δοκιμάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wenn du Superstar werden willst, musst du den Style abchecken. | Αν είναι να γίνεις σούπερ σταρ, θα πρέπει να φτιάξεις το στυλ σου. Übersetzung nicht bestätigt |
Diese Bar wollte ich schon immer mal abchecken. | Πάντα ήθελα να δω το μέρος. Übersetzung nicht bestätigt |
Ruf deine Eagles zusammen. Wir müssen noch ein paar Kleinigkeiten abchecken. | Φώναξε τους "Αετούς" σου. Übersetzung nicht bestätigt |
Einer muss die Geschütztürme abchecken, sonst kommt keiner von uns hier raus! | Ένας από εμάς πρέπει να ελέγξει τους πύργους ή κανένας από εμάς δεν θα τα καταφέρει! Übersetzung nicht bestätigt |
Ich dachte, du wolltest das abchecken. | Είπες ότι το τσέκαρες αυτό. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
abchecken |
abklären |
prüfen |
nachprüfen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | checke ab | ||
du | checkst ab | |||
er, sie, es | checkt ab | |||
Präteritum | ich | checkte ab | ||
Konjunktiv II | ich | checkte ab | ||
Imperativ | Singular | check ab! checke ab! | ||
Plural | checkt ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgecheckt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abchecken |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δοκιμάζω | δοκιμάζουμε, δοκιμάζομε | δοκιμάζομαι | δοκιμαζόμαστε |
δοκιμάζεις | δοκιμάζετε | δοκιμάζεσαι | δοκιμάζεστε, δοκιμαζόσαστε | ||
δοκιμάζει | δοκιμάζουν(ε) | δοκιμάζεται | δοκιμάζονται | ||
Imper fekt | δοκίμαζα | δοκιμάζαμε | δοκιμαζόμουνα | δοκιμαζόμαστε, δοκιμαζόμασταν | |
δοκίμαζες | δοκιμάζατε | δοκιμαζόσουνα | δοκιμαζόσαστε, δοκιμαζόσασταν | ||
δοκίμαζε | δοκίμαζαν, δοκιμάζαν(ε) | δοκιμαζότανε | δοκιμάζονταν, δοκιμαζόντανε, δοκιμαζόντουσαν | ||
Aorist | δοκίμασα | δοκιμάσαμε | δοκιμάστηκα | δοκιμαστήκαμε | |
δοκίμασες | δοκιμάσατε | δοκιμάστηκες | δοκιμαστήκατε | ||
δοκίμασε | δοκίμασαν, δοκιμάσαν(ε) | δοκιμάστηκε | δοκιμάστηκαν, δοκιμαστήκανε | ||
Per fekt | έχω δοκιμάσει | έχουμε δοκιμάσει | έχω δοκιμαστεί | έχουμε δοκιμαστεί | |
έχεις δοκιμάσει | έχετε δοκιμάσει | έχεις δοκιμαστεί | έχετε δοκιμαστεί | ||
έχει δοκιμάσει | έχουν δοκιμάσει | έχει δοκιμαστεί είναι δοκιμασμένος, -η, -ο | έχουν δοκιμαστεί | ||
Plu per fekt | είχα δοκιμάσει | είχαμε δοκιμάσει | είχα δοκιμαστεί | είχαμε δοκιμαστεί | |
είχες δοκιμάσει | είχατε δοκιμάσει | είχες δοκιμαστεί | είχατε δοκιμαστεί | ||
είχε δοκιμάσει | είχαν δοκιμάσει | είχε δοκιμαστεί | είχαν δοκιμαστεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα δοκιμάζω | θα δοκιμάζουμε, | θα δοκιμάζομαι | θα δοκιμαζόμαστε | |
θα δοκιμάζεις | θα δοκιμάζετε | θα δοκιμάζεσαι | θα δοκιμάζεστε, | ||
θα δοκιμάζει | θα δοκιμάζουν(ε) | θα δοκιμάζεται | θα δοκιμάζονται | ||
Fut ur | θα δοκιμάσω | θα δοκιμάσουμε, | θα δοκιμαστώ | θα δοκιμαστούμε | |
θα δοκιμάσεις | θα δοκιμάσετε | θα δοκιμαστείς | θα δοκιμαστείτε | ||
θα δοκιμάσει | θα δοκιμάσουν(ε) | θα δοκιμαστεί | θα δοκιμαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω δοκιμάσει | θα έχουμε δοκιμάσει | θα έχω δοκιμαστεί | θα έχουμε δοκιμαστεί | |
θα έχεις δοκιμάσει | θα έχετε δοκιμάσει | θα έχεις δοκιμαστεί | θα έχετε δοκιμαστεί | ||
θα έχει δοκιμάσει | θα έχουν δοκιμάσει | θα έχει δοκιμαστεί | θα έχουν δοκιμαστεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δοκιμάζω | να δοκιμάζουμε, | να δοκιμάζομαι | να δοκιμαζόμαστε |
να δοκιμάζεις | να δοκιμάζετε | να δοκιμάζεσαι | να δοκιμάζεστε, | ||
να δοκιμάζει | να δοκιμάζουν(ε) | να δοκιμάζεται | να δοκιμάζονται | ||
Aorist | να δοκιμάσω | να δοκιμάσουμε, | να δοκιμαστώ | να δοκιμαστούμε | |
να δοκιμάσεις | να δοκιμάσετε | να δοκιμαστείς | να δοκιμαστείτε | ||
να δοκιμάσει | να δοκιμάσουν | να δοκιμαστεί | να δοκιμαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δοκιμάσει | να έχουμε δοκιμάσει | να έχω δοκιμαστεί | να έχουμε δοκιμαστεί | |
να έχεις δοκιμάσει | να έχετε δοκιμάσει | να έχεις δοκιμαστεί | να έχετε δοκιμαστεί | ||
να έχει δοκιμάσει | να έχουν δοκιμάσει | να έχει δοκιμαστεί | να έχουν δοκιμαστεί | ||
Imper ativ | Pres | δοκίμαζε | δοκιμάζετε | δοκιμάζεστε | |
Aorist | δοκίμασε | δοκιμάστε | δοκιμάσου | δοκιμαστείτε | |
Part izip | Pres | δοκιμάζοντας | δοκιμαζόμενος | ||
Perf | έχοντας δοκιμάσει, έχοντας δοκιμασμένο | δοκιμασμένος, -η, -ο | δοκιμασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δοκιμάσει | δοκιμαστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.