προσπαθώ Verb (197) |
δοκιμάζω Verb (2) |
επιχειρώ Verb (2) |
αποπειρώμαι Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich bin besorgt darüber, und ich möchte versuchen, diese Schwierigkeiten mit klaren Leitlinien, wie auch Sie sie fordern, zu beheben. Somit sind wir in diesem Punkt völlig einer Meinung. | Πρόκειται για κάτι που μου προκαλεί ανησυχία και προσπαθώ να το αντιμετωπίσω, διασφαλίζοντας την ύπαρξη σαφών κατευθυντήριων γραμμών, όπως εσείς προτείνετε, έτσι και οι δύο είμαστε σύμφωνοι σε αυτό το σημείο. Übersetzung bestätigt |
Damit versuche ich zu sagen, dass wir bessere Rechtsetzung brauchen, aber das hat etwas mit Vereinfachung zu tun, damit, dass wir verstehen, worüber wir entscheiden, und die Bürger, worüber wir versuchen zu entscheiden. | Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι χρειαζόμαστε καλύτερη ρύθμιση, καλύτερη νομοθεσία, αλλά έχει να κάνει με την απλοποίηση, με το να κατανοήσουμε τι αποφασίζουμε και με το να κατανοήσει ο κόσμος τι προσπαθούμε να αποφασίσουμε. Übersetzung bestätigt |
Ich bin mir da nicht so sicher, aber ich werde weiterhin mit Nachdruck versuchen, den Rat davon zu überzeugen, weiter in diese Richtung zu gehen. | Δεν είμαι και τόσο σίγουρος, αλλά θα συνεχίσω να προσπαθώ να πείσω το Συμβούλιο να προχωρήσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Übersetzung bestätigt |
Das macht nichts, ich werde es weiter versuchen, und vielleicht wird es sogar von den Deutschen richtig übersetzt und wir verstehen einander. | Δεν πειράζει, θα συνεχίσω να προσπαθώ και ίσως τελικά ακόμα και η γερμανική μετάφραση να το καταλάβει σωστά και να συνεννοηθούμε. Übersetzung bestätigt |
Ich wurde gefragt, ob ich dafür garantieren würde oder versuchen würde, dafür zu garantieren, dass der Internationale Währungsfonds über ausreichend Mittel verfügt, um Volkswirtschaften, die derzeit nicht in der Lage sind, sich selbst zu tragen, im Falle einer Kapitalflucht zu stützen. Die Antwort lautet: das müssen wir tun. | Ερωτήθηκα εάν εγγυώμαι ή αν προσπαθώ να εγγυηθώ ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε τους απαραίτητους πόρους για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα οικονομιών που δεν μπορούν τώρα να υποστηρίξουν τον εαυτό τους τη στιγμή που υπάρχει φυγή κεφαλαίων. " απάντηση είναι ότι αυτό πρέπει να κάνουμε. Übersetzung bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | versuche | ||
du | versuchst | |||
er, sie, es | versucht | |||
Präteritum | ich | versuchte | ||
Konjunktiv II | ich | versuchte | ||
Imperativ | Singular | versuche! | ||
Plural | versucht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
versucht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:versuchen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προσπαθώ | προσπαθούμε |
προσπαθείς | προσπαθείτε | ||
προσπαθεί | προσπαθούν(ε) | ||
Imper fekt | προσπαθούσα | προσπαθούσαμε | |
προσπαθούσες | προσπαθούσατε | ||
προσπαθούσε | προσπαθούσαν(ε) | ||
Aorist | προσπάθησα | προσπαθήσαμε | |
προσπάθησες | προσπαθήσατε | ||
προσπάθησε | προσπάθησαν, προσπαθήσαν(ε) | ||
Perf ekt | |||
Plu perf ekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα προσπαθώ | θα προσπαθούμε | |
θα προσπαθείς | θα προσπαθείτε | ||
θα προσπαθεί | θα προσπαθούν(ε) | ||
Fut ur | θα προσπαθήσω | θα προσπαθήσουμε | |
θα προσπαθήσεις | θα προσπαθήσετε | ||
θα προσπαθήσει | θα προσπαθήσουν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προσπαθώ | να προσπαθούμε |
να προσπαθείς | να προσπαθείτε | ||
να προσπαθεί | να προσπαθούν(ε) | ||
Aorist | να προσπαθήσω | ||
να προσπαθήσεις | να προσπαθήσετε | ||
να προσπαθήσει | να προσπαθήσουν(ε) | ||
Perf | |||
Imper ativ | Pres | προσπαθείτε | |
Aorist | προσπάθησε | προσπαθήστε, προσπαθήσετε | |
Part izip | Pres | προσπαθώντας | |
Perf | έχοντας προσπαθήσει | ||
Infin | Aorist | προσπαθήσει |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δοκιμάζω | δοκιμάζουμε, δοκιμάζομε | δοκιμάζομαι | δοκιμαζόμαστε |
δοκιμάζεις | δοκιμάζετε | δοκιμάζεσαι | δοκιμάζεστε, δοκιμαζόσαστε | ||
δοκιμάζει | δοκιμάζουν(ε) | δοκιμάζεται | δοκιμάζονται | ||
Imper fekt | δοκίμαζα | δοκιμάζαμε | δοκιμαζόμουνα | δοκιμαζόμαστε, δοκιμαζόμασταν | |
δοκίμαζες | δοκιμάζατε | δοκιμαζόσουνα | δοκιμαζόσαστε, δοκιμαζόσασταν | ||
δοκίμαζε | δοκίμαζαν, δοκιμάζαν(ε) | δοκιμαζότανε | δοκιμάζονταν, δοκιμαζόντανε, δοκιμαζόντουσαν | ||
Aorist | δοκίμασα | δοκιμάσαμε | δοκιμάστηκα | δοκιμαστήκαμε | |
δοκίμασες | δοκιμάσατε | δοκιμάστηκες | δοκιμαστήκατε | ||
δοκίμασε | δοκίμασαν, δοκιμάσαν(ε) | δοκιμάστηκε | δοκιμάστηκαν, δοκιμαστήκανε | ||
Per fekt | έχω δοκιμάσει | έχουμε δοκιμάσει | έχω δοκιμαστεί | έχουμε δοκιμαστεί | |
έχεις δοκιμάσει | έχετε δοκιμάσει | έχεις δοκιμαστεί | έχετε δοκιμαστεί | ||
έχει δοκιμάσει | έχουν δοκιμάσει | έχει δοκιμαστεί είναι δοκιμασμένος, -η, -ο | έχουν δοκιμαστεί | ||
Plu per fekt | είχα δοκιμάσει | είχαμε δοκιμάσει | είχα δοκιμαστεί | είχαμε δοκιμαστεί | |
είχες δοκιμάσει | είχατε δοκιμάσει | είχες δοκιμαστεί | είχατε δοκιμαστεί | ||
είχε δοκιμάσει | είχαν δοκιμάσει | είχε δοκιμαστεί | είχαν δοκιμαστεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα δοκιμάζω | θα δοκιμάζουμε, | θα δοκιμάζομαι | θα δοκιμαζόμαστε | |
θα δοκιμάζεις | θα δοκιμάζετε | θα δοκιμάζεσαι | θα δοκιμάζεστε, | ||
θα δοκιμάζει | θα δοκιμάζουν(ε) | θα δοκιμάζεται | θα δοκιμάζονται | ||
Fut ur | θα δοκιμάσω | θα δοκιμάσουμε, | θα δοκιμαστώ | θα δοκιμαστούμε | |
θα δοκιμάσεις | θα δοκιμάσετε | θα δοκιμαστείς | θα δοκιμαστείτε | ||
θα δοκιμάσει | θα δοκιμάσουν(ε) | θα δοκιμαστεί | θα δοκιμαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω δοκιμάσει | θα έχουμε δοκιμάσει | θα έχω δοκιμαστεί | θα έχουμε δοκιμαστεί | |
θα έχεις δοκιμάσει | θα έχετε δοκιμάσει | θα έχεις δοκιμαστεί | θα έχετε δοκιμαστεί | ||
θα έχει δοκιμάσει | θα έχουν δοκιμάσει | θα έχει δοκιμαστεί | θα έχουν δοκιμαστεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δοκιμάζω | να δοκιμάζουμε, | να δοκιμάζομαι | να δοκιμαζόμαστε |
να δοκιμάζεις | να δοκιμάζετε | να δοκιμάζεσαι | να δοκιμάζεστε, | ||
να δοκιμάζει | να δοκιμάζουν(ε) | να δοκιμάζεται | να δοκιμάζονται | ||
Aorist | να δοκιμάσω | να δοκιμάσουμε, | να δοκιμαστώ | να δοκιμαστούμε | |
να δοκιμάσεις | να δοκιμάσετε | να δοκιμαστείς | να δοκιμαστείτε | ||
να δοκιμάσει | να δοκιμάσουν | να δοκιμαστεί | να δοκιμαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω δοκιμάσει | να έχουμε δοκιμάσει | να έχω δοκιμαστεί | να έχουμε δοκιμαστεί | |
να έχεις δοκιμάσει | να έχετε δοκιμάσει | να έχεις δοκιμαστεί | να έχετε δοκιμαστεί | ||
να έχει δοκιμάσει | να έχουν δοκιμάσει | να έχει δοκιμαστεί | να έχουν δοκιμαστεί | ||
Imper ativ | Pres | δοκίμαζε | δοκιμάζετε | δοκιμάζεστε | |
Aorist | δοκίμασε | δοκιμάστε | δοκιμάσου | δοκιμαστείτε | |
Part izip | Pres | δοκιμάζοντας | δοκιμαζόμενος | ||
Perf | έχοντας δοκιμάσει, έχοντας δοκιμασμένο | δοκιμασμένος, -η, -ο | δοκιμασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δοκιμάσει | δοκιμαστεί |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αποπειρώμαι | αποπειρόμαστε, αποπειρώμεθα |
αποπειράσαι | αποπειράστε, αποπειράσθε | ||
αποπειράται | αποπειρώνται | ||
Imper fekt | – | – | |
– | – | ||
απεπειράτο | απεπειρώντο | ||
Aorist | αποπειράθηκα | αποπειραθήκαμε | |
αποπειράθηκες | αποπειραθήκατε | ||
αποπειράθηκε | αποπειράθηκαν, αποπειραθήκανε | ||
Perf ekt | |||
Plu perf ekt | |||
Fut ur Verlaufs- form | θα αποπειρώμαι | θα αποπειρόμαστε, | |
θα αποπειράσαι | θα αποπειράστε, | ||
θα αποπειράται | θα αποπειρώνται | ||
Fut ur | θα αποπειραθώ | θα αποπειραθούμε | |
θα αποπειραθείς | θα αποπειραθείτε | ||
θα αποπειραθεί | θα αποπειραθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αποπειρώμαι | να αποπειρόμαστε, να αποπειρώμεθα |
να αποπειράσαι | να αποπειράστε, να αποπειράσθε | ||
να αποπειράται | να αποπειρώνται | ||
Aorist | να αποπειραθώ | να αποπειραθούμε | |
να αποπειραθείς | να αποπειραθείτε | ||
να αποπειραθεί | να αποπειραθούν(ε) | ||
Perf | |||
Imper ativ | Pres | ||
Aorist | αποπειραθείτε | ||
Part izip | Pres | αποπειρώμενος | |
Perf | |||
Infin | Aorist | αποπειραθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.