συγχωρώ Verb (6) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Am Montag wurden der Bericht unseres Kollegen Adamou und der Bericht zu LIFE+ diskutiert, heute prüfen wir zwei mündliche Anfragen, die im Vorfeld der nächsten Tagung der Konferenz der Vertragsparteien des Übereinkommens über den internationalen Handel mit gefährdeten Arten frei lebender Tiere und Pflanzen, CITES, eingereicht wurden. Unser Ausschuss für Umweltfragen, Volksgesundheit und Lebensmittelsicherheit, dessen Vorsitzenden ich für seine Abwesenheit entschuldigen möchte, zieht die Verhandlungsmethode der Mitgliedstaaten in Zweifel und fragt beim Europäischen Rat an, welche hauptsächlichen Ziele die Union während der vierzehnten Tagung der Konferenz der Vertragsparteien des CITES-Übereinkommens, die, wie Sie bereits sagten, Frau Präsidentin, am 14. und 15. Juni 2007 in Den Haag stattfindet, unterstützen wird. | Τη Δευτέρα, συζητήθηκαν η έκθεση του συνάδελφού μας, κ. Amadou, και η έκθεση για το πρόγραμμα LIFE+ και, σήμερα, θα εξετάσουμε δύο προφορικές ερωτήσεις που κατατέθηκαν ενόψει της επόμενης συνεδρίασης της Διάσκεψης των συμβαλλομένων μερών στη Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο των Απειλούμενων με Εξάλειψη Αγρίων Ειδών Πανίδας και Χλωρίδας (CITES). " ημέτερη Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων, της οποίας τον πρόεδρο συγχωρώ που αδυνατεί να βρίσκεται εδώ μαζί μας, θέτει ερωτήματα όσον αφορά τη διαπραγματευτική μέθοδο των κρατών μελών και ρωτά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ποιους βασικούς στόχους θα υποστηρίξει η Ένωση κατά τη δεκάτη τετάρτη συνεδρίαση της Διάσκεψης των συμβαλλομένων μερών στη Σύμβαση CITES, η οποία θα πραγματοποιηθεί, όπως είπατε, κυρία Πρόεδρε, στη Χάγη στις 14 και 15 Ιουνίου 2007. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
entschuldigen |
exkulpieren |
amnestieren |
begnadigen |
verzeihen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | entschuldige | ||
du | entschuldigst | |||
er, sie, es | entschuldigt | |||
Präteritum | ich | entschuldigte | ||
Konjunktiv II | ich | entschuldigte | ||
Imperativ | Singular | entschuldige! | ||
Plural | entschuldigt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
entschuldigt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:entschuldigen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | sugxorao62">συγχωράω, sugxoro">συγχωρώ | συγχωράμε, συγχωρούμε | συγχωριέμαι | συγχωριόμαστε |
συγχωράς | συγχωράτε | συγχωριέσαι | συγχωριέστε, συγχωριόσαστε | ||
συγχωράει, συγχωρά | συγχωράν(ε), συγχωρούν(ε) | συγχωριέται | συγχωριούνται, συγχωριόνται | ||
Imper fekt | συγχωρούσα, συγχώραγα | συγχωρούσαμε, συγχωράγαμε | συγχωριόμουν(α) | συγχωριόμαστε, συγχωριόμασταν | |
συγχωρούσες, συγχώραγες | συγχωρούσατε, συγχωράγατε | συγχωριόσουν(α) | συγχωριόσαστε, συγχωριόσασταν | ||
συγχωρούσε, συγχώραγε | συγχωρούσαν(ε), συγχώραγαν, συγχωράγανε | συγχωριόταν(ε) | συγχωριόνταν(ε), συγχωριούνταν, συγχωριόντουσαν | ||
Aorist | συγχώρησα | συγχωρήσαμε | συγχωρήθηκα | συγχωρηθήκαμε | |
συγχώρησες | συγχωρήσατε | συγχωρήθηκες | συγχωρηθήκατε | ||
συγχώρησε | συγχώρησαν, συγχωρήσαν(ε) | συγχωρήθηκε | συγχωρήθηκαν, συγχωρηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | |||||
Fut ur | |||||
θα συγχωρήσεις | θα συγχωρήσετε | θα συγχωρηθείς | θα συγχωρηθείτε | ||
θα συγχωρήσει | θα συγχωρήσουν(ε) | θα συγχωρηθεί | θα συγχωρηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συγχωράω, να συγχωρώ | να συγχωράμε, να συγχωρούμε | να συγχωριέμαι | να συγχωριόμαστε |
να συγχωράς | να συγχωράτε | να συγχωριέσαι | να συγχωριέστε, να συγχωριόσαστε | ||
να συγχωράει, να συγχωρά | να συγχωράν(ε), να συγχωρούν(ε) | να συγχωριέται | να συγχωριούνται, να συγχωριόνται | ||
Aorist | να συγχωρήσω | να συγχωρήσουμε, να συγχωρήσομε | να συγχωρηθώ | να συγχωρηθούμε | |
να συγχωρήσεις | να συγχωρήσετε | να συγχωρηθείς | να συγχωρηθείτε | ||
να συγχωρήσει | να συγχωρήσουν(ε) | να συγχωρηθεί | να συγχωρηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συγχώρα, συγχώραγε | συγχωράτε | συγχωριέστε | |
Aorist | συγχώρησε, συγχώρα | συγχωρήστε | συγχωρήσου | συγχωρηθείτε | |
Part izip | Pres | συγχωρώντας | |||
Perf | έχοντας συγχωρήσει, έχοντας συγχωρημένο | συγχωρημένος, -η, -ο | συγχωρημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συγχωρήσει | συγχωρηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.