συγχωρώ altgriechisch συγχωρῶ (συγχωρέω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | sugxorao62">συγχωράω, sugxoro">συγχωρώ | συγχωράμε, συγχωρούμε | συγχωριέμαι | συγχωριόμαστε |
συγχωράς | συγχωράτε | συγχωριέσαι | συγχωριέστε, συγχωριόσαστε | ||
συγχωράει, συγχωρά | συγχωράν(ε), συγχωρούν(ε) | συγχωριέται | συγχωριούνται, συγχωριόνται | ||
Imper fekt | συγχωρούσα, συγχώραγα | συγχωρούσαμε, συγχωράγαμε | συγχωριόμουν(α) | συγχωριόμαστε, συγχωριόμασταν | |
συγχωρούσες, συγχώραγες | συγχωρούσατε, συγχωράγατε | συγχωριόσουν(α) | συγχωριόσαστε, συγχωριόσασταν | ||
συγχωρούσε, συγχώραγε | συγχωρούσαν(ε), συγχώραγαν, συγχωράγανε | συγχωριόταν(ε) | συγχωριόνταν(ε), συγχωριούνταν, συγχωριόντουσαν | ||
Aorist | συγχώρησα | συγχωρήσαμε | συγχωρήθηκα | συγχωρηθήκαμε | |
συγχώρησες | συγχωρήσατε | συγχωρήθηκες | συγχωρηθήκατε | ||
συγχώρησε | συγχώρησαν, συγχωρήσαν(ε) | συγχωρήθηκε | συγχωρήθηκαν, συγχωρηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | |||||
Fut ur | |||||
θα συγχωρήσεις | θα συγχωρήσετε | θα συγχωρηθείς | θα συγχωρηθείτε | ||
θα συγχωρήσει | θα συγχωρήσουν(ε) | θα συγχωρηθεί | θα συγχωρηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συγχωράω, να συγχωρώ | να συγχωράμε, να συγχωρούμε | να συγχωριέμαι | να συγχωριόμαστε |
να συγχωράς | να συγχωράτε | να συγχωριέσαι | να συγχωριέστε, να συγχωριόσαστε | ||
να συγχωράει, να συγχωρά | να συγχωράν(ε), να συγχωρούν(ε) | να συγχωριέται | να συγχωριούνται, να συγχωριόνται | ||
Aorist | να συγχωρήσω | να συγχωρήσουμε, να συγχωρήσομε | να συγχωρηθώ | να συγχωρηθούμε | |
να συγχωρήσεις | να συγχωρήσετε | να συγχωρηθείς | να συγχωρηθείτε | ||
να συγχωρήσει | να συγχωρήσουν(ε) | να συγχωρηθεί | να συγχωρηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συγχώρα, συγχώραγε | συγχωράτε | συγχωριέστε | |
Aorist | συγχώρησε, συγχώρα | συγχωρήστε | συγχωρήσου | συγχωρηθείτε | |
Part izip | Pres | συγχωρώντας | |||
Perf | έχοντας συγχωρήσει, έχοντας συγχωρημένο | συγχωρημένος, -η, -ο | συγχωρημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συγχωρήσει | συγχωρηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | vergebe | ||
du | vergibst | |||
er, sie, es | vergibt | |||
Präteritum | ich | vergab | ||
Konjunktiv II | ich | vergäbe | ||
Imperativ | Singular | vergib! | ||
Plural | vergebt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vergeben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vergeben |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verzeihe | ||
du | verzeihst | |||
er, sie, es | verzeiht | |||
Präteritum | ich | verzieh | ||
Konjunktiv II | ich | verziehe | ||
Imperativ | Singular | verzeihe! verzeih! | ||
Plural | verzeiht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verziehen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verzeihen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | entschuldige | ||
du | entschuldigst | |||
er, sie, es | entschuldigt | |||
Präteritum | ich | entschuldigte | ||
Konjunktiv II | ich | entschuldigte | ||
Imperativ | Singular | entschuldige! | ||
Plural | entschuldigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
entschuldigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:entschuldigen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | sehe nach | ||
du | siehst nach | |||
er, sie, es | sieht nach | |||
Präteritum | ich | sah nach | ||
Konjunktiv II | ich | sähe nach | ||
Imperativ | Singular | sieh nach! | ||
Plural | seht nach! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
nachgesehen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:nachsehen |
συγχωρώ [siŋxoró] -ούμαι αόρ. και συγχώρεσα, απαρέμφ. και συγχωρέσει, παθ. αόρ. και συγχωρέθηκα, απαρέμφ. και συγχωρεθεί, μππ. και συγχωρεμένος : 1.δεν τιμωρώ κπ. ή δε ζητώ να τον εκδικηθώ για κάποια παράνομη ή άδικη πράξη του, του δίνω συγγνώμη: Tον συγχώρησα για το ψέμα, γιατί μετάνιωσε και ζήτησε συγγνώμη. Συγχώρησέ με, δε θα το ξανακάνω. Ο μεγαλόψυχος συγχωρεί. Ο Θεός συγχωρεί τους αμαρτωλούς, δίνει άφεση αμαρτιών. (ευχή) να συγχωρηθεί η ψυχή του. ο Θεός ας μας συγχωρέσει. (έκφρ.) με συγχωρείς / με συγχωρείτε, για να δηλώσουμε σε κπ. τη λύπη μας για την ενόχληση ή τη δυσαρέσκεια που του προκαλέσαμε· συγγνώμη: Mε συγχωρείτε που σας διακόπτω / για την καθυστέρηση. Mε συγχωρείτε, θα μπορούσατε να με εξυπηρετήσετε; (να) με συγχωρείς, για να εκφράσουμε τη διαφωνία, την αντίρρησή μας: Nα με συγχωρείς, αλλά γιατί δε με ρώτησες; να με συγχωρεί η χάρη σου, για να εκφράσουμε την αντίρρησή μας με έντονο τρόπο. || συγχωρώ σε κπ. κτ., τον συγχω ρώ για κτ.: Δε θα του συγχωρήσω ποτέ αυτό που μου έκανε. Δε θα συγχω ρήσει στον εαυτό του ότι δε βοήθησε τους γονείς του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.