Deutsch | Griechisch |
---|---|
Die konsularische Vertretung, die meinen Antrag prüft, liefert mir auf ausdrücklichen Wunsch Informationen darüber, wie ich mein Recht wahrnehmen kann, die Daten zu meiner Person zu überprüfen und unrichtige Daten gemäß den Rechtsvorschriften des betreffenden Mitgliedstaats ändern oder löschen zu lassen, sowie über die Rechtsmittel, die das Recht des betreffenden Mitgliedstaats vorsieht. | Κατόπιν ρητού αιτήματός μου, η αρχή που εξετάζει την αίτησή μου θα με ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο μπορώ να ασκώ το δικαίωμά μου να ελέγχω τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που με αφορούν και να ζητώ τη διόρθωση ή τη διαγραφή τους, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών δικαιωμάτων προσφυγής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους. Übersetzung bestätigt |
Die Behörde, die meinen Antrag prüft, liefert mir auf ausdrücklichen Wunsch Informationen darüber, wie ich mein Recht wahrnehmen kann, die Daten zu meiner Person zu überprüfen und unrichtige Daten gemäß den Rechtsvorschriften des betreffenden Mitgliedstaats berichtigen oder löschen zu lassen, sowie über die Rechtsbehelfe, die das Recht des betreffenden Mitgliedstaats vorsieht. | Εφόσον το ζητήσω ρητά, η αρχή που εξετάζει την αίτησή μου θα με ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο μπορώ να ασκώ το δικαίωμά μου να ελέγχω τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που με αφορούν και να ζητώ τη διόρθωση ή τη διαγραφή τους, συμπεριλαμβανομένων των συναφών δικαιωμάτων προσφυγής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους. Übersetzung bestätigt |
Die Behörde, die meinen Antrag prüft, liefert mir auf ausdrücklichen Wunsch Informationen darüber, wie ich mein Recht wahrnehmen kann, die Daten zu meiner Person zu überprüfen und unrichtige Daten gemäß den Rechtsvorschriften des betreffenden Mitgliedstaats berichtigen oder löschen zu lassen, sowie über die Rechtsmittel, die das Recht des betreffenden Mitgliedstaats vorsieht. | Εφόσον το ζητήσω ρητά, η αρχή που εξετάζει την αίτησή μου θα με ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο μπορώ να ασκώ το δικαίωμά μου να ελέγχω τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που με αφορούν και να ζητώ τη διόρθωση ή τη διαγραφή τους, συμπεριλαμβανομένων των συναφών δικαιωμάτων προσφυγής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους. Übersetzung bestätigt |
Die Behörde, die meinen Antrag prüft, liefert mir auf ausdrücklichen Wunsch Informationen darüber, wie ich mein Recht wahrnehmen kann, die Daten zu meiner Person zu überprüfen und unrichtige Daten gemäß den Rechtsvorschriften des betreffenden Mitgliedstaats berichtigen oder löschen zu lassen, sowie über die Rechtsmittel, die das Recht des betreffenden Mitgliedstaats vorsieht. | Κατόπιν ρητού αιτήματός μου, η αρχή που εξετάζει την αίτησή μου θα με ενημερώνει για τον τρόπο με τον οποίο μπορώ να ασκώ το δικαίωμά μου να ελέγχω τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που με αφορούν και να ζητώ τη διόρθωση ή τη διαγραφή τους, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών δικαιωμάτων προσφυγής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους. Übersetzung bestätigt |
Solange die Europäische Kommission gleichsam ganz allein Ihnen, der Haushaltsbehörde und dem Gerichtshof gegenüber verantwortlich ist, bin ich verpflichtet zu überprüfen, zu kontrollieren und mich zu vergewissern, dass die Kontrollsysteme vorschriftsmäßig und funktionsfähig sind. | Όσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραμένει στην πράξη μοναδική υπεύθυνη έναντι της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, καθώς και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είμαι υποχρεωμένος να ελέγχω, να επιτηρώ και να διασφαλίζω την ορθή και απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων ελέγχου. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
überprüfen |
verifizieren |
bestätigen |
validieren |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | überprüfe | ||
du | überprüfst | |||
er, sie, es | überprüft | |||
Präteritum | ich | überprüfte | ||
Konjunktiv II | ich | überprüfte | ||
Imperativ | Singular | überprüfe! | ||
Plural | überprüft! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
überprüft | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:überprüfen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ελέγχω | ελέγχουμε, ελέγχομε | ελέγχομαι | ελεγχόμαστε |
ελέγχεις | ελέγχετε | ελέγχεσαι | ελέγχεστε, ελεγχόσαστε | ||
ελέγχει | ελέγχουν(ε) | ελέγχεται | ελέγχονται | ||
Imper fekt | έλεγχα | ελέγχαμε | ελεγχόμουν(α) | ελεγχόμαστε, ελεγχόμασταν | |
έλεγχες | ελέγχατε | ελεγχόσουν(α) | ελεγχόσαστε, ελεγχόσασταν | ||
έλεγχε | έλεγχαν, ελέγχαν(ε) | ελεγχόταν(ε) | ελέγχονταν, ελεγχόντανε, ελεγχόντουσαν | ||
Aorist | έλεγξα | ελέγξαμε | ελέγχθηκα, ελέγχτηκα | ελεγχθήκαμε, ελεγχτήκαμε | |
έλεγξες | ελέγξατε | ελέγχθηκες, ελέγχτηκες | ελεγχθήκατε, ελεγχτήκατε | ||
έλεγξε | έλεγξαν, ελέγξαν(ε) | ελέγχθηκε, ελέγχτηκε | ελέγχθηκαν/ελέγχτηκαν, ελεγχθήκαν(ε)/ελεγχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ελέγχω | θα ελέγχουμε, | θα ελέγχομαι | θα ελεγχόμαστε | |
θα ελέγχεις | θα ελέγχετε | θα ελέγχεσαι | θα ελέγχεστε, | ||
θα ελέγχει | θα ελέγχουν(ε) | θα ελέγχεται | θα ελέγχονται | ||
Fut ur | θα ελέγξω | θα ελέγξουμε, | θα ελεγχθώ, θα ελεγχτώ | θα ελεγχθούμε, θα ελεγχτούμε | |
θα ελέγξεις | θα ελέγξετε | θα ελεγχθείς, θα ελεγχτείς | θα ελεγχθείτε, θα ελεγχτείτε | ||
θα ελέγξει | θα ελέγξουν(ε) | θα ελεγχθεί, θα ελεγχτεί | θα ελεγχθούν(ε), θα ελεγχτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ελέγχω | να ελέγχουμε, | να ελέγχομαι | να ελεγχόμαστε |
να ελέγχεις | να ελέγχετε | να ελέγχεσαι | να ελέγχεστε, | ||
να ελέγχει | να ελέγχουν(ε) | να ελέγχεται | να ελέγχονται | ||
Aorist | να ελέγξω | να ελέγξουμε, | να ελεγχθώ, να ελεγχτώ | να ελεγχθούμε, να ελεγχτούμε | |
να ελέγξεις | να ελέγξετε | να ελεγχθείς, να ελεγχτείς | να ελεγχθείτε, να ελεγχτείτε | ||
να ελέγξει | να ελέγξουν(ε) | να ελεγχθεί, να ελεγχτεί | να ελεγχθούν(ε), να ελεγχτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | έλεγχε | ελέγχετε | ελέγχεστε | |
Aorist | έλεγξε | ελέγξτε, ελέγξετε | ελέγξου | ελεγχθείτε, ελεγχτείτε | |
Part izip | Pres | ελέγχοντας | ελεγχόμενος | ||
Perf | έχοντας ελέγξει, έχοντας ελεγμένο | ελεγμένος, -η, -ο | ελεγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ελέγξει | ελεγχθεί, ελεγχτεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εξετάζω | εξετάζουμε, εξετάζομε | εξετάζομαι | εξεταζόμαστε |
εξετάζεις | εξετάζετε | εξετάζεσαι | εξετάζεστε, εξεταζόσαστε | ||
εξετάζει | εξετάζουν(ε) | εξετάζεται | εξετάζονται | ||
Imper fekt | εξέταζα | εξετάζαμε | εξεταζόμουν(α) | εξεταζόμαστε, εξεταζόμασταν | |
εξέταζες | εξετάζατε | εξεταζόσουν(α) | εξεταζόσαστε, εξεταζόσασταν | ||
εξέταζε | εξέταζαν, εξετάζαν(ε) | εξεταζόταν(ε) | εξετάζονταν, εξεταζόντανε, εξεταζόντουσαν | ||
Aorist | εξέτασα | εξετάσαμε | εξετάστηκα | εξεταστήκαμε | |
εξέτασες | εξετάσατε | εξετάστηκες | εξεταστήκατε | ||
εξέτασε | εξέτασαν, εξετάσαν(ε) | εξετάστηκε | εξετάστηκαν, εξεταστήκανε | ||
Per fekt | έχω εξετάσει έχω εξετασμένο | έχουμε εξετάσει έχουμε εξετασμένο | έχω εξεταστεί είμαι εξετασμένος, -η | έχουμε εξεταστεί είμαστε εξετασμένοι, -ες | |
έχεις εξετάσει έχεις εξετασμένο | έχετε εξετάσει έχετε εξετασμένο | έχεις εξεταστεί είσαι εξετασμένος, -η | έχετε εξεταστεί είστε εξετασμένοι, -ες | ||
έχει εξετάσει έχει εξετασμένο | έχουν εξετάσει έχουν εξετασμένο | έχει εξεταστεί είναι εξετασμένος, -η, -ο | έχουν εξεταστεί είναι εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εξετάσει είχα εξετασμένο | είχαμε εξετάσει είχαμε εξετασμένο | είχα εξεταστεί ήμουν εξετασμένος, -η | είχαμε εξεταστεί ήμαστε εξετασμένοι, -ες | |
είχες εξετάσει είχες εξετασμένο | είχατε εξετάσει είχατε εξετασμένο | είχες εξεταστεί ήσουν εξετασμένος, -η | είχατε εξεταστεί ήσαστε εξετασμένοι, -ες | ||
είχε εξετάσει είχε εξετασμένο | είχαν εξετάσει είχαν εξετασμένο | είχε εξεταστεί ήταν εξετασμένος, -η, -ο | είχαν εξεταστεί ήταν εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εξετάζω | θα εξετάζουμε, θα εξετάζομε | θα εξετάζομαι | θα εξεταζόμαστε | |
θα εξετάζεις | θα εξετάζετε | θα εξετάζεσαι | θα εξετάζεστε, θα εξεταζόσαστε | ||
θα εξετάζει | θα εξετάζουν(ε) | θα εξετάζεται | θα εξετάζονται | ||
Fut ur | θα εξετάσω | θα εξετάσουμε, θα εξετάσομε | θα εξεταστώ | θα εξεταστούμε | |
θα εξετάσεις | θα εξετάσετε | θα εξεταστείς | θα εξεταστείτε | ||
θα εξετάσει | θα εξετάσουν(ε) | θα εξεταστεί | θα εξεταστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εξετάσει θα έχω εξετασμένο | θα έχουμε εξετάσει θα έχουμε εξετασμένο | θα έχω εξεταστεί θα είμαι εξετασμένος, -η | θα έχουμε εξεταστεί θα είμαστε εξετασμένοι, -ες | |
θα έχεις εξετάσει θα έχεις εξετασμένο | θα έχετε εξετάσει θα έχετε εξετασμένο | θα έχεις εξεταστεί θα είσαι εξετασμένος, -η | θα έχετε εξεταστεί θα είστε εξετασμένοι, -ες | ||
θα έχει εξετάσει θα έχει εξετασμένο | θα έχουν εξετάσει θα έχουν εξετασμένο | θα έχει εξεταστεί θα είναι εξετασμένος, -η, -ο | θα έχουν εξεταστεί θα είναι εξετασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εξετάζω | να εξετάζουμε, να εξετάζομε | να εξετάζομαι | να εξεταζόμαστε |
να εξετάζεις | να εξετάζετε | να εξετάζεσαι | να εξετάζεστε, | ||
να εξετάζει | να εξετάζουν(ε) | να εξετάζεται | να εξετάζονται | ||
Aorist | να εξετάσω | να εξετάσουμε, να εξετάσομε | να εξεταστώ | να εξεταστούμε | |
να εξετάσεις | να εξετάσετε | να εξεταστείς | να εξεταστείτε | ||
να εξετάσει | να εξετάσουν | να εξεταστεί | να εξεταστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εξετάσει να έχω εξετασμένο | να έχουμε εξετασμένο | να έχω εξεταστεί | να έχουμε εξεταστεί | |
να έχεις εξετασμένο | να έχετε εξετάσει να έχετε εξετασμένο | να έχεις εξεταστεί να είσαι εξετασμένος, -η | να έχετε εξεταστεί να είστε εξετασμένοι, -ες | ||
να έχει εξετάσει να έχει εξετασμένο | να έχουν εξετάσει να έχουν εξετασμένο | να έχει εξεταστεί | να έχουν εξεταστεί | ||
Imper ativ | Pres | εξέταζε | εξετάζετε | εξετάζεστε | |
Aorist | εξέτασε | εξετάστε | εξετάσου | εξεταστείτε | |
Part izip | Pres | εξετάζοντας | εξεταζόμενος | ||
Perf | έχοντας εξετάσει, έχοντας εξετασμένο | εξετασμένος, -η, -ο | εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εξετάσει | εξεταστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.