προσπαθώ Verb  [prospatho, prospathw]

  Verb
(197)

Etymologie zu προσπαθώ

προσπαθώ Koine-Griechisch προσπαθέω / προσπαθῶ προσπαθής πρός + altgriechisch πάθος πάσχω


GriechischDeutsch
Πρόκειται για κάτι που μου προκαλεί ανησυχία και προσπαθώ να το αντιμετωπίσω, διασφαλίζοντας την ύπαρξη σαφών κατευθυντήριων γραμμών, όπως εσείς προτείνετε, έτσι και οι δύο είμαστε σύμφωνοι σε αυτό το σημείο.Ich bin besorgt darüber, und ich möchte versuchen, diese Schwierigkeiten mit klaren Leitlinien, wie auch Sie sie fordern, zu beheben. Somit sind wir in diesem Punkt völlig einer Meinung.

Übersetzung bestätigt

Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι χρειαζόμαστε καλύτερη ρύθμιση, καλύτερη νομοθεσία, αλλά έχει να κάνει με την απλοποίηση, με το να κατανοήσουμε τι αποφασίζουμε και με το να κατανοήσει ο κόσμος τι προσπαθούμε να αποφασίσουμε.Damit versuche ich zu sagen, dass wir bessere Rechtsetzung brauchen, aber das hat etwas mit Vereinfachung zu tun, damit, dass wir verstehen, worüber wir entscheiden, und die Bürger, worüber wir versuchen zu entscheiden.

Übersetzung bestätigt

Δεν είμαι και τόσο σίγουρος, αλλά θα συνεχίσω να προσπαθώ να πείσω το Συμβούλιο να προχωρήσει προς αυτήν την κατεύθυνση.Ich bin mir da nicht so sicher, aber ich werde weiterhin mit Nachdruck versuchen, den Rat davon zu überzeugen, weiter in diese Richtung zu gehen.

Übersetzung bestätigt

Δεν πειράζει, θα συνεχίσω να προσπαθώ και ίσως τελικά ακόμα και η γερμανική μετάφραση να το καταλάβει σωστά και να συνεννοηθούμε.Das macht nichts, ich werde es weiter versuchen, und vielleicht wird es sogar von den Deutschen richtig übersetzt und wir verstehen einander.

Übersetzung bestätigt

Ερωτήθηκα εάν εγγυώμαι ή αν προσπαθώ να εγγυηθώ ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε τους απαραίτητους πόρους για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα οικονομιών που δεν μπορούν τώρα να υποστηρίξουν τον εαυτό τους τη στιγμή που υπάρχει φυγή κεφαλαίων. " απάντηση είναι ότι αυτό πρέπει να κάνουμε.Ich wurde gefragt, ob ich dafür garantieren würde oder versuchen würde, dafür zu garantieren, dass der Internationale Währungsfonds über ausreichend Mittel verfügt, um Volkswirtschaften, die derzeit nicht in der Lage sind, sich selbst zu tragen, im Falle einer Kapitalflucht zu stützen. Die Antwort lautet: das müssen wir tun.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu προσπαθώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προσπαθώπροσπαθούμε
προσπαθείςπροσπαθείτε
προσπαθείπροσπαθούν(ε)
Imper
fekt
προσπαθούσαπροσπαθούσαμε
προσπαθούσεςπροσπαθούσατε
προσπαθούσεπροσπαθούσαν(ε)
Aoristπροσπάθησαπροσπαθήσαμε
προσπάθησεςπροσπαθήσατε
προσπάθησεπροσπάθησαν, προσπαθήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω προσπαθήσειέχουμε προσπαθήσει
έχεις προσπαθήσειέχετε προσπαθήσει
έχει προσπαθήσειέχουν προσπαθήσει
Plu
perf
ekt
είχα προσπαθήσειείχαμε προσπαθήσει
είχες προσπαθήσειείχατε προσπαθήσει
είχε προσπαθήσειείχαν προσπαθήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προσπαθώθα προσπαθούμε
θα προσπαθείςθα προσπαθείτε
θα προσπαθείθα προσπαθούν(ε)
Fut
ur
θα προσπαθήσωθα προσπαθήσουμε
θα προσπαθήσειςθα προσπαθήσετε
θα προσπαθήσειθα προσπαθήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προσπαθήσειθα έχουμε προσπαθήσει
θα έχεις προσπαθήσειθα έχετε προσπαθήσει
θα έχει προσπαθήσειθα έχουν προσπαθήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προσπαθώνα προσπαθούμε
να προσπαθείςνα προσπαθείτε
να προσπαθείνα προσπαθούν(ε)
Aoristνα προσπαθήσωνα προσπαθήσουμε, να προσπαθήσομε
να προσπαθήσειςνα προσπαθήσετε
να προσπαθήσεινα προσπαθήσουν(ε)
Perfνα έχω προσπαθήσεινα έχουμε προσπαθήσει
να έχεις προσπαθήσεινα έχετε προσπαθήσει
να έχει προσπαθήσεινα έχουν προσπαθήσει
Imper
ativ
Presπροσπαθείτε
Aoristπροσπάθησεπροσπαθήστε, προσπαθήσετε
Part
izip
Presπροσπαθώντας
Perfέχοντας προσπαθήσει
InfinAoristπροσπαθήσει





Griechische Definition zu προσπαθώ

προσπαθώ [prospaθó] .9α : βάζω σε ενέργεια, διαθέτω όλες τις σωματικές, πνευματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου για να πετύχω κτ.: Ο αθλητής προσπάθησε να φτάσει πρώτος στο τέρμα. προσπαθώ να λύσω το πρόβλημα, όμως δεν τα καταφέρνω. Mάταια προσπαθώ να τον μεταπείσω. προσπαθώ να βελτιώσω το χαρακτήρα μου. || επιχειρώ να κάνω κτ., σχεδιάζω ή αρχίζω να κάνω κτ.· αποπειρώμαι: Προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν / να τον συκοφαντήσουν.

[λόγ. < ελνστ. προσπαθῶ `νιώθω παράφορη αγάπη΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback