fut
ur
θα συγχωρήσωθα συγχωρήσουμε, θα συγχωρήσομεθα συγχωρηθώθα συγχωρηθούμε
θα συγχωρήσειςθα συγχωρήσετεθα συγχωρηθείςθα συγχωρηθείτε
θα συγχωρήσειθα συγχωρήσουν(ε)θα συγχωρηθείθα συγχωρηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συγχωρήσει
θα έχω συγχωρημένο
θα έχουμε συγχωρήσει
θα έχουμε συγχωρημένο
θα έχω συγχωρηθεί
θα είμαι συγχωρημένος, -η
θα έχουμε συγχωρηθεί
θα είμαστε συγχωρημένοι, -ες
θα έχεις συγχωρήσει
θα έχεις συγχωρημένο
θα έχετε συγχωρήσει
θα έχετε συγχωρημένο
θα έχεις συγχωρηθεί
θα είσαι συγχωρημένος, -η
θα έχετε συγχωρηθεί
θα είστε συγχωρημένοι, -ες
θα έχει συγχωρήσει
θα έχει συγχωρημένο
θα έχουν συγχωρήσει
θα έχουν συγχωρημένο
θα έχει συγχωρηθεί
θα είναι συγχωρημένος, -η, -ο
θα έχουν συγχωρηθεί
θα είναι συγχωρημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συγχωράω, να συγχωρώνα συγχωράμε, να συγχωρούμενα συγχωριέμαινα συγχωριόμαστε
να συγχωράςνα συγχωράτενα συγχωριέσαινα συγχωριέστε, να συγχωριόσαστε
να συγχωράει, να συγχωράνα συγχωράν(ε), να συγχωρούν(ε)να συγχωριέταινα συγχωριούνται, να συγχωριόνται
Aoristνα συγχωρήσωνα συγχωρήσουμε, να συγχωρήσομενα συγχωρηθώνα συγχωρηθούμε
να συγχωρήσειςνα συγχωρήσετενα συγχωρηθείςνα συγχωρηθείτε
να συγχωρήσεινα συγχωρήσουν(ε)να συγχωρηθείνα συγχωρηθούν(ε)
Perfνα έχω συγχωρήσει
να έχω συγχωρημένο
να έχουμε συγχωρήσει
να έχουμε συγχωρημένο
να έχω συγχωρηθεί
να είμαι συγχωρημένος, -η
να έχουμε συγχωρηθεί
να είμαστε συγχωρημένοι, -ες
να έχεις συγχωρήσει
να έχεις συγχωρημένο
να έχετε συγχωρήσει
να έχετε συγχωρημένο
να έχεις συγχωρηθεί
να είσαι συγχωρημένος, -η
να έχετε συγχωρηθεί
να είστε συγχωρημένοι, -η
να έχει συγχωρήσει
να έχει συγχωρημένο
να έχουν συγχωρήσει
να έχουν συγχωρημένο
να έχει συγχωρηθεί
να είναι συγχωρημένος, -η, -ο
να έχουν συγχωρηθεί
να είναι συγχωρημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυγχώρα, συγχώραγεσυγχωράτεσυγχωριέστε
Aoristσυγχώρησε, συγχώρασυγχωρήστεσυγχωρήσουσυγχωρηθείτε
Part
izip
Presσυγχωρώντας
Perfέχοντας συγχωρήσει, έχοντας συγχωρημένοσυγχωρημένος, -η, -οσυγχωρημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυγχωρήσεισυγχωρηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback